Η αβεβαιότητα μπορεί να έχει διαφορετικές βαθμίδες έντασης: Η πιο απλή που μπορεί να υπολογιστεί ως απόκλιση από ότι περιμένουμε να συμβεί. Ενσωματώνεται στην τιμή του χρόνου που η απλούστερη απεικόνισή του είναι τα επιτόκια και το ποσοστό επικινδυνότητας που φέρουν αναλόγως το είδος των κεφαλαίων που αναφέρονται.
Του Παναγιώτη Πετράκη
Αυτή η περίπτωση αφορά ένα μέλλον που μάλλον γνωρίζουμε πολύ καλά. Ένα επόμενο στάδιο αυξημένου επιπέδου αγνωστικισμού είναι όταν μπορούμε να περιγράψουμε αρκετά καλά τις πιθανές μελλοντικές εναλλακτικές καταστάσεις και ένα επόμενο όταν μπορούμε να αντιληφθούμε που περίπου μπορεί να κινηθεί το μέλλον χωρίς να μπορούμε να περιγράψουμε τις εναλλακτικές εκδοχές του μέλλοντος. Τέλος το τελευταίο στάδιο αβεβαιότητας είναι όταν δεν γνωρίζουμε τι μπορεί να μην γνωρίζουμε και η τυχαιότητα υπάρχει να μας υπενθυμίζει την παρουσία της. Μάλιστα μπορεί να υπάρχει ενδογενής τυχαιότητα που ενεργοποιείται από γνωστές μας δυνάμεις που επενεργούν στο σύστημα όπως το γνωρίζουμε (έκρηξη ενός πυρηνικού αντιδραστήρα) και εξωγενείς όταν μας έρχεται από το πουθενά (πτώση ενός μετεωρίτη).
Η Ελληνική επιχειρηματικότητα κινείται αναγκαστικά σε όλα τα επίπεδα που περιγράφηκαν παραπάνω. Για να ξεκινήσουμε αντίστροφά, ο «Daniel» σαν φαινόμενο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ενδογενής αβεβαιότητα (κλιματική κρίση) αλλά η έντασή του ήταν εξωγενής. Ένας μαύρος κύκνος όπως θα έλεγε ο Taleb.
Η αβεβαιότητα όμως είναι η πηγή των νέων ιδεών και της επιχειρηματικότητας δημιουργώντας και νέες ευκαιρίες δραστηριότητας. Αυτό ισχύει βέβαια όταν η επιχειρηματικότητα έχει καινοτομικά χαρακτηριστικά και δεν είναι επιχειρηματικότητα ανάγκης στην οποία στηρίζονται κατά το μεγαλύτερο ποσοστό οι Ελληνικές Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις.
Ζούμε σε μία εποχή όπου η οικονομική πολιτική μας προσφέρει μία καθαρή εικόνα των επιχειρηματικών μακροοικονομικών προοπτικών αφού γνωρίζουμε ότι ο ανοδικός κύκλος των επιτοκίων έχει ολοκληρωθεί και εισερχόμαστε στον καθοδικό κύκλο. Συγχρόνως η οικονομία έχει σταθεροποιηθεί και η ζήτηση στην οικονομία θα βελτιώνεται σταδιακά με μία χαμηλής πτήση ανάπτυξη αλλά πάντως σταθερή βελτίωση της ζήτησης.
Βεβαίως η προσπάθεια της πολιτείας στην Ελλάδα να μειώσει την σκιώδη οικονομία κλείνει τον δρόμο για την χαμηλής ποιότητας παραγωγικότητα που βρίσκει διέξοδο σε μικρές και πολύ μικρές επιχειρηματικές προσπάθειες απελευθερώνοντας δυνάμεις για μεγαλύτερες προσπάθειες.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα βέβαια της οικονομίας παραμένει το μέγεθος της οικονομίας, η στήριξή της σε πολιτικές ενίσχυσης της ζήτησης και η οριζόντια ανάπτυξη του εκπαιδευτικού μας συστήματος που αγνοεί την δημιουργία δεξιοτήτων σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης.
Υπό αυτό το πρίσμα, ορισμένες κρίσιμες παρεμβάσεις μπορεί να γίνουν: Καταρχήν ενίσχυση του εργατικού δυναμικού, εκπαίδευση, δεξιότητες δια βίου εκπαίδευσης, στήριξη του κοινωνικού ιστού στήριξης της οικογένειας για να απελευθερωθούν εργατικές δυνάμεις, και ανάπτυξη της συνάφειας του εκπαιδευτικού συστήματος με την αγορά εργασίας.
Επίσης είναι απαραίτητο να προχωρήσουν οι επενδύσεις υποδομής: δίκτυα ενέργειας, πληροφορικής και χερσαίες μεταφορές διασύνδεσης με την Ευρώπη. Αν η Ελλάδα είναι σχετικά απομονωμένη γεωγραφικά (ακριβή ενέργεια), θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της διασύνδεσης με τις προηγμένες αγορές στην βάση του.
Να συνεχιστεί η εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος για να είναι σε θέση να απορροφά μέρος της αβεβαιότητας της οικονομίας και να ενισχύει των ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας.
Συμπερασματικά η ανάπτυξη της Ελληνικής Επιχειρηματικότητας διέρχεται από την βελτίωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας έχοντας υπόψη: α) την σταδιακή αποκατάσταση των μνημονιακών εισοδηματικών ζημιών (πολιτικές ζήτησης) και β) την βελτίωση των δυνατοτήτων παραγωγής (πολιτικές προσφοράς) όπου περιλαμβάνονται και οι δημόσιες παραγωγικές επενδύσεις.
Η αβεβαιότητα μπορεί να περιοριστεί σε ορισμένα όρια στα οποία μπορούν να κινηθούν τα μελλοντικά σενάρια εξέλιξης της οικονομίας. Έτσι μπορεί να είναι και πηγή πλούτου και ευημερίας.