Του Κώστα Μελά*
Σύμφωνα με τούς νέους κανόνες της Κομισιόν, το βασικό εργαλείο της νέας δημοσιονομικής πολιτικής με στόχο τη μείωση του λόγου ΔΧ/ΑΕΠ και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων είναι ο ρυθμός αύξησης των καθαρών πρωτογενών δημοσίων δαπανών.
Οι κρατικές πρωτογενείς δαπάνες αποτελούν πλέον το βασικό εργαλείο δημοσιονομικής πειθαρχίας, καθώς δεν θα μπορούν να αυξηθούν περισσότερο από το όριο του 3%, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τα πρωτογενή πλεονάσματα, για τα οποία, έτσι κι αλλιώς η Ελλάδα, έχει την υποχρέωση να υπηρετεί τον στόχο του 2,1% για τα επόμενα πολλά – πολλά χρόνια.
Ο ακριβής ρυθμός μεγέθυνσης των πρωτογενών δημοσίων δαπανών για τα επόμενα τέσσερα έτη θα ανακοινωθεί στο πλαίσιο κατάθεσης του νέου Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος 2025-2027 το Σεπτέμβριο. Ούτε λίγο ούτε πολύ, αυτό συνεπάγεται ότι οι επόμενοι 4 προϋπολογισμοί θα συνταχθούν με βάση αυτά τα ποσοστά που θα ανακοινωθούν μέχρι το Σεπτέμβριο.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις αρμοδίων παραγόντων, το πιθανότερο είναι ότι για την Ελλάδα το ποσοστό αύξησης των δαπανών θα κυμανθεί στην περιοχή του 2,5% με 3%. Τούτο προκύπτει από το ότι οι στόχοι καθαρών πρωτογενών δαπανών που εστάλησαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Ελλάδα με βάση το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο προβλέπουν μέγιστη επιτρεπόμενη ετήσια αύξηση καθαρών πρωτογενών δαπανών στην περιοχή του 3% (κατά μέσο όρο) ετησίως για την περίοδο 2025 – 2028. Να σημειωθεί ότι ο αντίστοιχος στόχος για το 2024 ήταν 2,6%. Μέχρι σήμερα βρίσκεται στο 2,1% .Αν αυτό το ποσοστό διατηρηθεί μέχρι το τέλος του έτους, το πιο πιθανό είναι η διαφορά να κρατηθεί για μελλοντικούς σκοπούς, που θα προκύψουν στην πορεία και θα συνάδουν με τις πολιτικές (βλέπε εκλογικές) ανάγκες του κυβερνώντος κόμματος.
Επομένως το νέο εργαλείο ελέγχου των χωρών και «κλειδί» του νέου Συμφώνου Σταθερότητας της Κομισιόν θα είναι η «οροφή» στις καθαρές πρωτογενείς δαπάνες. Ουσιαστικά, θα υπάρχει μια συμφωνημένη πορεία των καθαρών δαπανών. Βάσει των νέων κανόνων θα μπορεί να συμβεί μια σωρευτική απόκλιση κατά 0,6%, η οποία όμως δεν θα μπορεί να χρησιμοποιείται κατά το ήμισυ (0,3%) μέσα σε μια χρονιά ειδάλλως εάν τα όρια δεν γίνονται σεβαστά τότε η χώρα θα μπαίνει σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος.
Υπάρχει σύνδεση μεταξύ του ρυθμού μεγέθυνσης της οικονομίας κάθε χώρας της ΕΕ και του αντίστοιχου ρυθμού μεγέθυνσης των καθαρών πρωτογενών δαπανών: ο ρυθμός για τις δεύτερες κατά ετήσιο μέσο όρο δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το ρυθμό μεγέθυνσης του πρώτου. Προφανώς για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή οι πρωτογενείς δαπάνες δεν μπορούν να συνεισφέρουν στη μεγέθυνση του ΑΕΠ λειτουργώντας προκυκλικά και πολλαπλασιαστικά, αλλά απλά ακολουθούν το ήδη παραγόμενο ΑΕΠ, περίπου αντικυκλική δημοσιονομική πολιτική, στη μεγέθυνση του οποίου, θεωρητικά θα συμβάλλουν οι καθαρές εξαγωγές και οι επενδύσεις.
Για την Ελλάδα οι επερχόμενες αλλαγές φαίνεται να είναι θετικές σχετικά με την απορρέουσα υποχρέωση του ετήσιου ρυθμού μείωσης του λόγου ΔΧ/ΑΕΠ. Όπως είναι γνωστό , για όσες χώρες το χρέος τους ξεπερνά το 60%, ο προηγούμενος κανόνας προέβλεπε πως οι χώρες κράτη μέλη θα έπρεπε να μειώνουν κατά 1/20 κάθε χρόνο το χρέος τους. Αυτό θα σήμαινε για την περίπτωση της Ελλάδας μια μείωση της τάξεως του 5% ετησίως. Ο νέος κανόνας προβλέπει καλύτερους όρους μείωσης καθώς οι χώρες με χρέος πάνω από 90% του ΑΕΠ θα πρέπει να παρουσιάζουν ετήσια μείωση του χρέους κατ’ ελάχιστο 1% του ΑΕΠ. Στις χώρες με χρέος μεταξύ 60% και 90% του ΑΕΠ, η ετήσια μείωση του χρέους θα πρέπει να είναι τουλάχιστον είναι 0,5% του ΑΕΠ. Αυτή η εξέλιξη όμως θα πρέπει να συμβαδίζει με την επίτευξη των πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 2,1% μακροχρονίως. Είναι κατανοητό ότι ένα τέτοιου ύψους πρωτογενές πλεόνασμα παράγεται «περισσότερο εύκολα» όταν ο ρυθμός μεγέθυνσης του ΑΕΠ είναι παραπλήσιος ή υψηλότερος μιας και με τον τρόπο αυτό αυξάνονται τα περιθώρια της φορολογικής απορρόφησης και συνεπώς των κρατικών εσόδων. Το πρόβλημα που μπορεί να ανακύψει προέρχεται από τον περιορισμό του ρυθμού μεγέθυνσης των πρωτογενών δαπανών και την γενικότερη οικονομική αντίληψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον αντικυκλικό χαρακτήρα της δημοσιονομικής πολιτικής, που οδηγεί, έστω και με διαφορετικό τρόπο, σε μία νέα μορφή δημοσιονομικής πειθαρχίας στην Ευρωπαϊκή Οικονομία, ενώ είναι προφανές ότι η ΕΕ πάσχει ευρισκόμενη σχεδόν σε κατάσταση στασιμότητας, τη στιγμή που οι υπόλοιποι μεγάλοι οικονομικοί σχηματισμοί μεγεθύνονται με πολύ υψηλότερους ρυθμούς.
*Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας