Δύο στους τρεις Αμερικανούς φοβούνται πως μπορεί να ξεσπάσει πολιτική βία μετά τις προεδρικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου στις ΗΠΑ, στις οποίες θα αναμετρηθούν και πάλι ο Δημοκρατικός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν με τον Ρεπουμπλικανό προκάτοχό του στην προεδρία Ντόναλντ Τραμπ, σύμφωνα με νέα δημοσκόπηση των Reuters/Ipsos.
Η σφυγμομέτρηση αυτή που έγινε σε δείγμα 3.934 ενηλίκων Αμερικανών έδειξε ότι υπάρχει ευρεία ανησυχία πως οι ΗΠΑ μπορεί να ζήσουν μια επανάληψη των ταραχών που ακολούθησαν την εκλογική ήττα του Τραμπ το 2020, όταν ο ψευδής ισχυρισμός του απερχόμενου τότε προέδρου πως αυτή ήταν αποτέλεσμα νοθείας οδήγησε χιλιάδες υποστηρικτές του να εισβάλουν στο Καπιτώλιο των ΗΠΑ.
Ο Τραμπ προετοιμάζει ήδη το έδαφος να αμφισβητήσει τα αποτελέσματα των εκλογών αν χάσει από τον Μπάιντεν για δεύτερη φορά.
Γύρω στο 68% των ερωτηθέντων στην έρευνα αυτή που έγινε διαδικτυακά –εκ των οποίων 83% Δημοκρατικοί και 65% Ρεπουμπλικανοί– απάντησε ότι συμφωνεί με τη δήλωση ότι ανησυχεί πως εξτρεμιστές θα καταφύγουν στη βία αν δεν είναι ευχαριστημένοι με το αποτέλεσμα των εκλογών.
Συνολικά το 15% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι διαφωνεί με τη διατύπωση αυτή και το 16% απάντησε ότι δεν γνωρίζει.
Σε πρόσφατες συνεντεύξεις, ο Τραμπ έχει αρνηθεί να δεσμευτεί ότι θα αποδεχθεί τα αποτελέσματα των εκλογών και σε προεκλογικές του συγκεντρώσεις έχει περιγράψει τους Δημοκρατικούς ως απατεώνες.
Έξω από το δικαστήριο της Νέας Υόρκης στο οποίο εκδικάζεται ποινική υπόθεση εναντίον του για την απόκρυψη πληρωμής ύψους 130.000 δολαρίων, που έκανε προεκλογικά το 2016 για να εξαγοράσει τη σιωπή της πρώην πορνοστάρ Στόρμι Ντάνιελς, συνάδελφοί του Ρεπουμπλικανοί αξιωματούχοι επανέλαβαν την ψευδή δήλωση ότι του έκλεψαν τις εκλογές το 2020.
Η δημοσκόπηση, η οποία διεξήχθη μεταξύ της 7ης και της 14ης Μαΐου, έδειξε ότι οι Ρεπουμπλικανοί έχουν λιγότερη εμπιστοσύνη στη διαφάνεια των αμερικανικών εκλογών από τους Δημοκρατικούς. Μόνον ένα 47% εξέφρασε την πεποίθηση ότι τα αποτελέσματα των προεδρικών του Νοεμβρίου θα είναι ακριβή και νόμιμα, σε σύγκριση με ένα 87% των Δημοκρατικών, που δήλωσε βέβαιο.
Η έρευνα αυτή έχει περιθώριο σφάλματος συν ή πλην 2 ποσοστιαίες μονάδες.
Η άρνηση του Τραμπ να παραδεχθεί την ήττα του από τον Μπάιντεν το 2020 ήρθε έπειτα από μια ταραχώδη χρονιά που σηματοδοτήθηκε από την πανδημία της COVID-19 και εκτεταμένες διαμαρτυρίες για φυλετική δικαιοσύνη.
Αν και οι ισχυρισμοί του Τραμπ για εκλογική απάτη απορρίφθηκαν σε δεκάδες δικαστικές υποθέσεις, ο πρώην πρόεδρος και οι σύμμαχοί του ξεκίνησαν ευρεία προσπάθεια για να εμποδίσουν το Κογκρέσο να επικυρώσει τα αποτελέσματα των εκλογών, με αποκορύφωμα την επίθεση της 6ης Ιανουαρίου του 2021 στο Καπιτώλιο. Σε αυτήν τραυματίστηκαν γύρω στους 140 αστυνομικούς, εκ των οποίων ένας κατέληξε την επόμενη ημέρα και τέσσερις αυτοκτόνησαν αργότερα.
Πάνω από 1.400 άνθρωποι συνελήφθησαν για την συμμετοχή τους στην επίθεση και πάνω από 500 από αυτούς καταδικάστηκαν σε φυλάκιση, σύμφωνα με το αμερικανικό υπουργείο Δικαιοσύνης. Σε αυτούς περιλαμβάνονται ηγετικά στελέχη των εξτρεμιστικών οργανώσεων Oath Keepers και Proud Boys. Ο Τραμπ έχει χαρακτηρίσει αυτούς που βρίσκονται στη φυλακή “ομήρους” και έχει πει ότι μπορεί να δώσει χάρη σε κάποιους από αυτούς αν επιστρέψει στον Λευκό Οίκο.
Και ο ίδιος αντιμετωπίζει ποινικές διώξεις στην Ουάσινγκτον και την Τζόρτζια, κατηγορούμενος ότι εργάστηκε για την ανατροπή του εκλογικού αποτελέσματος της ήττας του, αν και αυτές οι υποθέσεις δεν είναι πιθανόν να εκδικαστούν πριν από τις εκλογές. Ο Τραμπ έχει δηλώσει αθώος και στις δύο υποθέσεις και αρνείται οποιαδήποτε αδικοπραγία.
Πρόσφατα ρεπορτάζ του Reuters έδειξαν ότι εκλογικοί υπάλληλοι, δικαστές και άλλοι δημόσιοι λειτουργοί έχουν αντιμετωπίσει κύμα απειλών και παρενόχλησης από το 2020.
Η δημοσκόπηση αυτή ευθυγραμμίζεται σε μεγάλο βαθμό με παρόμοια έρευνα που διεξήχθη τον Οκτώβριο του 2022, λίγο πριν από τις ενδιάμεσες εκλογές για το Κογκρέσο, η οποία έδειξε ότι το 64% των Αμερικανών ανησυχούσε για εξτρεμιστική βία.