Στο μείζον θεσμικό ζήτημα που προέκυψε στην Ιταλία, με την επιλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλα να απομέμψει αρχικά την κυβέρνηση Κόντε, στέκεται ο Ευάγγελος Βενιζέλος, με άρθρο του στο “Βήμα της Κυριακής”.
Ο πρώην αντιπρόεδρος των κυβερνήσεων Σαμαρά επισημαίνει μεταξύ άλλων τα εξής:
Ο πρόεδρος Ματαρέλα, αρνούμενος να διορίσει υπουργό Οικονομικών το πρόσωπο που προτάθηκε από τον πρωθυπουργό στον οποίο έδωσε ο ίδιος εντολή, με την αιτιολογία ότι οι απόψεις του δημιουργούν ανησυχία σχετικά με τη θέση της Ιταλίας στην ευρωζώνη, διαφώνησε ουσιαστικά με τις προγραμματικές θέσεις της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που συγκροτήθηκε από τα «Πέντε Αστέρια» και τη Λέγκα. Οριοθετήθηκε σε σχέση με τους κινδύνους της πολιτικής που συμφώνησαν οι κυβερνητικοί εταίροι.
Δεν πρόκειται συνεπώς για άρνηση διορισμού ενός υπουργού λόγω προσωπικής ακαταλληλότητας για τη συγκεκριμένη θέση, όπως συνέβη μερικές φορές στην ιταλική συνταγματική πρακτική των τελευταίων δεκαετιών, με πρόσωπα που προτάθηκαν για το υπουργείο Δικαιοσύνης. Θεμελιώδη ζητήματα εθνικής στρατηγικής, όπως η συμμετοχή στο ευρώ, δεν ασκούνται από τον υπουργό Οικονομικών ως προσωπική πολιτική. Είναι κεντρικές επιλογές της κυβέρνησης, των κομμάτων που μετέχουν σε αυτήν ή τη στηρίζουν και τελικά του εκλογικού σώματος. Η άρνηση διορισμού του προταθέντος υπουργού Οικονομικών συμβολίζει επομένως την αντίθεση του ιταλού ΠτΔ προς κεντρικές πολιτικές επιλογές, υποσχέσεις και «αφηγήσεις» του συγκεκριμένου κυβερνητικού σχήματος. Το μείζον αυτό ζήτημα παραμένει ακόμη και αν οι κυβερνητικοί εταίροι αποδεχθούν την προεδρική ένσταση, μετακινήσουν τον προταθέντα σε άλλο υπουργείο και προτείνουν άλλο πρόσωπο, αποδεκτό από τον ΠτΔ, για το υπουργείο Οικονομικών.
Το πρωτεύον ζήτημα συνεπώς δεν είναι οι αρμοδιότητες του ΠτΔ κατά το Ιταλικό Σύνταγμα οι σχετικές με τον διορισμό του πρωθυπουργού και των υπουργών και η σύγκρισή τους με τις αντίστοιχες ρυθμίσεις του Ελληνικού Συντάγματος. Στο ζήτημα αυτό υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ Ελλάδος και Ιταλίας, παρότι πρόκειται για δυο κοινοβουλευτικά συστήματα με έμμεσα εκλεγόμενο ΠτΔ. Στο Ιταλικό Σύνταγμα η σχετική διάταξη (άρθρο 92) είναι όσο γενική ήταν η αντίστοιχη διάταξη στα ελληνικά συντάγματα του 1864/1911/1952. Ο διορισμός του πρωθυπουργού τυποποιείται όμως πλήρως στο ισχύον ελληνικό Σύνταγμα (άρθρα 37 παρ. 2-4). Η αρχή της δεδηλωμένης, έναν αιώνα μετά το 1875 και τον Χαρ. Τρικούπη, έπαψε να είναι μια «συνθήκη του πολιτεύματος», όπως συμβαίνει ακόμη στην Ιταλία, και ενσωματώθηκε στο Σύνταγμα ως γραπτός κανόνας. Σε περίπτωση δε αδυναμίας διαμόρφωσης δεδηλωμένης, μόνη προβλεπόμενη λύση είναι οι εκλογές με οικουμενική ή υπηρεσιακή κυβέρνηση που έχει ως πρωθυπουργό πρόεδρο ανωτάτου δικαστηρίου. Η προδικτατορική εμπειρία και ιδίως η βαριά μνήμη του 1965 δεν επιτρέπει ούτε παράταση των διερευνητικών εντολών και των διαβουλεύσεων, όπως γίνεται σε πολλές χώρες με κοινοβουλευτικό σύστημα, ούτε σχηματισμό κυβέρνησης με πρωθυπουργό προεδρικής επιλογής που διεκδικεί και λαμβάνει ψήφο εμπιστοσύνης ή οδηγεί τη χώρα σε εκλογές με την κυβέρνησή του στην εξουσία, όπως έγινε με την κυβέρνηση Μόντι το 2011. Το ισχύον ελληνικό σύστημα λειτούργησε με επιτυχία 45 χρόνια, ακόμη και σε περιόδους μεγάλης έντασης όπως το 1989-1990 και το 2012, αλλά και το 2015. Ως προς τον διορισμό όμως, όχι του πρωθυπουργού αλλά των υπουργών, ο ρητός συνταγματικός κανόνας (άρθρο 37 παρ.1Σ.) είναι τόσο γενικός όσο ο ιταλικός: ο ΠτΔ διορίζει τους υπουργούς με πρόταση του πρωθυπουργού. Η πρόταση όμως είναι δεσμευτική λόγω του κανόνα της προσυπογραφής (άρθρο 35 παρ.1 Σ.) της σχετικής πράξης του ΠτΔ από τον πρωθυπουργό. Η άρνηση του ΠτΔ μπορεί να αφορά μόνο έλλειψη των απαιτούμενων από το Σύνταγμα προσόντων (άρθρα 81 παρ. 2 και 55 Σ.).
Το πρωτεύον ζήτημα είναι το πώς αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες ευρωπαϊκές δημοκρατίες επιλογές που κάνουν τα εκλογικά τους σώματα, δηλαδή οι λαοί τους, και οι οποίες είναι υψηλού ρίσκου και μπορεί να προκαλέσουν μεγάλη βλάβη της εθνικής οικονομίας ή ακόμη και των θεσμών και των εγγυήσεων της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Πιο πρακτικά, το ερώτημα είναι ποιος, πώς και μέχρι ποιου σημείου μπορεί να αντιταχθεί σε επιλογές της εκλογικής πλειοψηφίας, δηλαδή σε επιλογές δημοκρατικές, αλλά προφανώς συγκυριακές. Η δημοκρατία λόγω εκλογικών κύκλων και περιοδικών εκλογών είναι προφανώς συγκυριακή στη λειτουργία της, εξελίσσεται δε μέσα από μεταγενέστερες συγκυριακές επιλογές διαφορετικού ή και απολύτως αντιθέτου περιεχομένου και αποτιμάται ιστορικά εκ των υστέρων. Η σχέση δημοκρατίας, συγκυρίας και ιστορίας εμπεριέχει τη σχέση δημοκρατίας, λαϊκισμού και υπευθυνότητας, τη σχέση πολιτικού κόστους και πολιτικού οφέλους, τη σχέση ορθολογισμού και ανορθολογισμού στις δημοκρατικές επιλογές, τη σχέση μεταξύ «ηθικής της ευθύνης» που σου επιβάλλει να λες την αλήθεια, κυρίως ως προς τα ισχύοντα οικονομικά και διεθνοπολιτική δεδομένα, και «ηθικής της πεποίθησης» που σου επιτρέπει να ακολουθείς τη δική σου «μετα-αλήθεια» αδιαφορώντας για τις συνέπειες.
Θεσμικό όριο στη συγκυριακή λειτουργία της δημοκρατίας είναι το Σύνταγμα που εμπεριέχει μακροπρόθεσμους αξιακούς, πολιτικούς και νομικούς διακανονισμούς που ανάγονται στο μακρό ιστορικό χρόνο και είναι επαρκώς ευρύχωροι ώστε να υποδέχονται περισσότερες της μίας συγκυριακές δημοκρατικές επιλογές, αλλά και επαρκώς ακριβείς ως προς ορισμένα θεμελιώδη στοιχεία. Τέτοια στοιχεία είναι π.χ. ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των εγγυήσεων του κράτους δικαίου, όπως η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, είναι όμως και επιλογές εθνικής στρατηγικής και ταυτότητας, όπως η συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και η διαφύλαξη του κεκτημένου της.
Ο ΠτΔ στην Ελλάδα δεν έχει διακριτικές ευχέρειες ως προς τον διορισμό της κυβέρνησης, έχει όμως την αρμοδιότητα του ελέγχου της συνταγματικής νομιμότητας του διατάγματος προκήρυξης δημοψηφίσματος, αν π.χ. αυτό διεξάγεται εντός πέντε ημερών, δηλαδή χωρίς εύλογο χρόνο ενημέρωσης και αντιπαράθεσης, θέτει ασαφή ή παραπλανητικά ερωτήματα ή αφορά δημοσιονομικά θέματα μείζονος σημασίας που συνδέονται με τη συμμετοχή στην ευρωζώνη. Δυνατότητα ελέγχου έχει προφανώς και για διάταγμα με το οποίο προκηρύσσεται δημοψήφισμα που παραβιάζει την αναθεωρητική διαδικασία, όπως αυτή ρυθμίζεται αποκλειστικά από το άρθρο 110.
Η μεγάλη μεσοπολεμική συζήτηση για το ποιος είναι ο «εγγυητής του Συντάγματος», δηλαδή του θεσμικού ορίου στη συγκυριακή λειτουργία της δημοκρατίας, ταλανίζει όχι μόνο τους επιστήμονες, τους δικαστές και τους πολιτικούς, αλλά πρωτίστως τους ίδιους τους λαούς που υφίστανται τις ιστορικές συνέπειες των συγκυριακών επιλογών τους. Η δημοκρατία μάχεται υπέρ του εαυτού της μέσω θεσμών που εγκαθιδρύει συνταγματικά, όπως ο ΠτΔ, τα δικαστήρια, οι ανεξάρτητες αρχές, όλα τα θεσμικά αντίβαρα. Συμπεριλαμβανομένων πλέον και ευρωπαϊκών και διεθνών μηχανισμών που έχουν θεσπισθεί με τη συμφωνία των κρατών-μελών που αποδέχθηκαν περιορισμούς στην κυριαρχία τους, με τον τρόπο που προβλέπει το εθνικό τους Σύνταγμα. Η προστασία για τις φιλελεύθερες εγγυήσεις εναπόκειται συνήθως στη δικαστική εξουσία. Η τελική προστασία για θεμελιώδεις ιστορικές επιλογές, συνταγματικά κατοχυρωμένες, που δεν θίγουν ανθρώπινα δικαιώματα και θεσμούς του κράτους δικαίου, ανήκει όμως στον λαό που καλείται να συνειδητοποιήσει τη σχέση δημοκρατίας, συγκυρίας και ιστορίας. Καλείται να κάνει επιλογές διορατικές και υπεύθυνες. Δεν πρόκειται για επιλογές εύκολες. Γι’ αυτό οι δημοκρατίες, ακόμη και όταν μάχονται και αμύνονται, ενίοτε παρακμάζουν. Αυτός είναι ο μεγάλος κίνδυνος που διατρέχει η Ευρωπαϊκή Δημοκρατία, η μοίρα της οποίας συνδέεται στενά με την πορεία της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης. Αυτή δε η τελευταία εξαρτάται από την ουσία των ευρωπαϊκών πολιτικών και τη στάση των ευρωπαϊκών κοινωνιών απέναντι στις πολιτικές αυτές. Στην αντιπαράθεση περί ευρωπαϊκής πολιτικής τα ζητήματα δημοκρατίας (λαϊκής κυριαρχίας) διασταυρώνονται μάλιστα με ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και τους περιορισμούς της που συνεπάγεται η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Μόνο που κάθε κράτος-μέλος μπορεί να επικαλείται τη δική του λαϊκή και εθνική κυριαρχία και έτσι ο ιταλικός εθνικολαϊκισμός να «εκδικείται» αναδρομικά τον ελληνικό, υπονομεύοντας το αφήγημα της δήθεν καθαρής εξόδου.
Ο πρόεδρος Ματαρέλα ουσιαστικά απείλησε να αναπέμψει το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα στον ίδιο τον ιταλικό λαό που το διαμόρφωσε. Από τη στάση της κυβερνητικής συμμαχίας θα κριθεί η πορεία μιας μεγάλης ευρωπαϊκής χώρας που επηρεάζει τον εαυτό της αλλά και την ευρωζώνη και την προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η αντιπαράθεση ΠτΔ και κυβέρνησης για κεντρικές πολιτικές επιλογές, όταν δεν εκτονώνεται, οδηγεί ξανά σε εκλογές και φέρνει το εκλογικό σώμα αντιμέτωπο με μεγάλα διλήμματα που μπορεί να κρυφτούν πίσω από έναν δημαγωγικό λόγο περί «εθνικής ανεξαρτησίας» και «κακών ευρωπαίων εταίρων».
Η ελληνική εμπειρία δείχνει ότι η επιλογή του Ιανουαρίου 2015 διευρύνθηκε εντυπωσιακά στο αντισυνταγματικό δημοψήφισμα του Ιουλίου, το αποτέλεσμα του οποίου ακυρώθηκε πολιτικά από αυτούς που το προκάλεσαν, όταν συνειδητοποίησαν τις συνέπειες και τις ευθύνες τους. Παρ’ όλα αυτά όμως η επιλογή του Ιανουαρίου 2015 επιβεβαιώθηκε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Για καμία από τις επιλογές αυτές δεν φταίει το Σύνταγμα. Βεβαίως τρία χρόνια αργότερα πολλοί Έλληνες βλέπουν τα πράγματα πολύ διαφορετικά από ό,τι το 2015. Η βλάβη όμως επήλθε και το κόστος είναι μεγάλο και μακροχρόνιο. Θα δούμε τώρα πώς οι Ιταλοί θα χειριστούν το μέγεθός τους και την ελληνική εμπειρία. Σε κάθε περίπτωση, η ευρωπαϊκή ιστορία εν τω γίγνεσθαι γράφεται τώρα στα ιταλικά.-