«Υπάρχουν θετικά στοιχεία στην εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας, αλλά το ερώτημα είναι πότε αυτά θα μεταφραστούν σε διαθέσιμο εισόδημα για τους καταναλωτές, γιατί εμάς αυτό μας ενδιαφέρει, από αυτό ζούμε», τόνισε, μεταξύ των άλλων, μιλώντας σε συνέντευξη Τύπου ο γενικός διευθυντής της Ελαϊς Unilever Ελλάδος Κύπρου και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Jean Francois Etienne – εγκαταστάθηκε στην Αθήνα τον περασμένο Σεπτέμβριο. Απαντώντας, μάλιστα, σε σχετική ερώτηση σημείωσε χαρακτηριστικά ότι «θα ζητούσαμε από τους κ.κ. Γ. Δραγασάκη και Ευκλ. Τσακαλώτο να παρέχονται ευκολότερα άδειες λειτουργείας μικρών επιχειρήσεων σε δραστηριότητες που αφορούν την κατηγορία των νέων ανθρώπων» και συμπλήρωσε ότι «πρόκειται για δραστηριότητες που θα ήθελε η Unilever να τις χρησιμοποιήσει».
Ο αγγλο-ολλλανδικός πολυεθνικός όμιλος είναι κορυφαίος στην ελληνική αγορά καταναλωτικών προϊόντων και όχι μόνο δεν έχει αποεπενδύσει στη διάρκεια της κρίσης, αλλά αντιθέτως έχει επενδύσει περί τα 120 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, έχει σχεδιάσει τη μεταφορά, στις εγκαταστάσεις του Ρέντη, της παραγωγής 10.000 τόνων υγρών απορρυπαντικών από την Ιταλία. Τα πρώτα προϊόντα θα κυκλοφορήσουν στα τέλη του πρώτου τριμήνου του 2019.
Επίσης, βρίσκεται σε εξέλιξη η μεταφορά της παραγωγής των προϊόντων Lux από τη Σαουδική Αραβία. Θα παράγονται σε τρίτους στην Ελλάδα, στην Παπουτσάνης, τη Rolco και ίσως και σε άλλες εταιρείες και σε δεύτερο χρόνο θα εξάγονται στις γειτονικές βαλκανικές χώρες.
Βέβαια, όπως είναι γνωστό, σύντομα -εντός του Ιουλίου- πρόκειται να ολοκληρωθεί η μεταβίβαση των μετοχών της Ελάνθης ΑΕ, στην οποία ανήκουν τα έλαια και οι μαργαρίνες, στο KKR. Αλλά το σήμα «Ελαϊς» θα παραμείνει στην ιδιοκτησία της Unilever. Εξ’ αυτού του λόγου, είπε ο κ. Etienne, από 65% που είναι σήμερα ο παραγόμενος στην Ελλάδα τζίρος της Unilever θα πέσει στο 35% και με τη μεταφορά της παραγωγής των υγρών απορρυπαντικών αυτό το ποσοστό θα ανέλθει στο 45%.
Σε αυτό το σημείο, ο κ. Etienne τόνισε πως για τα δεδομένα του ομίλου, διεθνώς, αυτό το ποσοστό είναι ιδιαίτερα υψηλό. Πάντως, για την ελληνική αγορά ανέφερε ότι υπάρχουν κατηγορίες καταναλωτικών προϊόντων, στις οποίες το 80% του πωλούμενου όγκου γίνεται με προσφορες και στις περισσότερες κατηγορίες προϊόντων με προσφορές γίνονται οι πωλήσεις του 50% του όγκου των προϊόντων. Αυτό πρεπει να αλλάξει, σημείωσε και συμπλήρωσε: «Θέλουμε υγιή και κερδοφόρα ανάπτυξη και αυτό εξαρτάται από τις κατηγορίες των προϊόντων και από το πόσο επιθετικοί θέλουμε να είμαστε σε σχέση με τον ανταγωνισμό.
Αναφερόμενος στη δραστηριότητα του πολυεθνικού ομίλου στην Ελλάδα, ο Γάλλος μάνατζερ επισήμανε ότι απασχολεί 750 εργαζομένους, είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής των σούπερ μάρκετ -στις 26 κατηγορίες που δραστηριοποιείται κατέχει το 30% των συγκεκριμένων αγορών και το 3%-4% του συνολικού τζίρου των σούπερ μάρκετ- συνεργάζεται με 710 προμηθευτές, διαθέτει τρία εργοστάσια, δύο κέντρα διανομών, στον Ρέντη και στο Σχηματάρι. Στη διάρκεια του 2017 πέτυχε πλήρως τους στόχους του, αν και είχε ελαφρά μείωση των πωλήσεων έναντι του 2016.
Διεθνώς, ο όμιλος το 2017 είχε πωλήσεις ύψους 53,7 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 12,9 δισ. ευρώ τα πραγματοποίησε στην αγορά της Ευρώπης, τα 17,5 δισ. ευρώ στη Αμερική και το 60% των πωλήσεών του προέρχεται από τις αναπτυσσόμενες χώρες. Απασχολεί συνολικά 161.000 εργαζομένους, διαθέτει 400 brands σε 190 χώρες και 2,5 δισεκατομμυρια άνθρωποι χρησιμοποιούν καθημερινά προϊοντα της Unilever.
Ωστόσο, ή διοίκηση του ομίλου δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην ανάπτυξη του εργοστασίου του Pummaro που διαθέτει στη Γαστούνη του νομού Ηλείας. Οι πωλήσεις του το 2017 ανήλθαν στα 24 εκατ. ευρώ και απασχολεί 150 εργαζομένους, κυρίως εποχικό προσωπικό, το οποίο λειτουργεί με τη μέθοδο των γεωργικών συμβολαίων.
Όπως υπογράμμισε η διευθύντρια του εργοστασίου, Στέλλα Γεωργανά, από το 2011 η Ελαϊς Unilever Hellas εγκαινίασε στο εργοστάσιο ένα πρότυπο πρόγραμμα συμβολαιακής αειφόρου καλλιέργειας τομάτας και τα αποτελέσματα μετά από επτά χρόνια είναι εντυπωσιακά. Σε αυτό το διάστημα, σύμφωνα με την ίδια, αυξήθηκαν κατά 25% τα καλλιεργούμενα στρέμματα, από 4.500 σε 5.600 σήμερα, κατά 33% αυξήθηκε η συνολική παραγωγή τομάτας, από 34.000 τόνοι σε 45.000 τόνους και κατά 158% αυξήθηκαν οι εξαγωγές, από 9.700 τόνους σε 25.000 τόνους. Όπως πρόσθεσε η κ. Γεωργανά, σε αυτό το διάστημα των επτά χρόνων παρατηρήθηκε με το συγκεκριμένο πρόγραμμα 70% μείωση απορριμάτων, 30% μείωση κατανάλωσης νερού άρδευσης, 22% μείωση των εκπομπών διοξειδίου τού άνθρακα, 30% μείωση στη χρήση αζωτούχων λιπασμάτων και 30% μείωση στην περιβαντολλογική επίπτωση στους ζώντες πληθυσμούς. Η παραγωγή του εργοστασίου βασίζεται σε 100 παραγωγούς τομάτας, στους οποίους παρέχονται σπόροι, λιπάσματα και τεχνολικός εξοπλισμός, καθώς και επαναλαμβανόμενα εκπαιδευτικά σεμινάρια.
Για το 2018, υποστήριξε η διευθύντρια του εργοστασίου, «έχει ξεκινήσει ένα τριετές φιλόδοξο πρόγραμμα για την προστασία της υγείας του εδάφους και της ποιότητας των υπογείων υδάτων, με στόχο την αξιολόγηση και βελτιστοποίηση των παραμέτρων που επηρεάζουν τη σωστή θρέψη της τομάτας. Βασικό εργαλείο θα είναι μία βάση δεδομένων που θα περιλαμβάνει τα θρεπτικά συστατικά και θα εξετάζει την ποιότητα και την επάρκειά τους. Επίσης, θα εφαρμοστεί ένα πρόγραμμα δράσεων προστασίας της βιοποικιλότητας της περιοχής, με ενίσχυση και διτήρηση τοπικών πληθυσμών, όπως τα πουλιά. Τέλος, θα δημιουργηθεί μία διαδικτυακή εκπαιδευτική πλατφόρμα για τους καλλιεργητές».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ