Τι έλεγε στη Βουλή για τη «μακεδονική γλώσσα, η οποία ομιλείται εις τα Σκόπια και έχει και γραμματικήν και συντακτικόν»
Του Σωτήρη Βαλντέν
Η συζήτηση για τη μακεδονική γλώσσα έχει επικεντρωθεί στο ότι η ελληνική αντιπροσωπεία, παρουσία και του σήμερα διαμαρτυρομένου κ. Μπαμπινιώτη, δεν αντέδρασε όταν υιοθετήθηκε η γλώσσα αυτή με λατινικούς χαρακτήρες σε μια σύσκεψη του ΟΗΕ το 1977. Ωστόσο η αναγνώριση της μακεδονικής γλώσσας από ελληνικές κυβερνήσεις, και μάλιστα της Δεξιάς, χρονολογείται από πολύ παλαιότερα.
Τον Ιούνιο του 1959, επί κυβέρνησης ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή, η Ελλάδα υπέγραψε με την τότε ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία σειρά συμφωνιών, ανάμεσα στις οποίες και συμφωνία μεθοριακής επικοινωνίας. Τον Σεπτέμβριο του 1959 οι συμφωνίες αυτές ήρθαν για κύρωση στη Βουλή. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ, τότε υπουργός Εξωτερικών και μεταδικτατορικά πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας (1981-1984), υπερασπίστηκε σθεναρά τη συμφωνία.
Στη διάρκεια της σχετικής συζήτησης, από ορισμένους βουλευτές τέθηκε θέμα μακεδονικής γλώσσας. Αντικρούοντάς τους, ο Αβέρωφ επινόησε έναν (ανύπαρκτο στην πραγματικότητα) πλήρη διαχωρισμό ανάμεσα στο «τοπικό ιδίωμα» που ομιλείται «σε ωρισμένα χωρία» της ελληνικής Μακεδονίας και τη «μακεδονική γλώσσα, η οποία ομιλείται εις τα Σκόπια και έχει και γραμματικήν και συντακτικόν». Για την τελευταία -και παρά τη διαμαρτυρία βουλευτή περί ανυπαρξίας τέτοιας γλώσσας- παρατήρησε ότι «κατά ποίαν λογικήν θα ηθέλατε η ελληνική κυβέρνησις να είπη εις την γιουγκοσλαβικήν, με μίαν γλώσσαν την οποίαν το σύνταγμα έχει μεταξύ των επισήμων γλωσσών, να είπη ότι εγώ θέλω να την καταργήσετε; Είναι ωσάν να είπωμεν ότι πρέπει να καταργηθή το σύνταγμά της». Και προσέθεσε πως, αν υπήρχε θέμα τότε, τότε θα υπήρχε θέμα και όταν αποκαταστάθηκαν οι διπλωματικές σχέσεις (το 1950, επί κυβερνήσεων του Κέντρου) και όταν ιδρύθηκε ελληνικό προξενείο στα Σκόπια.
Με άλλα λόγια, ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης Καραμανλή και μελλοντικός ηγέτης της Ν.Δ., σε περίοδο έξαρσης της «εθνικοφροσύνης», αναφερόταν δημόσια στη Βουλή σε μακεδονική γλώσσα και θεωρούσε αδιανόητο να απαιτήσει την αλλαγή του συντάγματος της γείτονος για το θέμα αυτό. Μήπως θα έπρεπε οι επίγονοί του να τον καταγγείλουν ότι χρησιμοποιούσε τα επιχειρήματα των Σκοπίων; Πότε επιτέλους θα σοβαρευτούν;
Παραθέτω παρακάτω το πλήρες σχετικό απόσπασμα από τα επίσημα πρακτικά της Βουλής της 17ης Σεπτεμβρίου 1959 (σ. 17-18):
«Ε. Αβέρωφ – Τοσίτσας (υπουργός Εξωτερικών): Κύριοι, εις το ζήτημα της γλώσσης πολλά δύνανται να λεχθούν. Πρώτον, εις την ελληνικήν Μακεδονίαν δεν ομιλείται η μακεδονική γλώσσα, η οποία ομιλείται εις τα Σκόπια και έχει και γραμματικήν και συντακτικόν, ομιλείται ένα τοπικόν ιδίωμα, το οποίον δεν έχει καμμίαν σχέσιν με την μακεδονικήν γλώσσαν.
Π. Γυιόκας: Μακεδονική γλώσσα δεν υπήρξεν ποτέ. Μόνον η ελληνική γλώσσα υπήρξεν εις την Μακεδονίαν. Μη χρησιμοποιείτε τοιαύτας εκφράσεις. Μόνον ελληνική γλώσσα υπήρξεν.
Ε. Αβέρωφ – Τοσίτσας (υπουργός Εξωτερικών): Κύριε συνάδελφε, εάν μου εκάματε την τιμήν να με παρακολουθήσετε, θα εβλέπατε ότι είπον ότι εις την Μακεδονίαν ομιλείται η ελληνική και είς τινα σημεία ομιλείται ένα τοπικόν ιδίωμα. Όπως δεν είναι δυνατόν να λεχθή ότι εις την ιδιαιτέραν μου πατρίδα ομιλείται η ρουμανική, διότι ομιλείται η κουτσοβλαχική, η οποία είναι μία ανάμειξις λατινικής, σλαβικής και τουρκικής, έτσι και εις την Μακεδονίαν, όπου ομιλείται ένα ιδίωμα το οποίον είναι άσχετον προς οιανδήποτε γλώσσαν της Γιουγκοσλαβίας. Αλλά ας υποθέσωμεν ότι δεν είναι έτσι το πράγμα. Κατά ποίαν λογικήν θα ηθέλατε η ελληνική κυβέρνησις να είπη εις την γιουγκοσλαβικήν, με μίαν γλώσσαν την οποίαν το σύνταγμα έχει μεταξύ των επισήμων γλωσσών, να είπη ότι εγώ θέλω να την καταργήσετε; Είναι ωσάν να είπωμεν ότι πρέπει να καταργηθή το σύνταγμά της. Γνωρίζουν και οι βουλευταί του Κόμματος των Φιλελευθέρων ότι η γλώσσα αυτή υπήρξε εις το Σύνταγμα της Γιουγκοσλαβίας και όταν αποκατεστάθησαν αι σχέσεις και όταν ιδρύθη το προξενείον το ελληνικόν εις τα Σκόπια, γνωρίζουν ότι τα χαρτονομίσματα έχουν τρεις γλώσσας. Τι νομίζετε ότι πρέπει να είναι η στάσις. Η λογική συνέπεια θα έπρεπε να είναι η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων εάν μία γλώσσα, η οποία δεν έχει καμμίαν σχέσιν με το ιδίωμα το οποίον ομιλείται εις ωρισμένα χωρία της Μακεδονίας. Ούτω και έχει το περίφημον αυτό θέμα, το οποίον, εάν θέλωμεν να είπωμεν ότι υφίσταται τοιούτον θέμα, πρέπει να είπωμεν ότι υφίσταται ως έχει σήμερον και θα ηδύνατο να είπωμεν ότι υφίσταται από το 1949, αλλά εις την πράξιν δεν υφίσταται τοιούτον θέμα».
Πηγή: Αυγή