Ο Σεζάρε Λομπρόζο θεωρείται ένας από τους κορυφαίους εγκληματολόγους του 19ου αιώνα. Μέχρι το 1895 είχε ασχοληθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου με την ανδρική εγκληματικότητα.
Την εποχή του Λομπρόζο, ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη η θεωρία του «εκ γενετής εγκληματία», με τον ίδιο μάλιστα να είναι ένας από τους κύριους εκφραστές της. Πολλοί επιστήμονες πίστευαν ότι άνθρωποι που γεννιούνται με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, έχουν μία φυσική ροπή προς την παραβατικότητα, την οποία κατά πάσα πιθανότητα κάποια στιγμή εκδηλώνουν.
Με πρακτικές και θεωρίες το μεγαλύτερο μέρος των οποίων σήμερα έχουν απορριθεί, ο Τσέζαρε Λομπρόζο, δεν παύει να είναι ο άνθρωπος που θεμελίωσε επιστημονικά τη σύγχρονη εγκληματολογία και έθεσε τις βάσεις για τη βιολογική της προσέγγιση, γι αυτό και από πολλούς έχει χαρακτηριστεί ως “ο πατέρας” της σύγχρονης μελέτης του εγκλήματος.
O Λομπρόζο γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου του 1835 στη Βερόνα, από εβραϊκή ευκατάστατη οικογένεια. Μετά τις σπουδές του στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Παβίας, υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός. Το 1866 έγινε λέκτορας του Πανεπιστημίου της Παβίας και αργότερα καθηγητής ψυχολογίας και ιατροδικαστικής στο ίδιο Πανεπιστήμιο και μετέπειτα στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο.
Στη συνέχεια ανέλαβε τη θέση του διευθυντή στο άσυλο του Πεζάρο, γεγονός που αποδείχθηκε μια θαυμάσια και εποικοδομητική εμπειρία γι’ αυτόν, αφού επικεντρώθηκε στην ανθρωπολογική μελέτη αναπτύσσοντας τις θεωρίες του στο πεδίο της χαρακτηρολογίας ή της σχέσης ανάμεσα στα πνευματικά και στα σωματικά χαρακτηριστικά, κάτι που αργότερα έγινε γνωστό ως «εγκληματολογική ανθρωπολογία».
Το ενδιαφέρον του για το έγκλημα ξεκίνησε το 1864, όταν μελετούσε τα τατουάζ στα χέρια των στρατιωτών και τις υποτιμητικές φράσεις (επίσης με τη μορφή τατουάζ) οι οποίες ξεχώριζαν τον «έντιμο από τον μη έντιμο στρατιώτη». Ο Λομπρόζο διαπίστωσε ότι τα τατουάζ από μόνα τους δεν επαρκούσαν για την κατανόηση της φύσης των εγκληματιών και θεώρησε ότι ήταν απαραίτητο να προσδιορίσει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του μη φυσιολογικού ατόμου, δηλαδή του εγκληματία και του παράφρονα, μέσω της εμπειρικής μεθόδου.
Έτσι ξεκίνησε λεπτομερείς ανθρωπομορφικές μελέτες σε πτώματα και επικέντρωσε το ενδιαφέρον του στο σχήμα του κρανίου ως ένδειξη ύπαρξης κάποιας ανωμαλίας.
Οι μελέτες του τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν συσχετίσεις μεταξύ των χαρακτηριστικών του κρανίου και των εγκληματικών ιδιοσυγκρασιών, με αποτέλεσμα ο εγκληματίας για το Λομπρόζο να είναι περισσότερο άρρωστος παρά ένοχος.
Ο ιταλός ανθρωπολόγος κατέταξε τους εγκληματίες σε τέσσερις κατηγορίες: τους εκ γενετής, που χαρακτηρίζονται από ανατομικά φυσιολογικά και ψυχολογικά στίγματα, τους ψυχοπαθείς, τους από τις περιστάσεις και τους εγκληματίες από πάθος.
Ο Λομπρόζο κατέληξε να πιστεύει ότι το έγκλημα είναι «προνόμιο» της ανθρώπινης φύσης, η τάση προς το έγκλημα είναι γενετικό χαρακτηριστικό και ο εν δυνάμει εγκληματίας -απόγονος όμοιων του- είναι δυνατόν να αναγνωριστεί από συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του προσώπου και του κρανίου του.
Το κυριότερο έργο του, «Ο Εγκληματίας άνθρωπος», εκδόθηκε το 1876 και σε αυτό, βασιζόμενος σε παρατηρήσεις του από τη συμπεριφορά των ζώων, των αρχαίων λαών και των άγριων φυλών, απέδωσε το έγκλημα σε αταβισμό, δηλαδή σε επιστροφή του ατόμου σε παλαιότερη άγρια κατάσταση (ιδέα που αρχικά είχε υποστηρίξει ο Δαρβίνος).
Θεωρούσε ότι οι ανατομικές έρευνες σε σώματα εγκληματιών που είχαν πεθάνει καθώς επίσης και οι εφαρμογές ανθρωπομετρικών μεθόδων πάνω σε κρατούμενους, αποδείκνυαν πως τελικά οι εγκληματίες ήταν σωματικά διαφοροποιημένοι από τους φυσιολογικούς ανθρώπους.
Όρισμένα από τα εξωτερικά “εγκληματικά” χαρακτηριστικά του Λαμπρότζο ήταν τα μεγάλα σαγόνια, τα ψηλά ζυγωματικά, η γαμψή μύτη και τα σαρκώδη χείλη. Στη συνέχεια διαχώρισε τα βιολογικά στίγματα ανάλογα με το είδος του εγκλήματος (λ.χ. οι δράστες εγκλημάτων κατά της ζωής έχουν κοντόχοντρα χέρια, ενώ οι δράστες κλοπών, απατών και βιασμών έχουν μακριά χέρια).
Στην 6η επαυξημένη έκδοση του έργου του, αναφέρεται διεξοδικά στις κοινωνικές αιτίες του εγκλήματος σε συνδυασμό με ορισμένες ψυχολογικές εμμονές, καθώς και στο γεγονός ότι η εγκληματικότητα δεν είναι μόνο ένα εκ γενετής χαρακτηριστικό.
Ο Λομπρόζο ήταν πρωτοπόρος της επιστημονικής εγκληματολογίας, ενώ δίνοντας έμφαση στην επιστημονική μεθοδολογία προσπάθησε να προσδιορίσει την εγκληματική συμπεριφορά και να απομονώσει άτομα ικανά να διαπράξουν τις πιο βίαιες μορφές εγκληματικής δραστηριότητας.
Μέσω διαδοχικών ερευνών στήριξε τις θεωρίες του σε διεξοδικότερη στατιστική ανάλυση ενώ, παράλληλα, δεν σταμάτησε να εντοπίζει πρόσθετα αταβιστικά στίγματα.
Παράλληλα όμως, ο ιταλός καθηγητής ήταν υπέρμαχος της ανθρώπινης μεταχείρισης των εγκληματιών και κάθε προσπάθειας επανένταξής τους στην κοινωνία, θέσεις αρκετά φιλελεύθερες και επαναστατικές για την εποχή του.
Το έργο του Λομπρόζο υποδαυλίστηκε πάντως από τις δαρβινιστικές του απόψεις. Οι επικρίσεις κατά της θεωρίας του θα μπορούσαν να συνοψισθούν ως εξής: α) η στατιστική προσέγγιση και επεξεργασία ήταν ανεπαρκής, β) η σύγχρονη θεωρία της γενετικής απορρίπτει τον αταβισμό, γ) τα βιολογικά στίγματα είναι συνήθως απόρροια των συνθηκών διαβίωσης, δ) η παραδοχή της ύπαρξης βιολογικών στιγμάτων θα οδηγήσει σε άνιση και συχνά άδικη μεταχείριση των ατόμων που τα φέρουν και ε) τα κοινωνικά στίγματα συνδέονται τις περισσότερες φορές με τις απαιτήσεις της μόδας και την κοινωνική τάξη του ατόμου.
Με πληροφορίες από The Art of Crime, Wikipedia, Τσεζάρε Λαμπρότζο “Ο εγκληματίας άνθρωπος”, Μηχανή του Χρόνου και Wikipedia