«Γυναίκες αρχετυπικές, γυμνές και αφαιρετικές, με τονισμένους τους γλουτούς και το στήθος. Γυναίκες αινιγματικές και σιβυλλικές με εντυπωσιακές πλούσιες κομμώσεις, πολύχρωμα περιδέραια και φανταχτερά ρούχα. Γυναίκες θεϊκές και σεβάσμιες, γυναίκες θνητές, μυθικές και ηρωικές. Γυναίκες επιφανείς, ιέρειες, λόγιες, ποιήτριες, φιλόσοφοι, αθλήτριες και βασίλισσες. Γυναίκες απλές και καθημερινές, με όνομα και όνειρα… Είναι αμέτρητες οι γυναικείες μορφές που αντικρίζει ο επισκέπτης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου σε μαρμάρινα γλυπτά, πολύχρωμες τοιχογραφίες, περίτεχνα αγγεία, ποικίλες ύλες, σχήματα και χρώματα, που εναλλάσσονται στη ροή του χρόνου και αφηγούνται τη δική τους μοναδική ιστορία». Με αυτά τα λόγια, η Μαρία Λαγογιάννη, επίτιμη διευθύντρια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (ΕΑΜ), εισάγει το ΑΠΕ-ΜΠΕ σε μια νοερή περιήγηση με… άρωμα γυναίκας.
Αινιγματικά ειδώλια
Με αφορμή, λοιπόν, την Παγκόσμια Ημέρα Γυναίκας, που κάθε χρόνο γιορτάζεται στις 8 Μαρτίου, από πού θα ξεκινούσε μια σύντομη επίσκεψη σε ένα από τα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου; «Από το πολύ μακρινό παρελθόν μας, όπως παρουσιάζεται στην αίθουσα 5 της μόνιμης έκθεσης», απαντά η συνομιλήτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ. Και εξηγεί: «Εδώ θα μπορούσε να θαυμάσει τα ευρήματα από τους νεολιθικούς οικισμούς της Θεσσαλίας (Διμήνι και Σέσκλο) και να παρατηρήσει τις αρχαιότερες αρχετυπικές γυναικείες μορφές. Προικισμένοι με πηγαίο ταλέντο οι καλλιτέχνες που δραστηριοποιήθηκαν στους νεολιθικούς οικισμούς της Ελλάδας (6500-3300 π.Χ.) κατόρθωσαν να μιλήσουν υπαινικτικά για τη γυναίκα πλάθοντας πολυάριθμα και ποικίλα γυναικεία πήλινα ειδώλια, γυμνά και εύσαρκα με τονισμένους τους γλουτούς και το στήθος. Αινιγματικά στο σύνολό τους και δυσνόητα για τον σύγχρονο θεατή, τα νεολιθικά γυναικεία ειδώλια θεωρείται ότι εκφράζουν βαθύτερες πρωτο-θρησκευτικές ανάγκες και εξυπηρετούσαν πιθανότατα γονιμικές τελετουργίες που συνδέονταν με τη κυρίαρχη εκείνη την εποχή λατρεία της μητέρας θεότητας».
Η συνέχεια ανήκει στον Κυκλαδικό πολιτισμό. Τι (δεν) μας αποκαλύπτουν τα γυναικεία αγάλματα που ανήκουν στη μεγαλύτερη και σημαντικότερη συλλογή κυκλαδικών ειδωλίων στον κόσμο; «Αργότερα και για σχεδόν μία χιλιετία (3200- 2300 π.Χ.) κατασκευάζονταν στις Κυκλάδες του Αιγαίου μαρμάρινα ειδώλια, σε ποικίλες μορφές και μεγέθη. Στην αίθουσα 6 έχουμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε πολλά από αυτά. Τα περισσότερα παριστάνουν ολόσωμες γυναικείες μορφές, γυμνές, με λυγισμένα και διπλωμένα τα χέρια κάτω από το στήθος και σμιλεμένα λοξά τα πέλματα των ποδιών. Απλά και απέριττα, τα κυκλαδικά γυναικεία ειδώλια μαρτυρούν μια αίσθηση ισορροπίας και καθαρότητας. Ωστόσο μην αναζητήσετε το κοινωνικό τους αποτύπωμα. Βρέθηκαν κυρίως σε τάφους και, παρά τις διάφορες ερμηνείες, συνεχίζουν να παραμένουν σιωπηλά και σιβυλλικά χωρίς να αποκαλύπτουν το βαθύτερο περιεχόμενο και την ιδιαίτερη σημασία τους», υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Μ. Λαγογιάννη.
Εντυπωσιακές Μυκηναίες
Ο επόμενος σταθμός της περιήγησής μας αφορά έναν λαμπρό πολιτισμό της ελληνικής προϊστορίας, τον Μυκηναϊκό. «Στην αίθουσα 4 όπου παρουσιάζεται το πανόραμα του Μυκηναϊκού πολιτισμού (1600-1100 π.Χ.) μας περιμένουν οι εντυπωσιακότερες γυναίκες της ελληνικής προϊστορίας. Θεές ή θνητές, οι Μυκηναίες παριστάνονται συνήθως με πλούσιες κομμώσεις, πολύχρωμα κοσμήματα και φανταχτερά πολύπτυχα φορέματα που σχηματίζουν στενό περικόρμιο τονίζοντας το εύσαρκο στήθος. Πολλές φορές το πλούσιο στήθος τους εικονίζεται ολόγυμνο για να τονιστεί ιδιαίτερα η θηλυκότητα, η γονιμότητα και η μητρότητα», τονίζει η Μ. Λαγογιάννη που αναφέρεται στην πιο διάσημη, ίσως, γυναικεία μορφή της περιόδου.
«Μια στάση στην προθήκη 20 θα σας επιτρέψει να θαυμάσετε την περίφημη τοιχογραφία της λεγόμενης “ Μυκηναίας” (Εικ. 1) που προέρχεται από το Θρησκευτικό Κέντρο των Μυκηνών και χρονολογείται στον 13ο αι. π.Χ. Προσέξτε την περίτεχνη κόμμωση που δένει με υφασμάτινες κορδέλες, δείτε το κομψό κοντό γιλέκο, τα πολύχρωμα περιδέραια. Παρατηρείστε τα μάτια, τα καλοσχηματισμένα φρύδια και τα κόκκινα χείλη που μοιάζουν να υπομειδιούν από ευχαρίστηση, ίσως γιατί της έχουν προσφέρει το περιδέραιο που κρατάει στο δεξί της χέρι. Θεά ή ιέρεια, η Μυκηναία του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, εκφράζει αναμφίβολα ένα γυναικείο πρότυπο της εποχής της, ένα ιδεώδες ομορφιάς και γυναικείας καλαισθησίας που φαίνεται ότι θα κυριαρχήσει για πολλούς αιώνες αργότερα», τονίζει η επίτιμη διευθύντρια.
Από τη Νικάνδρη στη Φρασίκλεια
Οι αρχαϊκοί χρόνοι φέρνουν και τη μνημειώδη γλυπτική. «Τον αρχετυπικό τρόπο απόδοσης της γυναικείας μορφής θα ακολουθήσει η μνημειώδης γλυπτική των αρχαϊκών χρόνων (700-500 π.Χ.), όπως εκφράζεται με τους γυμνούς Κούρους και τις καλαίσθητα ντυμένες Κόρες. Η τέχνη μοιάζει τώρα να σφραγίζεται από το ξύπνημα της ατομικής συνείδησης. Σ’ αυτό το κλίμα εντάσσονται οι επιγραφές που συνοδεύουν πολλά έργα και αναφέρουν τα ονόματα των εικονιζομένων, των αναθετών και των καλλιτεχνών», επισημαίνει η συνομιλήτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ, επιλέγοντας να παρουσιάσει ένα άγαλμα στο οποίο τόσο η θεότητα που απεικονίζει όσο και το πρόσωπο που το αφιέρωσε είναι γένους θηλυκού. «Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το μαρμάρινο γυναικείο άγαλμα που υποδέχεται τον επισκέπτη στην αίθουσα 7 του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Το άγαλμα, που απεικονίζει πιθανότατα τη θεά Άρτεμη, αφιερώθηκε στο ιερό της στη Δήλο και χρονολογείται γύρω στο 660 π.Χ. Αναθέτρια ήταν μια επιφανής γυναίκα της Νάξου, η Νικάνδρη. Η τρίστιχη επιγραφή σε δακτυλικό εξάμετρο που είναι χαραγμένη βουστροφηδόν στην αριστερή πλευρά του κάτω κορμού της αποκαλύπτει την κοινωνική θέση της γυναίκας που δηλώνει σπουδαία και περήφανη για όσα πέτυχε στη ζωή της:
“ Η Νικάνδρη με αφιέρωσε στην εύστοχη τοξότιδα, η κόρη του Δεινοδίκαιου από τη Νάξο, η πιο σπουδαία ανάμεσα στις άλλες, αδελφή του Δεινομέδους και τώρα γυναίκα του Φράξου”».
Μια άλλη γυναίκα με διαφορετική προσωπικότητα και ιστορία στέκεται στην αίθουσα 11 (Εικ. 2). «Φορά λαμπρό πορφυρό ένδυμα, διακοσμημένο με εγχάρακτους ρόδακες, πέταλα, αστέρια, μαιάνδρους και ταινίες σε μαύρο και κίτρινο χρώμα. Τα πλούσια μαλλιά της σχηματίζουν πλοκάμους που πέφτουν στους ώμους και στην πλάτη. Την όλη εικόνα συμπληρώνουν τα πλούσια κοσμήματα, βραχιόλια, ενώτια και περιδέραιο, καθώς και το εντυπωσιακό διάδημα της κεφαλής, διακοσμημένο με άνθη και μπουμπούκια λωτού. Το μαρμάρινο άγαλμα, που χρονολογείται γύρω στο 550-540 π.Χ., ήταν στημένο στον αρχαίο δήμο του Μυρρινούντος της Αττικής (Μερέντα), ως σήμα στον τάφο μιας νέας γυναίκας. Στο επίγραμμα που είναι χαραγμένο στην πρόσοψη του βάθρου διαβάζουμε το όνομα της νεκρής και την ιστορία της. Η Φρασίκλεια, που έφυγε νωρίς, σωπαίνει με ένα χαμόγελο στα χείλη, καθώς η επιγραφή μας αποκαλύπτει:
“ Θα καλούμαι για πάντα κόρη, αφού οι θεοί αντί για γάμο μού όρισαν αυτό το όνομα”», τονίζει η επίτιμη διευθύντρια για τη μαρμάρινη κόρη που γνώρισε την αιώνια μνημόνευση.
Από την Ηγησώ στη Βερενίκη
Ανάλογα θλιμμένη είναι και η ιστορία της γυναίκας που μας περιμένει στην αίθουσα 18 (Εικ. 3). Περιγράφει η Μ. Λαγογιάννη: «Η μαρμάρινη επιτύμβια στήλη που προέρχεται από το νεκροταφείο του Κεραμεικού και χρονολογείται γύρω στο 410-400 π.Χ. φέρει χαραγμένο στο γείσο του αετώματος το όνομα της νεκρής Αθηναίας.
Η Ηγησώ, η κόρη του Προξένου, εικονίζεται στο ανάγλυφο εντός του οίκου. Είναι καθισμένη σε πολυτελή κλισμό, τα πόδια της ακουμπούν σε περίτεχνο υποπόδιο. Φορεί λεπτό χιτώνα και ιμάτιο που αποκαλύπτουν αισθαντικά τις καλοσχηματισμένες γραμμές του όμορφου κορμιού της. Τα περιποιημένα μαλλιά της είναι μαζεμένα σε μαντήλι στον αυχένα. Απέναντί της στέκεται η πιστή της θεραπαινίδα (“ ανώνυμη” και ντυμένη με “ βαρβαρικό” χιτώνα) προτείνοντας με τα χέρια μια ανοιχτή κοσμηματοθήκη. Το βλέμμα της Ηγησούς στρέφεται στο ζωγραφισμένο άλλοτε κόσμημα που κρατούσε με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού της. Η νέα γυναίκα μοιάζει να στολίζεται -ίσως για ένα γάμο ο οποίος ακυρώθηκε από τον πρόωρο χαμό της».
Το επόμενο έκθεμα δίνει την ευκαιρία για μια ακόμα γοητευτική αφήγηση από τη συνομιλήτρια του ΑΠΕ-ΜΠΕ: «Διαφορετικό γυναικείο πρότυπο διανθισμένο με ένα σαγηνευτικό αφήγημα προσφέρει ένα ελεφαντοστέινο δαχτυλίδι που προέρχεται από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Χρονολογείται στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. και εκτίθεται στην αίθουσα 40 (προθήκη 22). Στη σφενδόνη εικονίζεται σε προτομή φορώντας τον κροσσωτό πέπλο της Ίσιδας η Βερενίκη Β’, η γυναίκα του Πτολεμαίου Γ’ Ευεργέτη. Σε ποίημα που της αφιέρωσε ο σύγχρονός της Καλλίμαχος αναφέρεται ότι η Βερενίκη αφιέρωσε έναν πλόκαμο από τα μαλλιά της στον ναό της Αρσινόης-Αφροδίτης για να ευχαριστήσει τους θεούς όταν ο άντρας της επέστρεψε σώος από μία εκστρατεία. Την επόμενη μέρα, όμως, ο πλόκαμος της Βερενίκης εξαφανίστηκε. Τότε ο Κόνων ο Σάμιος, ο αστρονόμος της αυλής των Πτολεμαίων, ανακοίνωσε ότι διέκρινε ανάμεσα στη Μεγάλη Άρκτο και στην Παρθένο ένα καινούργιο αστερισμό. Ήταν ο πλόκαμος ή η κόμη της Βερενίκης που στερέωσε στον ουρανό η θεά Αφροδίτη…».
Ηρωικές και λόγιες γυναίκες
Η επόμενη στάση είναι στη Συλλογή των Αγγείων, που παρουσιάζεται στον πρώτο όροφο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Εκεί, η Μ. Λαγογιάννη θα επιλέξει ένα διαφορετικό γυναικείο πρότυπο: «Στην αίθουσα 56 (προθήκη 124) [Εικ.4] εκτίθεται ένας αττικός ερυθρόμορφος αμφορέας (Του Ζωγράφου του Μελεάγρου) που χρονολογείται γύρω στο 400-380 π.Χ. Στη γραπτή παράσταση στο κέντρο της κύριας όψης κυριαρχεί ανάμεσα σε τέσσερις ανδρικές μορφές η μορφή μιας γυναίκας που κρατά δόρυ.
Πρόκειται για την Αταλάντη, τη μυθική ηρωίδα που συμμετείχε στο κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου και στην περιπέτεια της Αργοναυτικής εκστρατείας. Αντιστοιχίες του μυθικού προτύπου της ηρωικής γυναίκας τεκμηριώνονται με βεβαιότητα σε διάφορες παραλλαγές στους ιστορικούς χρόνους. Ενδεικτικά, μόνο, σας θυμίζω την Τελέσιλλα, την λυρική ποιήτρια που έζησε στο Άργος κατά το πρώτο μισό του 5ου αι. π.Χ. Το 494 π.Χ. όταν ο Κλεομένης ο Λακεδαιμόνιος επιχείρησε να καταλάβει το Άργος, εκείνη ήταν που όπλισε τις γυναίκες του Άργους για να σώσουν την πόλη τους. Το συγκλονιστικό κατόρθωμα αφηγείται ο περιηγητής Παυσανίας (2.20.8-10), ο οποίος κατά την επίσκεψή του στο Άργος τον 2ο αι. μ.Χ. διαπίστωσε την ύπαρξη τιμητικής στήλης με ανάγλυφη παράσταση της Τελέσιλλας τη στιγμή που ετοιμάζεται να φορέσει το πολεμικό κράνος και ενώ έχει ρίξει τα βιβλία σκόρπια στα πόδια της».
Μια ερυθρόμορφη υδρία (Της Ομάδας του Πολυγνώτου), που προβάλλει το πρότυπο της λογίας γυναίκας, κλείνει τη σύντομη περιήγησή μας. «Προέρχεται από τη Βάρη της Αττικής και χρονολογείται γύρω στο 440-430 π.Χ. (αίθουσα 55, προθήκη 117) [Εικ.5]. Στην παράσταση της κύριας όψης εικονίζεται η Σαπφώ, η μεγάλη λυρική ποιήτρια του 6ου αι. π.Χ.
Καθισμένη σε κλισμό διαβάζει από τον κύλινδρο που κρατά στα χέρια της κάποιο ποίημα. Γύρω της εικονίζονται τρεις μαθήτριες. Η Καλλίς της προτείνει τη λύρα και η Νικόπολις τη στεφανώνει. Η γραπτή παράδοση αναφέρει ότι ο Πλάτων αποκαλούσε τη Σαπφώ σοφή και την είχε προσθέσει στην ομάδα των εννέα μουσών ως δεκάτη μούσα. Η αποθέωση αυτή οπτικοποιείται και στην αττική υδρία του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου με την προσθήκη της λύρας και τη στεφάνωση της μεγάλης ποιήτριας», επισημαίνει η Μ. Λαγογιάννη. Και καταλήγει ως προς το μήνυμα της αρχαίας παράστασης:
«Είναι σαφές και ίσως επίκαιρο με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Γυναίκας: η γνώση, η παιδεία και ο πολιτισμός μπορούν να διαλύσουν στερεότυπα και κοινωνικά κατασκευάσματα, να κατανικήσουν προκαταλήψεις και να προσφέρουν σε όλους ίσες ευκαιρίες. Αυτά τα στερεότυπα πολέμησαν ολόκληρες γενιές από σπουδαίες γυναίκες, ποιήτριες όπως η Κόριννα της Τανάγρας που φέρεται να νίκησε τον Πίνδαρο σε πέντε ποιητικούς αγώνες, αθλήτριες όπως η Κυνίσκα και η Ευρυλεωνίς από τη Σπάρτη που νίκησαν στους Ολυμπιακούς αγώνες, φιλόσοφοι όπως η Θεμιστόκλεια, η ιέρεια των Δελφών που δίδαξε τον Πυθαγόρα, μαθηματικοί και αστρονόμοι, όπως η Υπατία της Αλεξάνδρειας που υποστήριξε με πάθος τις επιλογές της και θανατώθηκε από ένα πλήθος φανατικών μισαλλόδοξων τις πρώτες ημέρες του Μαρτίου του 415 μ.Χ.».