Κανείς δεν θα αποκαλούσε τον Αντόνιο Κόστα «γεράκι των δημοσιονομικών», όταν ορκίστηκε πρωθυπουργός της Πορτογαλίας, τον Νοέμβριο του 2015. Παρόλα αυτά, μείωσε το έλλειμμα, ενώ αύξησε μισθούς και συντάξεις.
Μετά τη δεύτερη θέση που έλαβε το Σοσιαλιστικό Κόμμα του στις εκλογές, έκανε κυβερνητικό συνασπισμό με την άκρα αριστερά, με την υπόσχεση να γυρίσει τη σελίδα της λιτότητας. Υποσχέθηκε να αναστρέψει τα μέτρα λιτότητας που είχαν επιβληθεί στην Πορτογαλία με το πρόγραμμα και να πετύχει τους αυστηρούς δημοσιονομικούς στόχους.
Και τελικά, γράφει ο Economist, τήρησε την υπόσχεσή του. Το 2016, σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν στις 24 Μαρτίου, η κυβέρνηση του Ακόστα μείωσε το δημοσιονομικό έλλειμμα σε πάνω από το μισό, μόλις κάτω από το 2,1% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο από τη μετάβαση της Πορτογαλίας στη δημοκρατία, το 1974. Ακόμη, αποκατέστησε τις συντάξεις, τους μισθούς και τις ώρες εργασίας στα προ μνημονίου επίπεδα και έφερε το έλλειμμα πολύ κάτω από τον στόχο του 2,5% του είχε θέσει η ΕΕ. Είναι η πρώτη φορά, σημειώνει το δημοσίευμα, που η Πορτογαλία συμμορφώθηκε με τους δημοσιονομικούς κανόνες της ευρωζώνης.
Η κυβέρνηση έχει συνηθίσει να ξεπερνά τις διεθνείς προβλέψεις, παρατηρεί ο Economist. Το υπουργείο Οικονομικών σημείωσε λακωνικά αυτή την εβδομάδα ότι η Κομισιόν «σταδιακά συναντά την πραγματικότητα», καθώς προσάρμοσε σταθερά προς τα κάτω τις προβλέψεις της για το έλλειμμα το 2016. Η οικονομία αναπτύσσεται για 13 τρίμηνα και έφτασε σε ετήσια βάση στο 2% στο τέταρτο τρίμηνο της περασμένης χρονιάς. Το σύμφωνο της αριστεράς, που οι αντίπαλοι περίμεναν να καταρρεύσει μέσα σε ένα χρόνο, άντεξε και οι δημοσκοπήσεις φέρνουν τους Σοσιαλιστές 10 ποσοστιαίες μονάδες μπροστά από τους Σοσιαλδημοκράτες, μία θέση την οποία μόνο να ονειρεύονται μπορούν άλλοι ηγέτες της Ευρώπης, σημειώνει ο Economist.
«Ο Κόστα σίγουρα αψήφισε τις προσδοκίες», σχολίασε ο Αντόνιο Μπαρόσο της Teneo Intelligence. Ο Μάριο Σεντένο, ο υπουργός Οικονομικών της Πορτογαλίας (φωτό επάνω) , θέλει η ΕΕ να απελευθερώσει την Πορτογαλία από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, έναν πειθαρχικό μηχανισμό που χρησιμοποιείται για την επιβολή των δημοσιονομικών μέτρων της ευρωζώνης. «Στη συνέχεια η Πορτογαλία θα περιληφθεί στην ομάδα των επιτυχών ιστοριών μεταστροφής, στην περιφέρεια της ευρωζώνης, μαζί με την Ιρλανδία και την Ισπανία», δήλωσε στον Economist ο Φεντερίκο Σάντι του Eurasia Group.
Το τελικό έπαθλο, συνεχίζει το δημοσίευμα, θα είναι μία πιστοληπτική ικανότητα επενδυτικού επιπέδου. Κάθε οίκος αξιολόγησης, με εξαίρεση τον καναδικό DBRS, είχε κατατάξει το δημόσιο χρέος της Πορτογαλίας στο επίπεδο των «σκουπιδιών», από την αρχή του προγράμματος της χώρας, το οποίο εφαρμόστηκε από το 2011 έως το 2014. Ο Σεντένο πιστεύει ότι η αποτυχία τους να αναγνωρίσουν την ισχύ της ανάκαμψης ισοδυναμεί με άδικη αντιμετώπιση και βαραίνει την κυβέρνηση με υψηλό κόστος δανεισμού. Τα επιτόκια, διαμαρτύρεται, απορροφούν μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού της Πορτογαλίας από ό,τι οποιασδήποτε άλλης χώρας της ΕΕ.
Η αναβάθμιση των αξιολογήσεων όμως μπορεί να μην είναι άμεση, σημειώνει ο Economist. Η Κομισιόν προειδοποίσε την προηγούμενη εβδομάδα ότι οι τράπεζες της Πορτογαλίας παραμένουν εύθραυστες. Η κυβέρνηση προγραμματίζει να εισφέρει 2,5 δισ. ευρώ για να ανακεφαλοποιήσει την κρατική Caixa Geral de Depósitos, τη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας.
Η πώληση της Novo Banco, που διασώθηκε μετά την κατάρρευση της Banco Espírito Santo το 2014, αναμένεται να ολοκληρωθεί σύντομα, αλλά μπορεί επίσης να συνεπάγεται πρόσθετες κρατικές υποχρεώσεις. Ο Κόστα κατηγορεί την ΕΕ και το ΔΝΤ ότι απέτυχαν να παράσχουν επαρκή βοήθεια στον χρηματοπιστωτικό τομέα κατά τη διάρκεια του προγράμματος, αφήνοντας την κυβέρνησή του- που έχει δαπανήσει 4,4 δισ. ευρώ στη διάσωση τραπεζών- να «καθαρίσει» το χάος. Ομως, συνεχίζει το δημοσίευμα, οι οικονομολόγοι εξακολουθούν να ανησυχούν για το δημόσιο χρέος, το οποίο έφτασε οριακά στο 131% του ΑΕΠ πέρυσι, παρά τη μείωση του ελλείμματος.
«Το υψηλό επίπεδο του χρέους της χώρας παραμένει ο ”ελέφαντας” στο δωμάτιο», σχολίασε ο Μπαρόσο. Αν η ευρωζώνη βρεθεί αντιμέτωπη με ένα σοκ, σε περίπτωση που για παράδειγμα κερδίσει η Μαρίν Λεπέν τις προεδρικές εκλογές στη Γαλλία, η Πορτογαλία είναι η πιο πιθανή χώρα που θα αντιμετωπίσει κρίση χρέους, προσθέτει ο ίδιος.
Μέχρι να δείξει ο Κόστα ότι μπορεί να επαναλάβει την περσινή επιτυχία του προϋπολογισμού, πολλοί παραμένουν επιφυλακτικοί, καταλήγει το δημοσίευμα. «Η στήριξη της εγχώριας ζήτησης μέσω μίας ελαφρώς πιο χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής μπορεί να απέδωσε. Αλλά αυτό δεν είναι υποκατάστατο για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ακόμη χρειάζεται η Πορτογαλία», σχολίασε ο Φεντερίκο Σάντι.
Εν κατακλείδι, η Πορτογαλία της συμμαχίας Σοσιαλιστών- Αριστεράς επιδεκνύουν σημαντικές επιδόσεις στην αντιμετώπιση του ελλείμματος και στην οικονομική ανόρθωση της χώρας, όμως τα “κόκκινα” δάνεια και η αδυναμία του κόσμου να ανταπεξέλθει στις οφειλές από τη μία και το χρέος (που έφτασε το 140% του ΑΕΠ) από την άλλη είναι οι ανασταλτικοί παράγοντες, σε τέτοιο βαθμό που το μικρό οικονομικό “θαύμα” να στηρίζεται ακόμα σε γυάλινα πόδια.
Θετικό επενδυτικό περιβάλλον λόγω χαμηλών μισθών
Όπως σημειώνει σε ρεπορτάζ της για την κατάσταση στην Πορτογαλία η Deutsche Welle:
Πρόσφατα ο πρωθυπουργός Αντόνιο Κόστα ανακοίνωσε ότι η κρατική υπηρεσία AICEP σύναψε πέρσι επενδυτικές συμφωνίες συνολικής αξίας ενός δις ευρώ ενώ στην παρούσα φάση διαπραγματεύεται άλλα 53 έργα ισόποσης περίπου αξίας.
Το μήνυμα που θέλησε να εκπέμψει είναι ότι τα πράγματα πάνε καλά για τη χώρα.
Εντούτοις κάτι έχει αλλάξει. «Οι εποχές των μεγάλων βιομηχανικών μονάδων έχουν περάσει», διαπιστώνει η οικονομολόγος Λέμαν. Μπορεί ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις όπως οι Volkswagen, Renault, Bosch και Siemens να διευρύνουν και να εκσυγχρονίζουν τις παραγωγικές τους μονάδες και οι προμηθευτές να συνεχίζουν να επενδύουν στην Πορτογαλία, «ωστόσο δεν νομίζω το ερχόμενο διάστημα να έρθουν νέα μεγάλα εργοστάσια στη χώρα». Την ίδια ώρα όμως έρχονται όλο και περισσότεροι παροχείς υπηρεσιών, κυρίως επειδή βρίσκουν το εξειδικευμένο προσωπικό που χρειάζονται. Αυτό αφορά περισσότερο τον χρηματοπιστωτικό τομέα και σα πεδία των νέων τεχνολογιών και της πληροφορικής.
«Μπορεί αυτό να μην μεταφράζεται σε μεγάλα οικονομικά μεγέθη, ωστόσο φέρνει εξειδικευμένες θέσεις εργασίας και αυτό είναι καλό για την οικονομική ανάπτυξη», λέει η καθηγήτρια.
Η αναζήτηση εξειδικευμένων εργαζόμενων είναι πλέον σχετικά απλή υπόθεση στην Πορτογαλία. Οι μακροχρόνιες επενδύσεις στην εκπαίδευση -συγχρηματοδοτούμενες εν μέρει από τα ευρωπαϊκά ταμεία- αρχίζουν πλέον να αποδίδουν καρπούς. Στον κλάδο των μηχανικών, για παράδειγμα, οι Πορτογάλοι είναι άκρως ανταγωνιστικοί αφού θεωρούνται άρτια καταρτισμένοι με μισθούς όμως κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Ακόμη και οι πτυχιούχοι Πληροφορικής που έχουν μεγάλη ζήτηση σε όλο τον κόσμο, έχουν χαμηλές απολαβές στην Πορτογαλία και αυτό καθιστά τη χώρα επίσης ελκυστική για δυνητικούς επενδυτές.
Καταργούνται μεταρρυθμίσεις της Τρόικας
Υπάρχει βέβαια και η άλλη όψη του νομίσματος: το 80% των νέων επενδύσεων γίνεται από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται ήδη στη χώρα. Έτσι η γερμανική Continental δημιουργεί άλλη μια μονάδα παραγωγής για λάστιχα τρακτέρ, η Grundig διευρύνει το εργοστάσιό της στην Μπράγκα ενώ η Bosch δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας. Η προσέλκυση νέων επενδυτών ωστόσο είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Οι δε επιχειρήσεις που επενδύουν ήδη στη χώρα επικρίνουν την ελλιπή πολιτική σταθερότητα αλλά και την κατάργηση εργασιακών μεταρρυθμίσεων από την εποχή της Τρόικας, όπως την επαναφορά αργιών που είχαν καταργηθεί. Ακόμη και το γεγονός ότι η κυβέρνηση μειοψηφίας στηρίζεται από το ευρωσκεπτικιστικό Αριστερό Μπλοκ και τους Κομμουνιστές προκαλεί ανησυχία.
«Η πολιτική σταθερότητα και οι φόροι δεν παίζουν μεγάλο ρόλο για δυνητικούς επενδυτές», αντιτείνει η καθηγήτρια Οικονομίας Άνα Τερέζα Λέμαν. Μπορεί να είναι σημαντικοί παράγοντες για διεθνή funds που δραστηριοποιούνται στην αγορά ακινήτων, εντούτοις για τους σύγχρονους διεθνείς παροχείς υπηρεσιών μετρούν περισσότερο τα ζητήματα της ασφάλειας και της ποιότητας ζωής. Και στα πεδία αυτά η Πορτογαλία έχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα έναντι των βασικών ανταγωνιστών της από τη βόρεια Αφρική και την ανατολική Ευρώπη, όπως λέει. «Είμαι σίγουρη ότι μελλοντικά πολλές επιχειρήσεις θα επενδύσουν εδώ», προβλέπει η οικονομολόγος. «Η σχέση τιμής-ποιότητας στην Πορτογαλία είναι εξαιρετική», υποστηρίζει η Άνα Τερέζα Λέμαν, εκτιμώντας ότι σύντομα η κρίση στη χώρα μπορεί να αποτελέσει παρελθόν.