Τον Διονύση Χαριτόπουλο πίστευα ότι θα τον συναντήσω στον Πειραιά. Θυμόμουν από τα πάντα πολύ λιτά, σχεδόν κοφτά, βιογραφικά του σημειώματα ότι είχε φύγει, είχε ταξιδέψει, είχε ζήσει έξω, είχε γυρίσει ξανά, αλλά στο μυαλό μου ήταν πάντα ταυτισμένος με το λιμάνι, με την κοσμοπολίτικη φασαρία της αποβάθρας, τις μοναχικές βόλτες στην Πειραϊκή, τη χαμένη μαγκιά στα Μανιάτικα, τα προσφυγικά απομεινάρια στην Κοκκινιά, τους αναστεναγμούς στη Δραπετσώνα, τη φτώχεια στο Πέραμα και τα κυριακάτικα απογεύματα στο Καραϊσκάκη. Τελικά, τον συνάντησα στο πιο ήσυχο και απόκρυφο στενό της Αθήνας. Κουβαλούσε μαζί του μιαν ατόφια λιμανίσια πνοή, ένα κασκόλ του Ολυμπιακού και πολλά βραχνιασμένα πακέτα Marlboro σκληρό.
Μαρία Λούκα, Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Κατσής για το Vice
Αφορμή γι’ αυτήν τη συζήτηση ήταν το καινούργιο του βιβλίο Σχέσεις πόθου, πάθους, πόνου (εκδ. Τόπος), ως κειμενικός αντικατοπτρισμός μιας ταραγμένης ζωής με έρωτες και πάθος, χωρισμούς και απώλειες που τον κάνει ήρωα και συγγραφέα μαζί. Το βιβλίο μπορεί να λειτουργήσει ως ιδιότυπο καλειδοσκόπιο του ερωτικού σύμπαντος, απογυμνωμένο από καθωσπρεπισμούς και συμβάσεις, που ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στην προκλητική συντριβή του political correct και τη σκοτεινή ποιητικότητα. Μοιάζει με βιωματική καθίζηση του συγγραφέα στο καθηλωτικό συμβάν του έρωτα, ιδωμένη από μια αυστηρά ανδρική ματιά που δεν παραβλέπει την έμφυλη ασυμμετρία και τα απωθημένα των κοινωνικών καταναγκασμών, ενσωματώνοντας, ωστόσο, συχνά-πυκνά τα στερεότυπα για την «αρρενωπότητα» και τη «θηλυκότητα» και την πατριαρχική σκιά τους.
Μια αντίθεση μάλλον εφάμιλλη της προσωπικότητάς του. Οι αντιθέσεις ταιριάζουν στον Χαριτόπουλο. Τις παράγει και τις έλκει ταυτόχρονα. Είναι sui generis. Δε μπορείς να τον κατηγοριοποιήσεις συγγραφικά, πολιτικά, κοινωνικά. Ξεγλιστράει εύκολα από τις ταμπέλες. Σε μπερδεύει. Μπορείς να συμφωνήσεις και να διαφωνήσεις, να σηκώνεις με ένταση το φρύδι και να χαμογελάς με ανακούφιση στην κάθε πρόταση που αρθρώνει. Την αρθρώνει όμως πάντα με ευθύτητα και ευγένεια, απροσχημάτιστα, αλλά νηφάλια, με λαϊκότητα και πνευματικότητα. Αυτό, τον κάνει έναν διαχρονικά ενδιαφέροντα και πληθωρικό συνομιλητή, που άλλοτε ζωντανεύει την παρατημένη στις σκονισμένες ιστορικές αγκυλώσεις φυσιογνωμία του Άρη Βελουχιώτη, άλλοτε αναμοχλεύει με πεισματική τρυφερότητα τα συλλογικά τραύματα του παρελθόντος και άλλοτε φτιάχνει με πρώτη ύλη τις προσωπικές του μνήμες μια πυξίδα γνωριμίας και νοσταλγίας για τον Πειραιά και τον Ολυμπιακό. Δεν πλάθει ιστορίες. Ο λόγος του είναι σπαρακτικός, αυθεντικός, non fiction, ακόμη και αν είναι μυθιστορηματικός. Μιλάει και γράφει για τις εμμονές του, αφήνοντας ένα αιχμηρό αποτύπωμα στο πέρασμά του. Μ’ αυτόν τον τρόπο μίλησε στο VICE σε μια χορταστική, αφοριστική, εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη για την πολιτική, τον έρωτα, τον Βελουχιώτη, τον Ολυμπιακό.
VICE: Το καινούργιο σας βιβλίο Σχέσεις πόθου, πάθους, πόνου είναι μια βιωματική ματιά στον έρωτα; Διονύσης Χαριτόπουλος: Θα έλεγα ότι είναι κείμενο παρατήρησης, για όσα συνέβαιναν γύρω μου, αλλά και για όσα έμαθα και έπαθα.
Πρέπει να είναι μεγάλο νούμερο κάποιος, για να μιλάει δημοσίως για την ερωτική του ζωή. Ιδίως οι άνδρες
Στον δημόσιο λόγο δε μιλάμε συχνά για τις πιο εσωτερικές πτυχές της υποκειμενικότητας, όπως είναι ο έρωτας. Είναι ζήτημα σεμνοτυφίας ή προστασίας της αυτοεικόνας μας; Μάλλον είναι ζήτημα αξιοπρέπειας. Πρέπει να είναι μεγάλο νούμερο κάποιος, για να μιλάει δημοσίως για την ερωτική του ζωή. Ιδίως οι άνδρες, ακόμη και στην ιδιωτική τους ζωή πρέπει να είναι τάφος για τα κορίτσια που τους άνοιξαν την αγκαλιά τους. Επειδή κουβαλάω τον Πειραιά μέσα μου, θεωρώ ότι, όταν και μεταξύ φίλων διηγείσαι μια ερωτική ιστορία, σου απαγορεύεται να δίνεις ονόματα.
Υπάρχει όμως κοινωνικός συντηρητισμός; Προέρχεται από την ενοχή και η ενοχή στον έρωτα δεν είναι δική μας. Είναι εξωτερική, μας την υπαγορεύουν οι κοινωνικοί κανόνες και η θρησκεία.
Ο Alain Badiou υποστηρίζει ότι ο έρωτας είναι μια κατασκευή αλήθειας, συμφωνείτε; Με την έννοια ότι έχει μια αποκαλυπτική διάσταση. Μέσα από την επαφή με τον άλλον, τη χαρά και τον πόνο που μας προκαλεί, μαθαίνουμε καλύτερα τον εαυτό μας. Έχουμε μύχια συναισθήματα και δυνάμεις που αγνοούμε, αν δεν υπάρξει το ερέθισμα να αποκαλυφθούν. Με αυτή την έννοια, ναι, ο έρωτας είναι αποκαλυπτικός.
Είναι βαρύ το πλήγμα του χωρισμού και ειδικά για τους άνδρες, είναι ο δεύτερος λόγος αυτοκτονίας μετά την απώλεια παιδιού. Αυτό προκύπτει από διεθνείς καταγραφές
Στο βιβλίο σας κάνετε μια ειδική μνεία στο φεμινιστικό κίνημα. Ήταν μια τομή για την άρση της ανισότητας στις σχέσεις; Αποκατέστησε πολλές αδικίες και ανισότητες η γυναικεία χειραφέτηση και χάρη στην ανατροπή που επέφερε, παραβλέπονται οι όποιες ακρότητες, επειδή, όταν ξυπνάνε οι σκλάβοι, μην περιμένεις αβρότητες. Επιπλέον, η σχετική ισορροπία που επιτεύχθηκε ήταν ευεργετική και για τους άνδρες.
Υπάρχουν όμως νέες μορφές καταπίεσης των γυναικών, όπως η μετατροπή του γυναικείου σώματος σε αντικείμενο και ο ψυχαναγκασμός της γυναίκειας ομορφιάς. Είναι δύσκολο να τ’ αφήσουμε μεμιάς όλα πίσω. Δε γίνονται με διατάγματα αυτά. Οι συλλογικές νοοτροπίες παίρνουν χρόνο, για να ωριμάσουν. Άλλωστε, όλοι δέχονται πίεση, κανείς δεν γλιτώνει, άνδρας ή γυναίκα και δεν θεωρώ σε καμιά περίπτωση ψυχαναγκασμό να προσπαθούν οι γυναίκες να γίνουν πιο όμορφες. Είναι πανάρχαιο και μέσα στη φύση τους, για να προκαλέσουν τις συνθήκες γονιμοποίησης. Άλλωστε, μια αντίστοιχη πίεση υπάρχει και στον άνδρα να τα καταφέρει, για παράδειγμα, επαγγελματικά στη ζωή, να ανήκει στους επιτυχημένους – και αυτό φυσικό. Όπως γράφω και στο βιβλίο, η προϊστορική όμορφη γυναίκα που είχε δυνατότητα επιλογής, θα διάλεγε τον επιτυχημένο κυνηγό και όχι τον αδέξιο.
Τον αγάπησα τον Βελουχιώτη. Ποιος φανταζόταν πως ήταν διανοούμενος ή ότι πήγαινε στην όπερα;
Αναφέρεστε συχνά στους έμφυλους ρόλους, με αναλυτικό εργαλείο τη «φύση». Δε διαμορφώνονται πολιτισμικά οι ταυτότητες μας; Ασφαλώς υπάρχουν πολιτισμικές επιρροές, αλλιώς θα ήμασταν ακόμη στα δέντρα. Αλλά πίσω απ’ ό,τι και αν κάνουμε υπάρχουν οι υπαγορεύσεις της φύσης μας. Ένα λιοντάρι θα είναι πάντα λιοντάρι, ο λαγός θα είναι πάντα λαγός και εμείς στη βάση μας προορισμένοι για αναπαραγωγή του είδους μας, είτε με καρδούλες και ροζ συννεφάκια είτε με την ωμή λίμπιντο.
Γράφετε για τον έρωτα σαν να είναι μια αποκλειστικά ετερόφυλη υπόθεση. Υπάρχουν και άλλες εκδοχές της σεξουαλικότητας, όπως η ομοφυλοφιλία. Φυσικά, αλλά η ομοφυλοφιλία είναι μια ερωτική εκδοχή που αγνοώ και επομένως δεν δικαιούμαι να μιλήσω. Δεν μου πέφτει καν λόγος.
Ποια Αριστερά; Αυτή που κυβερνάει τώρα; Δε μπορεί να είναι Αριστερά αυτό το πράγμα. Αυτό που έγινε με το δημοψήφισμα ήταν τραγικά παλαιοκομματικό. Ο κόσμος ψήφισε «ΟΧΙ» και τους βγήκε «ΝΑΙ». Μας πήγε πολλές δεκαετίες πίσω
Τι είναι ο έρωτας στην κρίση, ένα ακόμα θύμα ή αντίδοτο; Και οι σχέσεις επηρεάζονται από την κρίση. Πώς αλλιώς; Η εσωτερικότητά μας κάθε φορά είναι εσωτερικευμένη εξωτερικότητα. Ό,τι συμβαίνει γύρω μας περνάει μέσα μας και λειτουργούμε ανάλογα. Αυτό δεν σημαίνει ότι παραιτούμαστε από κάτι τόσο ζωικά και συναισθηματικά πρωταρχικό, όπως ο έρωτας. Τουλάχιστον εγώ, δεν βλέπω γύρω μου κάποια τέτοια παραίτηση, άσε που παλιά έλεγαν, «του φτωχού η χαρά είναι το γαμήσι».
«Ο χωρισμός είναι ακρωτηριασμός» γράφετε. Άλλοι έχουν περιγράψει τον χωρισμό ως μικρό θάνατο. Είναι μια άλλη διατύπωση για την οδύνη που προκαλεί. Είναι βαρύ το πλήγμα του χωρισμού και ειδικά για τους άνδρες, είναι ο δεύτερος λόγος αυτοκτονίας μετά την απώλεια παιδιού. Αυτό προκύπτει από διεθνείς καταγραφές. Οι γυναίκες είναι πιο δυνατές. Στις τέσσερις ερωτικές αυτοκτονίες ανδρών, αντιστοιχεί μία γυναικεία. Κάθε φορά που χωρίζουμε, χάνουμε κάτι από τον εαυτό μας. Αυτές οι στιγμές που ζήσαμε με τον άλλον δεν θα έρθουν ποτέ ξανά. Θα έρθει ίσως ένας νέος έρωτας, παρά τις προηγούμενες διαψεύσεις, επειδή είμαστε έτσι φτιαγμένοι, να ερωτευόμαστε ξανά, η επιθυμία να μην πεθαίνει.
Για την κρίση δεν έχουν αποδοθεί ευθύνες, δεν έχει τιμωρηθεί κανείς. Είναι γνωστό πως στην Ισλανδία πήγαν 25 τραπεζίτες στη φυλακή, ακόμη και ο Πρωθυπουργός της χώρας έκατσε στο σκαμνί. Οι Ισλανδοί το έλυσαν το πρόβλημα. Εμείς όχι.
Από τα πιο γνωστά σας έργα είναι η μνημειώδης βιογραφία του Άρη Βελουχιώτη. Πώς αποφασίσατε να ασχοληθείτε μαζί του; Τον αγάπησα.
Τον αγαπήσατε, ενώ κάνατε την έρευνα; Όχι, βέβαια. Για να ξεκινήσεις μια τέτοια περιπέτεια, μόνο από αγάπη μπορείς να το κάνεις. Κανένας άλλος λόγος δε μπορεί να σε οδηγήσει εκεί. Δεν υπάρχει κάτι τόσο δυνατό, για να περάσεις αυτά που πέρασα τόσα χρόνια και μάλιστα με τη βεβαιότητα των γύρω μου ότι είναι ένα βιβλίο που δε θα πουλήσει ούτε 500 αντίτυπα. «Ποιος τον θυμάται;», μου έλεγαν, «ποιος ενδιαφέρεται πια;» – και όμως.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας, ανακαλύψατε πράγματα για τον Άρη που δεν τα γνωρίζατε και σας εντυπωσίασαν; Βέβαια, κατάλαβα πόσο πιο σπουδαίος ήταν, απ’ ό,τι τον είχα στο μυαλό μου. Ξεκίνησα για έναν πολεμιστή, έναν αρχηγό ανταρτών και γνώρισα έναν άνθρωπο με τεράστια προσωπικότητα και πολλές άγνωστες πλευρές. Ποιος φανταζόταν, για παράδειγμα, πως ο Βελουχιώτης ήταν διανοούμενος ή ότι πήγαινε στην όπερα;
Ωστόσο, ο Άρης δεν έχει βρει ακόμη τη θέση του στην Ιστορία. Δεν την έχει βρει. Πρέπει να περάσουν κάποιες γενιές ακόμη. Κοιτάξτε, ο Καραϊσκάκης – που είναι ο αγαπημένος μου ήρωας- μέχρι περίπου το 1930 αντιμετωπίζονταν κάπως σαν το Βελουχιώτη. Μέχρι που ακούστηκαν ψύχραιμες φωνές, βγήκε ο Παλαμάς και είπε, «Σταματήστε, μιλάτε για τον Αρχάγγελο της Ρωμιοσύνης». Στη συνέχεια, ξεκίνησε να αλλάζει το ρεύμα για τον Καραϊσκάκη και σταδιακά αναγνωρίστηκε και εκτιμήθηκε η προσφορά του.
Ο Ολυμπιακός παραδοσιακά εκπροσωπεί τους αδύνατους. Μπορεί στην εποχή μας να βάζει τα λεφτά κάποιος και μετά κάποιος άλλος, αλλά αυτό δεν αλλάζει τον χαρακτήρα της ομάδας. Δεν επηρεάζονται οι διαιτητές μόνο εδώ.
Η Αριστερά στον τόπο μας έχει ένα ένδοξο παρελθόν, με μεγάλη συμβολή στους αγώνες για τη Δημοκρατία. Η Αριστερά σήμερα μπορεί να είναι δύναμη κοινωνικής ισότητας; Ποια Αριστερά; Αυτή που κυβερνάει τώρα; Δε μπορεί να είναι Αριστερά αυτό το πράγμα. Αυτό που έγινε με το δημοψήφισμα ήταν τραγικά παλαιοκομματικό. Ο κόσμος ψήφισε «ΟΧΙ» και τους βγήκε «ΝΑΙ». Μας πήγε πολλές δεκαετίες πίσω. Θα σας διηγηθώ ένα χαρακτηριστικό ιστορικό στιγμιότυπο: το 1935, προκηρύχθηκε δημοψήφισμα για την επιστροφή ή όχι του βασιλιά. Τα «ΝΑΙ» βγήκαν 105%, ενώ σε ορισμένες περιοχές έφτασαν το 130% και επειδή ήταν πολύ μεγάλο το ρεζιλίκι το κατέβασαν τελικά στο 98%. Ο κόσμος δεν ψήφισε να επιστρέψει ο βασιλιάς, τους βγάλανε αυτό το αποτέλεσμα. Εγώ, λοιπόν, αυτό που έγινε τον Ιούλιο του 2015 το θεωρώ ιστορικά λαϊκή εξαπάτηση αντίστοιχης αχρειότητας.
Ενστερνίζεστε το αφήγημα του «μονόδρομου» για την αντιμετώπιση της κρίσης με πολιτικές λιτότητας; Όχι, βέβαια. Όμως η κρίση δεν είναι φυσικό φαινόμενο. Δεν έπεσε ξαφνικά μαύρο χιόνι, δεν έγινε σεισμός για τον οποίον κανείς δεν ευθύνεται. Προέκυψε από μια σειρά γεγονότων που κάποιοι τα προκάλεσαν. Γι’ αυτά δεν έχουν αποδοθεί ευθύνες, δεν έχει τιμωρηθεί κανείς. Είναι γνωστό πως στην Ισλανδία πήγαν 25 τραπεζίτες στη φυλακή, ακόμη και ο Πρωθυπουργός της χώρας έκατσε στο σκαμνί. Οι Ισλανδοί το έλυσαν το πρόβλημα. Εμείς ακόμη ψηφίζουμε τα πρόσωπα που το δημιούργησαν και τα ανεχόμαστε να μας παριστάνουν τους κήνσορες.
Τι άλλο μένει στον άνθρωπο; Έρωτες, μεθύσια, μνήμες.
Άρα, δε συμμερίζεστε την προσπάθεια συλλογικής ενοχοποίησης, τύπου «μαζί τα φάγαμε»; Αυτά δεν μπορείς να τα αντιμετωπίσεις σοβαρά. Ακούστε, κάθε λαός είναι μια δυνατότητα για το καλύτερο και για το χειρότερο. Τι θα κάνει κάθε φορά, εξαρτάται από την ηγεσία του. Αλλού θα σε πάει ο Hitler, αλλού ο Lincoln. Εμάς μας οδήγησαν στο χειρότερο. Στο σημείο που φτάσαμε, πλέον, το οικονομικό θέμα δεν είναι πια κομματικό, πολιτικό, είναι εθνικό. Μόνο ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί και όχι ως ευκαιρία για κομματικά οφέλη.
Σας απογοητεύει ο τρόπος που η Ευρώπη επέλεξε να διαχειριστεί κρίσιμα ζητήματα, όπως η οικονομική και η προσφυγική κρίση; Η σημερινή Ευρώπη δεν είναι η Ευρώπη που γνώρισα, όσο ζούσα έξω και ταξίδευα. Για παράδειγμα, μια Ευρώπη που να επιβάλλει τη φρίκη και την κακογουστιά στους πολίτες της με τις αποκρουστικές εικόνες στα πακέτα τσιγάρων, θα ήταν αδιανόητη πριν από 20-30 χρόνια. Είναι τρομοκρατικό αυτό το πράγμα. Χάνεται η ευαισθησία και η αισθητική. Η Ευρώπη σήμερα είναι μια ένωση τραπεζιτών και επιχειρηματιών. Δεν υπάρχουν de Gaulle, Schmidt, Mitterrand, Brandt, ηγέτες που εμπνέονται από τα ευρωπαϊκά ιδεώδη. Οι αποφάσεις λαμβάνονται από μη εκλεγμένους αξιωματούχους, μακριά από τους λαούς της Ευρώπης.
Δεν υπάρχει νόημα της ζωής. Πρόκειται για ψευδοερώτημα. Η ζωή είναι ζωή. Δώρο και κατάρα. Το νόημα το δίνει καθένας μόνος του, στη δική του ζωή. Δεν υπάρχει κάποιο γενικό νόημα. Για μένα, η ζωή είναι μεγάλη πουτάνα – και μ’ αρέσει
Από το έργο σας φαίνεται ότι οι γειτονιές του Πειραιά άσκησαν μεγάλη επίδραση πάνω σας. Πώς αποφασίσατε να εγκαταλείψετε το λιμάνι; Ο ίδιος ο Πειραιάς σε προετοιμάζει να φύγεις. Στο λιμάνι συναντούσαμε Κινέζους, Ινδούς, όλες τις φυλές του πλανήτη. Ήταν ένα κοσμοπολίτικο σταυροδρόμι, σε προετοίμαζε να βγεις, να γνωρίσεις κόσμο, να ανοίξεις τα φτερά σου.
Αυτές οι γειτονιές που γεννηθήκατε και μεγαλώσατε δηλητηριάστηκαν τα τελευταία χρόνια από την ακροδεξιά δράση της Χρυσής Αυγής, με κορύφωση τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. Πώς εξηγείτε αυτή την εξέλιξη; Εγώ δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι που μεγάλωσα μαζί τους στον Πειραιά έγιναν ξαφνικά ακροδεξιοί. Η ακροδεξιά στην Ελλάδα ιστορικά ήταν μια ασήμαντη μειονότητα. Στην εκλογική περιφέρεια της Β΄ Πειραιώς ήταν τα προπύργια της Αριστεράς. Στριμώχτηκαν οι άνθρωποι, τρόμαξαν, απελπίστηκαν. Αυτό έγινε. Όπως έγινε και στη Γαλλία, την Αυστρία και αλλού που γιγαντώθηκε η ακροδεξιά. Ο φόβος είναι καταλυτικός. Σε τρελαίνει, σε παραμορφώνει. Θες να πιαστείς από κάπου, να σωθείς και στρέφεσαι εναντίον όλων. Είναι δυνατόν στη Γαλλία, το καταφύγιο των απανταχού κυνηγημένων, να ψηφίζεται με τέτοια ποσοστά η Le Pen; Να βλέπουμε και τις αιτίες, όχι μόνο το αποτέλεσμα.
Παραμένετε αθεράπευτα Ολυμπιακός; Αυτό δεν συζητιέται.
Ποιους παίχτες ξεχωρίζετε σ’ αυτή την πορεία; Με ποιους δεθήκατε περισσότερο; Από τον παλιό Ολυμπιακό η αγάπη μου ήταν ο Σάββας Θεοδωρίδης. Μετά ο Μποτίνος. Ο Κελεσίδης, ο Γκλέζος. Από τους σημερινούς, η συμπάθεια μου είναι ο Cambiasso, επειδή εκτός από τεράστιος μπαλαδόρος, είναι παθιασμένος στο παιχνίδι.
Ναι, αλλά ο Ολυμπιακός του Μουράτη και του Bukovi ήταν πολύ διαφορετικός από τον σημερινό Ολυμπιακό. Ούτε εγώ είμαι ο ίδιος. Το νόημα δεν αλλάζει. Ο Ολυμπιακός παραδοσιακά εκπροσωπεί τους αδύνατους. Μπορεί στην εποχή μας να βάζει τα λεφτά κάποιος και μετά κάποιος άλλος, αλλά αυτό δεν αλλάζει τον χαρακτήρα της ομάδας. Στην κερκίδα η μεγάλη κρίσιμη μάζα είναι λαϊκή. Το ιστορικό άρωμα είναι πολύ δυνατό για να ξεθυμάνει, η ιδιοκτησία μπορεί να αλλάζει, η ταυτότητα μιας ομάδας όχι.
Δε σας ξενερώνει η σκιά της διαφθοράς του Πρωταθλήματος που έχει πέσει πάνω από τον Ολυμπιακό; Τον πρώτο πετροβολάνε πάντα, όποιος και αν είναι. Όχι πως δεν γίνονται κάποιες στραβές, αλλά σε όλον τον κόσμο τα ίδια πράγματα γίνονται, δεν αποτελούμε εξαίρεση. Δεν είμαστε εμείς οι στραβοί του κόσμου. Δεν επηρεάζονται οι διαιτητές μόνο εδώ. Στην Ισπανία, στην Ιταλία, στην Αγγλία, κάθε Κυριακή κάποιον ξεφωνίζουν για τη διαιτησία που πάει πάντα με τον δυνατό. Όταν παίζει η Αγγλία με την Τενερίφη, ποιον λέτε να ευνοήσει ο διαιτητής;
Όμως, έχει χάσει λίγη από τη ρομαντική του αύρα το ποδόσφαιρο, ακόμη και οι δεσμοί των παιχτών με τις τοπικές κοινωνίες έχουν ατονήσει. Αυτό είναι αλήθεια. Το ποδόσφαιρο είναι πλέον ένα παγκόσμιο σόου. Αλλά ακόμη δένεται ο κόσμος με ποδοσφαιριστές. Δέθηκε πολύ με το Giovanni, δέθηκε με τον Đorđević, τον Karembeu, τώρα με τον Chori. Παλιά βέβαια ήταν πιο προσωπικές οι σχέσεις. Πήγαινες βόλτα στο Πασαλιμάνι και έβλεπες δίπλα σου τον Υφαντή, τον Σιδέρη. Μιλάγαμε. Ζούσαν μαζί μας.
Υπήρξατε σύντροφος της Μαλβίνας Κάραλη. Λείπει η Μαλβίνα από την τηλεόραση; Λείπουν κριτικές και αιρετικές φωνές από τον Τύπο; Γενικά, λείπουν οι φωνές που δεν είναι κατευθυνόμενες. Όχι πως δεν υπάρχουν κάποιες, αλλά είναι ελάχιστες και πνίγονται, ιδίως στην τηλεόραση. Δεν βλέπω ειδήσεις, αρνούμαι. Η αλήθεια τους, δεν είναι η αλήθεια μας. Οι εφημερίδες, πάλι, χειμάζονται, έδιωξαν το αγοραστικό κοινό τους, επειδή υπερέβησαν τον ρόλο τους, επιχείρησαν ex cathedra να κατευθύνουν τον κόσμο. Είναι κρίμα, επειδή υπάρχουν εξαίρετοι δημοσιογράφοι, πιο μορφωμένοι, πιο ενημερωμένοι και γλωσσομαθείς από παλιά. Προσωπικά διαβάζω πάντα ευχάριστα στο διαδίκτυο, όταν τους πετύχω, Τσαγκαρουσιάνο, Ναταλί Χατζηαντωνίου, Δημήτρη Ν. Μανιάτη, Ρούλα Γεωργακοπούλου, τον Κούρτοβικ και φυσικά διαβάζω ανελλιπώς τον χαλκέντερο Κώστα Γεωργουσόπουλο, που θεωρώ Δάσκαλο του Γένους. Αυτό που δεν διαβάζω ποτέ, είναι τα αμιγώς πολιτικά άρθρα, έχω τη δική μου άποψη.
Το γράψιμο σας έχει μια γνήσια λαϊκότητα, σας ενοχλεί ο ελιτισμός στην Τέχνη και τη διανόηση; Καθόλου. Είναι καλό να υπάρχουν διαφορετικά ρεύματα στην Τέχνη. Αν δεν σ’ αρέσει κάτι, μπορείς να μην το διαβάσεις ή να μην το δεις. Δεν έχω κάνει ποτέ κριτική δημοσίως σ’ ένα βιβλίο ή μια ταινία. Η μόνη κριτική που έχω ασκήσει δημόσια είναι για τους πολιτικούς και μπορώ να στο εξηγήσω αυτό: Επηρεάζουν άμεσα και καταλυτικά τη ζωή μας.
Από τους Έλληνες πολιτικούς δεν ξεχωρίσατε κανέναν; Υπήρξαν δυο μεταπολεμικά: Ο Καραμανλής -ο παλιός- που έφτιαξε υποδομές στη χώρα και ο Ανδρέας που θα μπορούσε να κάνει πολλά πράγματα, αλλά έκανε πολύ λίγα. Από τις γυναίκες εκτιμώ πολύ την κυρία Αλέκα Παπαρήγα, είναι έντιμη, έξυπνη και όπου χρειάζεται σιδερένια.
Έρωτες, Πειραιάς και τραύματα του παρελθόντος. Αυτά σας σημάδεψαν; Γι’ αυτά γράφετε; Τι άλλο μένει στον άνθρωπο; Έρωτες, μεθύσια, μνήμες. Το γράψιμο είναι εντελώς ψυχοθεραπευτικό. Αντί να πας στον ψυχίατρο να μουρμουρίζεις, τα βγάζεις στο χαρτί, τα μοιράζεσαι.
Θα γράψετε για την κρίση; Θέλει χρόνο αυτό. Τώρα είναι η ώρα του δημοσιογράφου. Του συγγραφέα έπεται, όταν υπάρξει μια ικανή χρονική απόσταση. Είμαστε ακόμη μέσα στο καζάνι και βράζουμε μαζί με τις πατάτες και τα καρότα.
Πιστεύετε στον Θεό; Όχι. Όμως οι άνθρωποι έχουν αδήριτη ανάγκη πίστης. Όλες οι μεγάλες θρησκείες υπόσχονται τη μετά θάνατον ζωή, επειδή έτσι απαντούν στις υπαρξιακές αγωνίες του κόσμου. Αυτό που έλεγε ο Μαρξ, ότι «η θρησκεία είναι το όπιο του λαού», το έχουμε διαστρεβλώσει κάπως. Το όπιο τότε ήταν ένα παυσίπονο ή παυσίλυπον. Εξηγούσε πως η θρησκεία σου απαλύνει τον πόνο, αλλά δε στον γιατρεύει. Δε λύνει προβλήματα, απλώς απαλύνει πόνους. Η ζωή, όμως, είναι τώρα. Δεν υπάρχει μετά. Δε γύρισε κανείς να μας πει τι έγινε. Τετέλεσται.
Υπάρχει όμως κάποιο νόημα της ζωής; Πώς μπορεί κάποιος να γαληνέψει το υπαρξιακό του άγχος και να διαχειριστεί την απώλεια; Δεν υπάρχει νόημα της ζωής. Πρόκειται για ψευδοερώτημα. Η ζωή είναι ζωή. Δώρο και κατάρα. Το νόημα το δίνει καθένας μόνος του, στη δική του ζωή. Δεν υπάρχει κάποιο γενικό νόημα. Για μένα, η ζωή είναι μεγάλη πουτάνα – και μ’ αρέσει.