Μετά από 12 μήνες μαχών στη Γάζα, παρά το γεγονός ότι το Ισραήλ έχει προκαλέσει το θάνατο σε περισσότερους από 42.000 Παλαιστίνιους, πολλοί από τους στόχους για τους οποίους το Τελ Αβίβ ξεκίνησε τη σύγκρουση παραμένουν ανεκπλήρωτοι, σχολιάζουν αναλυτές στο δίκτυο Al Jazeera.
Η εσωτερική ασφάλεια του εβραϊκού κράτους μοιάζει σήμερα ακόμη πιο επισφαλής από την μέρα που ξεκίνησαν οι μάχες στις 7 Οκτωβρίου, όταν η Χαμάς εξαπέλυσε την αιφνιδιαστική επίθεση στο νότιο Ισραήλ, σκοτώνοντας περίπου 1.200 ανθρώπους και αιχμαλωτίζοντας άλλους 250.
Το Ισραήλ ανακοίνωσε χθες το θάνατο του ηγέτη της Χαμάς, Γιαχία Σινουάρ, ο οποίος κατηγορείτο ότι ήταν ο εγκέφαλος πίσω από την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου και πολλές φορές περιγραφόταν από τις ισραηλινές αρχές ως η ρίζα όλου του κακού. Αντί όμως να μιλάει αυτή τη στιγμή για κατάπαυση του πυρός και διαπραγμάτευση της επιστροφής των ομήρων, το Ισραήλ δείχνει αποφασισμένο να συνεχίσει τις πολεμικές επιχειρήσεις.
Για πολλούς Ισραηλινούς, ο πόλεμος είχε γίνει κομμάτι της ύπαρξης του κράτους τους, επισημαίνει ο αναλυτής με έδρα το Τελ Αβίβ, Όρι Γκόλντμπεργκ. «Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι ο πόλεμος είναι απαραίτητος. Το πιστεύουν με πάθος, ακόμα κι αν δεν ξέρουν πια γιατί ή για ποιο σκοπό. Απλώς ξέρουν ότι, όποιο κι αν είναι το πρόβλημα, ο πόλεμος είναι η λύση» σχολιάζει ο Γκόλντμπεργκ.
Στο μεταξύ, 12 μήνες αιματηρών επιθέσεων στη Γάζα και, πιο πρόσφατα, στον Λίβανο έχουν προκαλέσει βαθιές κοινωνικές αλλαγές στο Ισραήλ, επιδεινώνοντας μακροχρόνιους διχασμούς σε μια κοινωνία που πολλοί αναλυτές, ακόμη και Ισραηλινοί, προειδοποιούν ότι μπορεί να βρίσκεται ενώπιον της ακραίας πόλωσης.
Στον απόηχο της 7ης Οκτωβρίου 2023, ακροδεξιά στοιχεία της ισραηλινής πολιτικής, που ήδη είχαν διαδραματίσει εξέχοντα ρόλο στην εκστρατεία για την προώθηση μιας δικαστικής αναθεώρησης για τον περιορισμό της νομικής εποπτείας της κυβερνητικής πολιτικής και των διαδικασιών κοινοβουλευτικής νομοθεσίας, αποτέλεσαν μέρος του υπουργικού συμβουλίου από τον πρωθυπουργό Μπεντζαμίν Νετανιάχου. Σχετικά νεοεισερχόμενοι πολιτικοί, όπως ο ακροδεξιός υπουργός Εθνικής Ασφάλειας Ιταμάρ Μπεν-Γκβιρ και ο υπουργός Οικονομικών Μπεζαλέλ Σμότριτς απέκτησαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της εθνικής πολιτικής και υπό το πρόσχημα της ανάγκης επιστροφής των ομήρων, προωθούν μια ατζέντα επεκτατισμού στα παλαιστινιακά εδάφη.
Οι συνέπειες αυτής της ακροδεξιάς στροφής γίνονται όλο και πιο ξεκάθαρες σε πολλούς από την παραδοσιακή κοσμική ελίτ του Ισραήλ, οι οποίοι, φοβούμενοι από την άνοδο των ακραίων στοιχείων, εγκαταλείπουν σιωπηλά τη χώρα, αναφέρει πρόσφατη έκθεση δύο κορυφαίων Ισραηλινών ακαδημαϊκών.
Χωρίς να κάνουν αναφορά στα συγκεκριμένα στοιχεία, ο οικονομολόγος και καθηγητής Γιουτζίν Καντέλ και ο καθηγητής Δημόσιας Διοίκησης Ρον Τζουρ αναφέρουν ότι η κλίμακα της φυγής αυτού του δυναμικού κομματιού της κοινωνίας θα είναι τέτοια που η προκύπτουσα απώλεια στα κρατικά έσοδα και το διαρκώς διευρυνόμενο χάσμα στην ισραηλινή κοινωνία θα θέσει εν αμφιβόλω την ίδια την ύπαρξη ενός κυρίαρχου εβραϊκού κράτους τις επόμενες δεκαετίες, ειδικότερα αν ληφθεί υπόψη ότι ο στρατιωτικός βραχίονας της σιιτικής οργάνωσης είναι σχεδόν αδύνατον να εξαλειφθεί βραχυπρόθεσμα.
Για πολλούς ειδικούς, η ισραηλινή επίθεση έχει περιορίσει μεγάλο μέρος της επιχειρησιακής ικανότητας της Χαμάς, όμως οι μαχητές της οργάνωσης παραμένουν μια ενεργή στρατιωτική παρουσία στο έδαφος.
«Η ικανότητα της Χαμάς να διοργανώσει άλλη μια 7η Οκτωβρίου έχει αφαιρεθεί, ωστόσο διαθέτει ακόμη πολλούς μαχητές» λέει χαρακτηριστικά ο αμυντικός αναλυτής Χαμζί Ατάρ.
Στον ίδιο τόνο, ανώτεροι αξιωματούχοι της Χαμάς απέρριψαν τους ισραηλινούς ισχυρισμούς ότι η οργάνωση έχει καταστραφεί ως στρατιωτική δύναμη και αντ’ αυτού μίλησαν για «νέες γενιές» που στρατολογούνται στον απόηχο των ισραηλινών επιθέσεων σε στρατόπεδα, νοσοκομεία και κατοικημένες περιοχές της Γάζας.
Πηγή: Al Jazeera