Για πρώτη φορά, η συνεισφορά των ανανεώσιμων πηγών στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα, ξεπέρασε το επίπεδο του 30%, τονίζει έκθεση του κέντρου έρευνας για ενεργειακά θέματα Ember που δόθηκε στη δημοσιότητα.
Σε διεθνές επίπεδο, η ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές έφθασε από το 19% το 2020 στο 30% και πλέον το 2023, χάρη κυρίως στην αλματώδη αύξηση των εγκαταστάσεων ηλιακής και αιολικής ενέργειας, αναφέρει το κείμενο.
Το ποσοστό της «καθαρής» ενέργειας θα ήταν ακόμη υψηλότερο αν η υδροηλεκτρική παραγωγή δεν είχε υποχωρήσει στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας πενταετίας, εξαιτίας ξηρασιών, ιδίως στην Κίνα.
Οι φωτοβολταϊκές και αιολικές εγκαταστάσεις συνεισέφεραν το 13,4% του ηλεκτρισμού που παρήχθη διεθνώς και το υπόλοιπο ποσοστό της «καθαρής» ενέργειας προήλθε από άλλες ανανεώσιμες πηγές, ιδίως υδροηλεκτρικές μονάδες. Το ποσοστό της ενέργειας από καθαρές πηγές στο μείγμα δεν ξεπερνούσε το 2% το 2010.
Για το Ember, η αύξηση αυτή ενδέχεται να επιτρέψει ο κόσμος, «πιθανόν από φέτος», να μειώσει δραστικά την παραγωγή ενέργειας με την καύση ορυκτών καυσίμων.
«Η μείωση των εκπομπών του ενεργειακού τομέα είναι πλέον αναπόφευκτη», σημείωσε ο Ντέιβ Τζόουνς, ειδικός της Ember, κατά τον οποίο «το 2023 ίσως ήταν (…) σημείο καμπής στην ιστορία» της παραγωγής ηλεκτρισμού.
Ωστόσο «ο ρυθμός μείωσης των εκπομπών θα εξαρτηθεί από την ταχύτητα με την οποία θα συνεχιστεί η επανάσταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας», πρόσθεσε.
Τα κράτη δεσμεύτηκαν στη σύνοδο του ΟΗΕ για το κλίμα στα τέλη του 2023, την COP28, να δράσουν για να τριπλασιαστεί το παγκόσμιο παραγωγικό δυναμικό από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ως το 2030. Αυτό θα επέτρεπε η συνεισφορά ανανεώσιμων πηγών στο παγκόσμιο ενεργειακό μείγμα να φθάσει το 60%, τονίζει το Ember.
Νέα ρεκόρ σημείωσε το 2023 η αγορά ενέργειας επιτυγχάνοντας αύξηση της διείσδυσης των ανανεώσιμων πηγών αλλά και μείωση της κατανάλωσης παρά την ανάπτυξη της οικονομίας και την υποχώρηση των τιμών σε σχέση με την κορύφωση της ενεργειακής κρίσης.
Όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ΑΔΜΗΕ Μάνος Μανουσάκης η «πράσινη» παραγωγή, μαζί με τα μεγάλα υδροηλεκτρικά, ήταν πέρυσι το 57% του συνόλου (47,9% οι ΑΠΕ και 9,09% τα υδροηλεκτρικά), καταρρίπτοντας το προηγούμενο ρεκόρ του 2022. Επίδοση που οφείλεται τόσο στις επενδύσεις σε νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές, όσο και στην ανάπτυξη νέων δικτύων που απαιτούνται για την διακίνηση της «πράσινης» ενέργειας.
Συνολικά, σύμφωνα με τα στοιχεία των Διαχειριστών που επεξεργάστηκε το Green Tank και παρουσιάζει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, το 2023 η ενεργειακή αγορά κατέκτησε 16 νέα ορόσημα που -εκτός από την μείωση της κατανάλωσης- σχετίζονται κυρίως με την αύξηση της συμμετοχής των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τον περιορισμό της συμμετοχής ορυκτών πόρων στο ενεργειακό ισοζύγιο, την αντίστοιχη αύξηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και την στροφή των καταναλωτών προς λύσεις αυτοπαραγωγής ενέργειας. Ενδεικτικά, η εγχώρια κατανάλωση φυσικού αερίου μειώθηκε το 2023 κατά 10,1%, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας στο 11μηνο ήταν μειωμένη κατά 2,9% (είναι χαρακτηριστικό ότι η ζήτηση ρεύματος ήταν χαμηλότερη ακόμη και σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο το 2020, το πρώτο έτος της πανδημίας οπότε εφαρμόστηκε η καραντίνα), ενώ μειωμένη κατά 7% ήταν και η κατανάλωση υγρών καυσίμων (βενζίνες και ντίζελ), σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου των Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών (ΣΕΕΠΕ).
Όπως δήλωσε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο αναλυτής ενεργειακής πολιτικής του Green Tank, Νίκος Μάντζαρης: «Παρά την αποκλιμάκωση των ενεργειακών τιμών το 2023, η Ελλάδα συνέχισε να μειώνει τόσο την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας όσο και αυτή του αερίου. Αυτή η τάση σε συνδυασμό με τη συνέχιση της ανάπτυξης των ΑΠΕ, ειδικά από πολίτες μέσω συστημάτων αυτοπαραγωγής, παγιώνει τις αλλαγές στην ενεργειακή συμπεριφορά που ξεκίνησαν κατά τη διάρκεια της κρίσης και αποτελεί ελπίδα για μια πιο αποφασιστική στροφή του ενεργειακού μοντέλου της χώρας προς τη βιωσιμότητα».
Αναλυτικά οι εξελίξεις ανά τομέα της ενεργειακής αγοράς σύμφωνα με την ανάλυση του Green Tank κωδικοποιούνται ως εξής:
Ηλεκτροπαραγωγή
Έως και τον Δεκέμβριο του 2023:
1) 672 ώρες (ή 28 ημέρες ή 7,67% του έτους) η Ελλάδα λειτούργησε χωρίς καθόλου λιγνίτη.
2) Η λιγνιτική παραγωγή το 2023 ήταν η χαμηλότερη από τη δεκαετία του ’70. Συνεισέφερε μόλις 4,5 TWh, μια ποσότητα κατά 15% μικρότερη από το προηγούμενο χαμηλό των 5,3 ΤWh του 2021.
3) Η «βουτιά» του ορυκτού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή συνεχίστηκε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά και με 14,7 TWh επιστρέφοντας σχεδόν στα επίπεδα του 2018 (14,1 TWh).
4) Λιγνίτης και ορυκτό αέριο μαζί έδωσαν 4,3 λιγότερες TWh ηλεκτρικής ενέργειας σε σχέση με το 2022 σημειώνοντας ιστορικό χαμηλό αθροιστικής συνεισφοράς με 19,2 TWh.
Έως τον Νοέμβριο του 2023:
5) Τα μερίδια του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή (9,9%) και την κάλυψη της ζήτησης (8,9%) έσπασαν για πρώτη φορά το «φράγμα» του 10%.
6) Η καθαρή ενέργεια (ΑΠΕ και μεγάλα υδροηλεκτρικά) με 23,2 TWh κάλυψε για πρώτη φορά περισσότερη από τη μισή ζήτηση (51,2%) και το 57% της ηλεκτροπαραγωγής.
7) Η συνεισφορά μόνο των ΑΠΕ (19,6 TWh) ξεπέρασε για πρώτη φορά αυτή του ορυκτού αερίου και του λιγνίτη μαζί (17,5 ΤWh).
8) H ζήτηση σε ηλεκτρική ενέργεια (45,3 ΤWh) ήταν η χαμηλότερη της δεκαετίας, μικρότερη ακόμα και από αυτή του πρώτου έτους της πανδημίας το 2020.
Εκπομπές
Έως τον Νοέμβριο του 2023:
9) Οι εκπομπές ολόκληρου του τομέα ηλεκτροπαραγωγής της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαϊκών μονάδων στα μη διασυνδεδεμένα νησιά σημείωσαν ιστορικό χαμηλό με 13,35 εκατομμύρια τόνους CO2, 23% λιγότερους από το προηγούμενο χαμηλό των 17,3 εκατ. τόνων του 2022.
10) Ειδικά οι θερμικές μονάδες της ΔΕΗ περιόρισαν το ανθρακικό τους αποτύπωμα στους 10,2 εκατ. τόνους CO2, μια επίδοση κατά 25% χαμηλότερη από τους 13,6 εκατ. τόνους την ίδια περίοδο του 2022.
Ορυκτό Αέριο
Έως και τον Δεκέμβριο του 2023:
11) Η συνολική κατανάλωση ορυκτού αερίου ήταν 50,9 ΤWh, η δεύτερη χαμηλότερη της εξαετίας (50,4 ΤWh το 2018). Μειώθηκε κατά 10,1% σε σχέση με το 2022 και κατά 27,2% σε σχέση με το 2021, έτος έναρξης της ενεργειακής κρίσης.
12) Στον ηλεκτρισμό (34,54 TWh) και τα δίκτυα διανομής (11,19 TWh) η χρήση του αερίου σημείωσε μείωση το 2023 σε σχέση με το 2022 (-17,1% και -8,1% αντίστοιχα). Αντίθετα η χρήση στη βιομηχανία (5,18 ΤWh) αυξήθηκε σημαντικά (+84,7%) σε σχέση με το 2022, παραμένοντας ωστόσο 27,8% χαμηλότερη από τον μέσο όρο της πενταετίας.
13) 1η πηγή ορυκτού αερίου το LNG από την πύλη εισόδου στη Ρεβυθούσα με 29.49 TWh (54,7%), 2η το ρωσικό αέριο από την πύλη του Σιδηροκάστρου με 14,71 TWh (27,3%).
14) Μεγάλη αύξηση στις εισαγωγές ρωσικού αερίου το 2023. Το ρωσικό αέριο ήταν υπεύθυνο για το 42,8% των συνολικών εισαγωγών της χώρας το οποίο εισήλθε στη χώρα όχι μόνο από τον αγωγό Turkstream (14,71 TWh) αλλά και με τη μορφή LNG στην πύλη της Αγίας Τριάδας (8,38 TWh).
Αυτοπαραγωγή & Ενεργειακές Κοινότητες
Έως και τον Δεκέμβριο του 2023:
15) Διπλασιασμός της ηλεκτρισμένης ισχύος στην αυτοπαραγωγή συνολικά (από πολίτες, δήμους, αγρότες, ενεργειακές κοινότητες και άλλους φορείς) μέσα σε ένα έτος. To 2023 η ηλεκτρισμένη ισχύς έργων αυτοπαραγωγής έφτασε τα 421,3 MW (216,9 MW ως το 2022, 100,2 ΜW ως το 2021, 53,2 MW ως το 2020, 33,8 MW ως το 2019).
16) Ειδικά η ηλεκτρισμένη ισχύς έργων αυτοπαραγωγής από ενεργειακές κοινότητες τριπλασιάστηκε από 4,2 MW στο τέλος του 2022 σε 14 MW το 2023 (1,2 ΜW ως το 2021, 0,03 MW ως το 2020).
Τέλος στην αγορά πετρελαιοειδών καταγράφεται μείωση της κατανάλωσης κατά 7% η οποία οφείλεται στον περιορισμό της ζήτησης πετρελαίου θέρμανσης κατά 32%. Αντίθετα σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΕΠΕ η ζήτηση για βενζίνες (που οφείλεται και στην αύξηση της τουριστικής κίνησης) αυξήθηκε κατά 4% και για το ντίζελ κίνησης κατά 3%.