“Πάμε σαν άλλοτε…”. Έτσι ονομάζεται μία από τις πιο δημοφιλείς θεματικές ομάδες στην ελληνική επικράτεια του Facebook. Και ξεχειλίζει από νοσταλγία για το παρελθόν.
Η περίφημη “Ελλάδα 2.0.” του περίφημου “Σχεδίου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας” είναι μια ακραίως ταλαιπωρημένη και βαριά πληγωμένη και γερασμένη δημογραφικά Ελλάδα μετά από σχεδόν μία 15ετία παρατεταμένης οικονομικής κρίσης που έχει διαλύσει τόσο την κοινωνική συνοχή όσο και το δικαίωμα στο όνειρο για ένα καλύτερο αύριο. Το βλέπουμε στα σκυθρωπά πρόσωπα των ανθρώπων γύρω μας. Το διαβάζουμε στις έρευνες που μας λένε ότι ένας στους τέσσερις κινδυνεύει αντιμετωπίζει το φάσμα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Το αισθανόμαστε πίσω από τα ξεσπάσματα βίας μεταξύ ανηλίκων αλλά και τους καθημερινά τροχαία δυστυχήματα ανθρώπων που πατάνε το γκάζι σαν να μην υπάρχει αύριο.
Οι νέοι φεύγουν από τη χώρα, οι λίγο μεγαλύτεροι επιλέγουν την πρόωρη αποστράτευση και την αποχή. Οι ηλικιωμένοι άνω των 60 ετών νοσταλγούν, πολλές φορές ακόμη και πράγματα ή καταστάσεις που δεν έχουν ζήσει οι ίδιοι αλλά οι γονείς και οι παππούδες τους.
Νοσταλγούν το “μουσλούκι”, το βρυσάκι που νιβόντουσαν, την ασπρόμαυρη τηλεόραση, τον Ορέστη Μακρή και την Ειρήνη Παππά στα νιάτα της, τη ραπτομηχανή της θείας τους και τα κεντήματα της μαμάς τους, την γαϊδουροκαβαλαρία και το “κουτσό” στην αυλή του σπιτιού, το ψωμί με λάδι και αλάτι με το οποίο μεγάλωσαν, το αλώνι με τα άλογα, τη σκάφη μέσα στην οποία έκαναν μπάνιο, τις λάμπες “λάβα” των 60’s, τις διαφημίσεις της ΜΙΣΚΟ, τα χύμα μπισκότα “Παπαδοπούλου”, την Αθήνα του 1934, την Μαρία Αλιφέρη στα “Τετράγωνα των Αστέρων”, τις κλειδαριές στα κεπέγκια, το ζαχαρούχο γάλα και τα μελανοδοχεία με την πένα της καλλιγραφίας, το τηλέφωνο με καντράν…
Θυμούνται (;) την «ατελείωτη χαρά για κάτι τόσο απλό, όχι για ένα καινούριο τάμπλετ,ούτε για κινητό, αλλά για ένα ζευγάρι καινούρια παπούτσια»:
Κι όλα αυτά τα ανεβάζουν μέσα… από το smart phone τους στην πλατφόρμα του Μαρκ Ζούκεμπεργκ κάνοντας λόγω για την απομόνωση του σημερινού ανθρώπου πίσω από τις οθόνες, κι αν αυτό μοιάζει αντιφατικό, στην πραγματικότητα δεν είναι. Ο ψηφιακός κόσμος μπορεί να ανοίγει την πόρτα στο μέλλον όμως την ίδια στιγμή ανοίγει διάπλατα το παράθυρο και στο παρελθόν.
Το Facebook μοιάζει όλο και περισσότερο με τη θημωνιά που συμβολίζει τον θάνατο στις “Ω, οι ωραίες μέρες” του Σάμιουελ Μπέκετ. Εκεί που η Γουίνι και ο άντρας της, ο Γουίλι αναπολούν για να μπορούν έτσι να κρατηθούν από τον Χρόνο αφού δεν υπάρχει πια Χώρος γι αυτούς…
«Ο Χρόνος ανήκει στον Θεό και σε µένα!», λέει η Γουίνι. Κι είναι ίσως το μόνο που της έχει απομείνει.
Είναι κακό να νοσταλγείς; Οχι βέβαια. Αρκεί να μην εξιδανικεύεις τα παρελθόν ως έναν για πάντα χαμένο παράδεισο όπου τα πάντα ήταν “όμορφα”, “απλά” και “ανθρώπινα” σε αντίθεση με το “εφιαλτικό”, “πολύπλοκο” και “απάνθρωπο” παρόν που όσο προβληματικό κι αν είναι εκείνο που αναζητάει είναι προτάσεις, λύσεις, όραμα και όχι απόδραση προς τα πίσω.
Δυστυχώς η νοσταλγία δεν διατρέχει και δεν περιορίζεται μόνο στο Facebook. Υποβάλλει και επιβάλλει ακόμη και πολιτικές επιλογές είτε ενεργές, με την ψήφο προς συγκεκριμένα κόμματα και πρόσωπα είτε παθητικές, με την απομάκρυνση και την αποχή.
Δυστυχέστερα, αυτή τη νοσταλγική, ρομαντική διάθεση και την εξιδανίκευση εργαλειοποιούν δυνάμεις που έρχονται από το μακρινό, σκοτεινό παρελθόν για να μας προτείνουν και πάλι τις “ωραίες” εποχές που “κοιμόμασταν με τα παράθυρα ανοιχτά”.