Το ιδεώδες θα ήταν να μην υπάρχει καν ο όρος Μακεδονία. Χαίρω πολύ! Εχω βαρεθεί να το ακούω. Είναι μια δικαιολογία για να καλοπιάνουμε εκείνους που ετοιμαζόμαστε να πληγώσουμε ή να ενοχλήσουμε με τη γνώμη μας. Ομως, η πραγματικότητα, την οποία έρχεται να βάλει σε τάξη η συμφωνία της κυβέρνησης με τα Σκόπια, περιλαμβάνει τον όρο Μακεδονία εδώ και 27 χρόνια τουλάχιστον.
Ας μην παριστάνουμε, θέλω να πω, ότι φρίττουμε, επειδή μόλις ανακαλύψαμε ότι η διαπραγμάτευση αφορά το όνομα της Μακεδονίας. Αυτό ήταν το αντικείμενο από την αρχή· και το ζητούμενο από την ελληνική πλευρά ήταν να περιορίσει εννοιολογικά τον όρο «Μακεδονία» (ήδη αποδεκτό από 140 χώρες), ώστε η νέα Μακεδονία των γειτόνων να μη συγχέεται με την αρχαία, που ανήκει στην πολιτιστική κληρονομιά μας. Με αυτό ως δεδομένο, η συμφωνία είναι καλή: πετυχαίνει σε σημαντικό βαθμό τους γνωστούς στόχους που είχε θέσει η Αθήνα από το 2008.
Βεβαίως, δεν είναι άριστη και έχει προβλήματα. Το πρώτο αφορά την ένταξη των γειτόνων στο ΝΑΤΟ, διαδικασία της οποίας η δυναμική μπορεί να αυτονομηθεί από την εφαρμογή της συμφωνίας και να τρέξει μόνη της. Το δεύτερο αφορά τα εμπορικά σήματα και τα συναφή· όμως, μετά 27 χρόνια, είναι λογικό αυτά τα θέματα να χρειάζονται χρόνο για να ξεμπερδέψουν. (Πέραν του ότι, αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, καμία συμφωνία δεν μπορεί ποτέ να αποτυπώσει πλήρως ή, πολύ περισσότερο, να παγώσει την πραγματικότητα. Θέματα, λοιπόν, που αφορούν πρακτικές οι οποίες απλώνονται σε όλο το εύρος της κοινωνικής ζωής και πρέπει να αλλάξουν επαφίενται και στην καλή διάθεση των δύο μερών, που θα αναπτυχθεί συν τω χρόνω.) Η ουσία της συμφωνίας, όμως, συμπυκνώνεται στο εξής: Εκείνοι μας δίνουν τον γεωγραφικό προσδιορισμό (Βόρεια), εμείς τους δίνουμε εθνότητα και γλώσσα. Κατά τη γνώμη μου, που βασίζεται στην όποια ιστορική γνώση του θέματος μπορώ να έχω, αυτός είναι ένας έντιμος συμβιβασμός.
Ορθώς η Ν.Δ. αναδεικνύει το ζήτημα της παραχώρησης της γλώσσας και της εθνότητας ως το κεντρικό της διαπραγμάτευσης, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το θεωρεί «ρίζα του σκοπιανού αλυτρωτισμού». Αν είμαστε ειλικρινείς όταν δηλώνουμε ότι επιθυμούμε τη σταθερότητα του κράτους που ονομάζουμε ΠΓΔΜ, δεν γίνεται παρά να δεχθούμε Μακεδόνες και μακεδονική γλώσσα. Αν ο σκοπός μας είναι να τους πείσουμε, με κάποιον έξυπνο τρόπο (είμαστε ο εξυπνότερος λαός του κόσμου, κάτι θα βρούμε), να απαρνηθούν τον τρόπο που αυτοπροσδιορίζονται και ο οποίος έχει πίσω του δεκαετίες παράδοσης, τότε μπορούμε να τους αρνούμαστε γλώσσα και εθνικότητα. Εξαρτάται τι θέλουμε! Πάντως, αν θέλουμε να μπούμε στο κεφάλι τους μέσα και να ρυθμίσουμε την αντίληψη για τον εαυτό τους, η διπλωματία δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα και αδίκως συζητούμε.
Δικαίωμα του καθενός, βέβαια, να ελπίζει ότι με διπλωματικά μέσα θα πετύχει το αδύνατο. Στο κάτω κάτω και η Δεξιά έχει δικαίωμα στο όνειρο και στην πλάνη. Γιατί μόνο η Αριστερά; Ομως το θέμα είναι πραγματικό, δεν είναι άσκηση επί χάρτου ούτε επιτραπέζιο. Ο σλαβομακεδονικός εθνικισμός υπάρχει από το 1903, είτε μας αρέσει είτε όχι. Δεν μπορούμε να παριστάνουμε ότι εφευρίσκεται αυθαιρέτως από τον Τίτο το 1944 για εσωτερικούς λόγους. Αυτοί οι εσωτερικοί λόγοι πάτησαν σε μια πραγματικότητα που προϋπήρχε και της έδωσαν την ευκαιρία με τα χρόνια να εδραιωθεί. Η Ν.Δ., ωστόσο, θεωρεί ότι το ζήτημα αρχίζει το 1944 και διαγράφει τελείως τα προηγηθέντα.
Ο λόγος για τον οποίον το κάνει εξηγείται στο έγγραφο που κοινοποίησε η Ν.Δ. Αν εμείς τους αναγνωρίσουμε ως Μακεδόνες, υποστηρίζει, «θα νομιμοποιούνται και έναντι της Ελλάδος να ισχυριστούν στο μέλλον ότι το “Μακεδονικό έθνος τους” επεκτείνεται πέραν των συνόρων τους». Μα πώς θα το κάνουν, διερωτάται ο καθένας. Ο αλυτρωτισμός προϋποθέτει αλύτρωτους. Τους βλέπει κανείς και δεν το λέει; Υπάρχουν κρυπτόμενοι και περιμένουν την ευκαιρία; Οχι, βέβαια. Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά είναι αρνητικές και η επιμονή της Ν.Δ. στον όρο «αλυτρωτισμός» είναι εσφαλμένη, αν δεν είναι παραπειστική.
Ο πραγματικός λόγος προκύπτει από το επιχείρημα με το οποίο ενισχύεται, υποτίθεται, η συγκεκριμένη θέση: «Διότι όταν οι πολίτες ενός κράτους ονομάζονται “Μακεδόνες” και παράλληλα η χώρα τους “Βόρεια Μακεδονία”, συνάγεται το συμπέρασμα ότι υπάρχει και μία “άλλη Μακεδονία” –προφανώς η “Νότια”– στην οποία κατοικούν άλλοι “Μακεδόνες” οι οποίοι βρίσκονται υπό την κυριαρχία ενός άλλου κράτους». Σοβαρά, βρε παιδιά; Δηλαδή, τόση εμπιστοσύνη έχουμε στους Ελληνες της Μακεδονίας; Αρκεί η ύπαρξη μιας Βόρειας Μακεδονίας κατοικούμενης από Μακεδόνες σλαβικής καταγωγής για να νιώσουν ότι απειλείται η ταυτότητά τους; Αν είναι έτσι, τότε η εθνική συνείδηση πρέπει να είναι πολύ ρηχή και επισφαλής στους Βορειοελλαδίτες – και, ως γνωστόν, κάθε άλλο παρά αυτό ισχύει. Το αληθινό πρόβλημα της Ν.Δ. με την αναγνώριση εθνότητας είναι ότι οι Βορειοελλαδίτες χάνουν το αποκλειστικό προνόμιο στον όρο «Μακεδόνες». (Και απορώ γιατί αποφεύγουν να το πουν ευθέως…) Προφανώς, η πολιτιστική κληρονομιά της αρχαίας Μακεδονίας δεν μας φθάνει, χρειαζόμαστε και τη βούλα. Πληρώνουμε το κόστος ενός εθνικού μύθου, του δικού μας, που δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει την εξέλιξη της πραγματικότητας.
Πηγή: Καθημερινή, έντυπη έκδοση