Σε αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας σε «Β-» από «CCC» προέβη η Fitch Ratings, με θετικό προοπτική (outlook), γεγονός που αποτελεί σημαντικό σήμα για την ελληνική οικονομία.
«Η επιτυχής ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος μειώνει τους κινδύνους που ενδεχομένως να υπονόμευαν την οικονομική ανάκαμψη επιδρόντας στην εμπιστοσύνη ή θα αύξαναν τις καθυστερούμενες πληρωμές προς τον ιδιωτικό τομέα.Στην ανακοίνωσή του στις 15 Ιουνίου, το Eurogroup επιβεβαίωσε τη δέσμευσή του να υλοποιήσει μια σειρά μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, με στόχο να διατηρηθούν οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες κάτω του 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και κάτω από το 20% του ΑΕΠ στη συνέχεια. Αυτό θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των αγορών και θα βοηθήσει την πρόσβαση της Αθήνας στις αγορές κεφαλαίων μετά το τέλος του προγράμματος», αναφέρει μεταξύ άλλων, η ανακοίνωση του Οίκου Αξιολόγησης.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του οίκου, η αναβάθμιση βασίζεται στους εξής λόγους:
O Fitch θεωρεί πως η βιωσιμότητα του χρέους θα βελτιωθεί με σταθερό ρυθμό, στηριζόμενη από την συνεχιζόμενη ευθυγράμμιση με τους όρους του προγράμματος και το μειωμένο πολιτικό ρίσκο, την διατηρήσιμη ανάπτυξη και πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα που αναμένεται να τεθούν σε ισχύ ως το 2020.
Παράλληλα, o oίκος επισημαίνει πως με την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης μειώνεται το ρίσκο υπονόμευσης της οικονομικής ανάπτυξης από ένα πλήγμα στην εμπιστοσύνη ή από την αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα.
Κατά την άποψη του Fitch, το πολιτικό πλαίσιο έχει γίνει πιο σταθερό και το ρίσκο ανατροπής των πολιτικών του προγράμματος από κάποια μελλοντική κυβέρνηση είναι περιορισμένο.
Η αναβάθμιση αντανακλά την προσδοκία του οίκου πως η τρίτη αξιολόγηση του προγράμματος θα ολοκληρωθεί χωρίς να δημιουργηθεί αστάθεια και ότι το Eurogroup θα δώσει στην Ελλάδα σημαντική ελάφρυνση χρέους το 2018.
Στην ανακοίνωσή του στις 15 Ιουνίου, η ευρωομάδα επιβεβαίωσε τη δέσμευσή της να υλοποιήσει μια σειρά μέτρων ελάφρυνσης του χρέους, με στόχο να διατηρηθούν οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες κάτω του 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και κάτω από το 20% του ΑΕΠ στη συνέχεια. Αυτό θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των αγορών, κάτι που θα βοηθήσει την πρόσβαση της Αθήνας στις αγορές κεφαλαίων μετά το τέλος του προγράμματος.