Των Σάββα Γ. Ρομπόλη
Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου
Βασίλειου Γ. Μπέτση
Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου
Οι ασκούμενες κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, κατά βάση, προσανατολισμένες στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης και της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης των οικονομιών τους, ανέδειξαν, μεταξύ άλλων, κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, τόσο την διεύρυνση των ανισοτήτων, την υποβάθμιση του κοινωνικού κράτους και την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου της πλειοψηφίας του πληθυσμού, όσο και την επέκταση των μεταξύ τους οικονομικών, ερευνητικών, τεχνολογικών, κ.λ.π. διαφοροποιήσεων τους.
Βέβαια, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, οι παρατηρούμενες διαφοροποιήσεις αναδεικνύουν ότι ο ευρωπαϊκός σχηματισμός υπολείπεται των Ηνωμένων Πολιτειών. Πράγματι κατά την περίοδο 2000-2023 το κατά κεφαλή ακαθάριστο εγχώριο προϊόν στις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 36,8% και στην Ε.Ε.-27 αυξήθηκε κατά 30,1%. Επίσης το 2023 ένδεκα κράτη-μέλη της Ε.Ε.-27 βρίσκονταν σε στασιμότητα και η αύξηση του ΑΕΠ στην ευρωζώνη ήταν μόνο 0,5%, ενώ στις ΗΠΑ ήταν 2,5% (Julliette Le Chevallier, Alternatives Economiques, 18/4/2024).
Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι οι διαφοροποιήσεις αυτές μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού επιβεβαιώνονται και ιστορικά με την έννοια ότι και στο παρελθόν μετά από κάθε κρίση η αμερικανική οικονομία ανέκαμπτε ταχύτερα και δυναμικότερα σε σύγκριση με την ευρωπαϊκή οικονομία.
Τούτων δοθέντων αναδεικνύεται ότι μεταξύ της αμερικανικής και της ευρωπαϊκής οικονομίας παρατηρείται η ύπαρξη ενός διαρθρωτικού χάσματος στην ικανότητα της ανάπτυξης, με την έννοια ότι η διαφορά αυτή στην δυνητική ανάπτυξη εξηγείται από τα λιγότερα δυναμικά και δημογραφικά στοιχεία στην Ευρωπαϊκή Ένωση καθώς και από το υψηλότερο επίπεδο της παραγωγικότητας στις ΗΠΑ το οποίο ενισχύεται, ιδιαίτερα, από την έρευνα, τις καινοτομίες και τις νέες τεχνολογίες ( Christophe Blot, OFCE, 2024).
Επιπλέον εξηγείται από το γεγονός της μη Ομοσπονδιακής συγκρότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αποτέλεσμα το χαρακτηριστικό, μεταξύ άλλων, της καθυστέρησης να διαπερνά τόσο την λήψη των αποφάσεων, όσο και την υλοποίηση τους. Επίσης συμμετοχή στην παρατηρούμενη πρόσφατα καθυστέρηση μίας δυναμικής επανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας έχει η εξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τους ενεργειακούς πόρους της Ρωσίας, η προσφορά των οποίων, μετά την έναρξη (Φεβρουάριος 2022) των πολεμικών συγκρούσεων της Ρωσίας στην Ουκρανία, περιορίστηκε σημαντικά με επακόλουθη αύξηση των τιμών τους, επιβραδύνοντας σοβαρά την επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Παράλληλα, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, στις αρχές του 2020 και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού αποφασίστηκε η δημοσιονομική υποστήριξη της αμερικανικής και της ευρωπαϊκής οικονομίας (αναστολή του Συμφώνου Ανάπτυξης και Σταθερότητας) προκειμένου να αποφευχθεί η οικονομική καθίζηση στις ΗΠΑ και την Ε.Ε.-27 λόγω της πανδημίας. Όμως, σύμφωνα με τα σχετικά στατιστικά στοιχεία, η δημοσιονομική αυτή υποστήριξη ήταν πιο μαζική την περίοδο 2020-2021 στις ΗΠΑ ( 20% του ΑΕΠ) απ’ ότι στην ευρωζώνη (10% του ΑΕΠΠ). Το αποτέλεσμα ήταν η κατανάλωση των νοικοκυριών να αυξηθεί περισσότερο από 4% στις ΗΠΑ, ενώ στην ευρωζώνη αυξήθηκε μόνο κατά 2% (J.Le Chevallier, 18/4/2024).
Στις συνθήκες αυτές της επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής στις ΗΠΑ ωθείται το δημόσιο έλλειμμα στο επίπεδο του 6,3% του ΑΕΠ το 2023 και το επίπεδο του πληθωρισμού μειώνεται το 2023 στο 3,1%.
Στο περιβάλλον αυτό οι ΗΠΑ με την ψήφιση (15/8/2022) του νόμου για την μείωση του πληθωρισμού (IRA), ουσιαστικά εγκρίνει την υλοποίηση ενός προγράμματος 369 δις δολαρίων, επιδοτώντας για δέκα χρόνια την πράσινη βιομηχανία διαμέσου φορολογικών εκπτώσεων για την ίδρυση εργοστασίων παραγωγής ημιαγωγών στις ΗΠΑ.
Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού η Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα σε ένα κλίμα διαφωνιών και συμφωνιών καταλήγει στην υιοθέτηση του ευρωπαϊκού νόμου παραγωγής ημιαγωγών και στην υλοποίηση ενός βιομηχανικού σχεδίου για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της υποστήριξης της μετάβασης στην πράσινη οικονομία, διαθέτοντας, σε σχέση με το ποσό (369 δις δολάρια) των ΗΠΑ, το ποσό των 1,5 δις ευρώ.
Αυτό σημαίνει ότι οι ΗΠΑ εισάγουν στην αναπτυξιακή τους στρατηγική περισσότερο κράτος, δηλαδή δημόσιες επενδύσεις, δημόσιες επιδοτήσεις, νέες θέσεις εργασίας, καινοτόμες φορολογικές πρακτικές για την αύξηση των δημοσίων εσόδων και ελεγχόμενη αύξηση του δημόσιου χρέους.
Αντίθετα η Ευρώπη, εκτός από τις εσωτερικές της διαφωνίες και τις καθυστερήσεις στην λήψη των αποφάσεων, αποφάσισε τον σχεδιασμό μίας ευρωπαϊκής βιομηχανικής πολιτικής εξετάζοντας δημοσιονομικούς κανόνες, που δεν παρεκκλίνουν από την δημοσιονομική πειθαρχία, για την μείωση των δημοσίων ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους.
Στο περιβάλλον αυτό της αυστηρής εφαρμογής των δημοσιονομικών κανόνων στην Ε.Ε.27, ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες, εστιάζεται ο περιορισμός της βιομηχανικής της εξειδίκευσης σε λιγότερο νέες και καινοτόμες τεχνολογίες, γεγονός που αποδεικνύεται από την ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτηση της για τις νέες ψηφιακές τεχνολογίες, τις τεχνολογίες αυτοματισμού και της τεχνητής νοημοσύνης από τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Τούτων δοθέντων όσο το « ευρωπαϊκό λογισμικό» δεν αλλάζει στο παρόν και δεν θα αλλάξει στο μέλλον η Ευρώπη θα βρίσκεται πίσω από τις πρωτοβουλίες των ανταγωνιστών της, σε βαθμό που θα απειληθεί τόσο από τον κίνδυνο της διεύρυνσης των ανισοτήτων και της φτώχειας σε υψηλότερα επίπεδα από αυτά των ΗΠΑ, όσο και από την γενικότερη επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου του ευρωπαϊκού πληθυσμού.