«Ο άξιος δημοσιογράφος δεν είναι ιδιαιτέρως συμπαθής στους ισχυρούς. Τον υπολογίζουν, τον φοβούνται κιόλας, αλλά κανένας σχεδόν δεν τον εμπιστεύεται ως φίλο και οικείο».
Γιάννης Μαρίνος,
διευθυντής του Οικονομικού Ταχυδρόμου
«Μερικοί κύριοι νομίζουν ότι είμαστε συνάδελφοι…»
Μάνος Χατζιδάκις
Όσα χρόνια δουλεύω σε εφημερίδες και άλλα ΜΜΕ δεν χρησιμοποίησα ποτέ πρώτο ενικό πρόσωπο. Το κάνω τώρα για πρώτη φορά – γιατί είναι και η τελευταία: σταματάω να γράφω. Θα συνδράμω με άλλους τρόπους το Ανοιχτό Παράθυρο– που ήδη καταξιώθηκε και έχει το κοινό του.
Ίσως τα κείμενά μου θα λείψουν σε κάποιους. Προφανώς οι περισσότεροι απλώς θα αδιαφορήσουν. Σε κάθε περίπτωση δεν θα χάσει η Βενετιά βελόνι. Αναγγέλλω όμως ότι θα σταματήσω να αρθρογραφώ ως υποχρέωση απέναντι σε όσους μου έκαναν την τιμή να διαβάζουν όσα έγραφα για δεκαετίες.
Τα τελευταία χρόνια δεν γράφω για βιοπορισμό. Συμπλήρωσα τα συντάξιμα χρόνια και μπορώ να ζήσω με την -κουτσουρεμένη- σύνταξή μου.
Δεν έχω δυσκολία να κάνω εχθρούς, αν πρόκειται να πω αυτό που νομίζω σωστό -και ήδη έχω πολλούς, με αντάλλαγμα πολύ λίγους φίλους. Κατεβάζω όμως το μολύβι γιατί στο σημερινό πλαίσιο άσκησης της δημοσιογραφίας και της πολιτικής -κατά προέκταση- δεν υπάρχει κάτι να υπερασπιστώ.
Πιστεύω πάντα ότι τα τελευταία χρόνια στο δημόσιο βίο δυο πρόσωπα έχουν ενδιαφέρον: ο σημερινός Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο πρώην Πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής. Καθένας με το ιδεολογικό και πολιτικό φορτίο του, αλλά με έναν κοινό παρονομαστή: αντιστάθηκαν στο δόγμα «ή μεθ’ ημών, ή καθ’ ημών «με το οποίο η κρατικοδίαιτη κάστα του κατεστημένου υπέταξε την πολιτική τάξη- με εργαλείο τα ΜΜΕ και το χρήμα. Γι’ αυτό έχουν τους ίδιους αντιπάλους.
Ωστόσο και οι δυο -στο χώρο του ο καθένας- μένουν αδρανείς απέναντι σε φαινόμενα που τραυματίζουν την πολιτική και το πολίτευμα. Ταυτόχρονα αποτελούν εγκαιροφλεγείς βόμβες για τους ίδιους -αν δεν αποφασίσουν να τα αντιμετωπίσουν αποφασιστικά- έστω με καθυστέρηση.
Οι γόρδιοι δεσμοί
Αρχίζοντας από την κυβερνητική παράταξη, τις τελευταίες ημέρες διαμορφώνεται μια κατάσταση ασύμβατη με την κοινοβουλευτική τάξη: υπουργός διαφωνεί με τον Πρωθυπουργό και παραμένει στη θέση του. Ο Πάνος Καμμένος κατέθεσε τη διαφωνία του και στη Βουλή για το Μακεδονικό -προσθέτοντας ότι καθιστά τον Πρωθυπουργό υπό προθεσμία: υποσχέθηκε -παραληρηματικά- να…ρίξει την κυβέρνηση, όταν φέρει τη συμφωνία για επικύρωση.
Ωστόσο είναι ακόμη υπουργός και εκδηλώνει τη διαφωνία του, όχι ως επικεφαλής κόμματος όπως δικαιούται, αλλά από τα υπουργικά έδρανα. Αλλά η πρωθυπουργία δεν είναι συλλογικός θεσμός. Κυβέρνηση με δυο πολιτικές δεν νοείται.
Ο μικρότερος κυβερνητικός εταίρος διαμορφώνει έναν γόρδιο δεσμό με τον μεγαλύτερο. Ότι ο Τσίπρας δεν έκοψε αυτόν το δεσμό, ζητώντας ως τώρα την παραίτησή του -αφήνοντας στη Βουλή το προνόμιο να επαναβεβαιώσει την πλειοψηφία του -έστω με νέα σύνθεση- παραμορφώνει το θεσμικό ιμπέριουμ του Πρωθυπουργού. Απογοήτευση!
Από τη συντηρητική παράταξη ο Κ. Καραμανλής συνέλαβε τις αιτίες της κακοδαιμονίας της χώρας, συγκρούσθηκε για να υπερασπιστεί την αυτονομία της πολιτικής απέναντι τους, ηττήθηκε, έμεινε όρθιος και χειρίσθηκε αξιοπρεπώς και με ευθύνη -ενίοτε και με μεγαθυμία -όσα ακολούθησαν.
Αλλά στο Μακεδονικό τον εγκλωβίζει το ίδιο το κόμμα του. Δημόσια ο αντιπρόεδρος Άδωνις Γεωργιάδης –ευτελίζει την ακέραιη στάση του το 2008, στο Βουκουρέστι, προβάλλοντας χυδαία ότι έκανε απλώς μια μπλόφα. Ταυτόχρονα ενώ ο ίδιος αποφεύγει κάθε ανάμειξη στα εσωκομματικά, η σημερινή ηγεσία της ΝΔ δεν του αναγνωρίζει το δικαίωμα της απόστασης.
Έτσι -ο θεωρούμενος από όλους φυσικός επικεφαλής της συντηρητικής παράταξης- «υποχρεώθηκε» να βάλει την υπογραφή του σε μια πρόταση μομφής, εναντίον μιας κυβέρνησης που έφερε στο Μακεδονικό συμφωνία διεθνούς αποδοχής, στην ούγια της οποίας υπάρχει η υπογραφή του και εκβιάσθηκε δημόσια από στοιχεία του κόμματός του, να στραφεί κατά της συμφωνίας.
Ήταν ο δικός του γόρδιος δεσμός και δεν τον έκοψε. Έστω και αν κρατάει τον τελευταίο λόγο για την ώρα που θα έλθει στη Βουλή η συμφωνία. Ότι κατέφυγε -αμυνόμενος- σε μια σολομώντεια απρόσωπη δήλωση προτάσσοντας την υπουργό Εξωτερικών του ήταν ανοχή στους «μουσαφιραίους» που εκτρέπουν τη ΝΔ από τις ιδρυτικές ράγες της. Πίκρα.
Η πολιτική των συγκερασμών
Προφανώς και ο Τσίπρας και ο Καραμανλής θεώρησαν αυτά τα φαινόμενα επουσιώδη. Μπροστά στη συμφωνία ο ένας -έστω και χωρίς κυβερνητική συνοχή. Και μπροστά στη συνοχή της ΝΔ ο άλλος- έστω και εναντίον της λύσης. Αυτό όμως αντιστρατεύεται τον παιδαγωγικό χαρακτήρα της πολιτικής, αλλά και την κοινή λογική. Από τον Καμμένο εξαρτάται η κυβερνητική πορεία της Αριστεράς εφεξής; Ο Άδωνις θα ορίσει την ενότητα της ΝΔ; Θα κινδυνευε η συμφωνία στο Μακεδονικό απο τη συμπληρωματική δράση ΑΝΕΛ -ακραίων της ΝΔ; Το αντίθετο.
Ας μην κρυβόμαστε: ο σημερινός Πρωθυπουργός καταπίνει την ασυδοσία ενός υπουργού και ο πρώην ανέχεται την ιδεολογική αλλοίωση του κόμματός του από τη συμμαχία του Νεομητσοτακισμού με τους ακραίους.
Θα ήταν λάθος αυτή τη στιγμή να αποσύρει ο Τσίπρας τον Καμμένο από την κυβέρνησή του ή να εναντιωθεί ο Καραμανλής στο ρεσάλτο των ακραίων που οδηγούν σε εθνικιστικό και αντιευρωπαϊκό κατήφορο τη συντηρητική παράταξη; Μάλλον δεν ξέρουν τη δύναμή τους- ως κυρίαρχοι: ο ένας στην Κεντροαριστερά και ο άλλος στην Κεντροδεξιά.
Απο εκεί και πέρα ο καθένας δίνει την απάντηση που βρίσκεται πιο κοντά στην κοσμοθεωρία του. Κατά τη δική μου γνώμη είναι αναγκαίο. Η άσκηση της πρωθυπουργικής εξουσίας δεν είναι διαπραγματεύσιμη και η συνοχή των κομμάτων της αντιπολίτευσης δεν είναι αυτοσκοπός. Ας δούμε την ιστορία του Ελευθέριου Βενιζέλου, του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Ανδρέα Παπανδρέου.
Όταν πολιτικοί με προσωπική ακτινοβολία συμβιβάζονται, χάνει το ενδιαφέρον της η πολιτική, ως μηχανισμός που κινεί την κοινωνία μέσα από ιδεολογικές αναμετρήσεις και πολιτικές αντιπαραθέσεις.
Εδραιώνονται παθογένειες που επιτρέπουν σε κάποιον σαν τον Άδωνι να είναι αντιπρόεδρος κόμματος εξουσίας και σε κάποιον σαν τον Καμμένο να κάνει τον «εγγυητή» της εθνικής πορείας. Σε κάποιον σαν τον Στουρνάρα να είναι διοικητής της κεντρικής τράπεζας. Σε κάποια σαν τη Γεννηματά να είναι «ιδρύτρια» κόμματος. Αυτό είναι η έκπτωση και το τέλος πολιτικής.
Διαμορφώνει συνθήκες που επιτρέπουν σε δυνάμεις εκτός πολιτικής να δρομολογούν -με τη μιντιακή και οικονομική ισχύ τους- για την κυβέρνηση κάποιον που καμαρώνει για τα πτυχία του, έχοντας δίπλα του αγοραίους εκπρόσωπους της πολιτικής υποκουλτούρας και της Ακροδεξιάς.
Έτσι η πολιτική παύει να εμπνέει -εμένα τουλάχιστον. Οπότε παίρνω τις αυταπάτες μου και αποχωρώ. Έτσι κι αλλιώς περισσεύω, σε ένα σύστημα στο οποίο η δημοσιογραφία υποτάσσεται στον «αγροίκο πλούτο» που έλεγε ο αείμνηστος Διαμαντής Πεπελάσης.
ΜΜΕ χωρίς ενημέρωση
Πάντα υπήρχαν κακοί δημοσιογράφοι, διασταυρούμενες σκοπιμότητες και συμφέροντα στα ΜΜΕ. Αλλά η δημοσιογραφία έπαιζε το ρόλο της. Δεν ήταν όλοι άγγελοι. Αλλά οι διάβολοι ήταν δακτυλοδεικτούμενοι. Τώρα κομπάζουν προκλητικά- από παντού, μεταμορφωμένοι ή όχι.
Η δημοσιογραφία έγινε κακόφημο επάγγελμα -όσο και η πολιτική. Η κρίση αντιπροσώπευσης είναι η κοινή ασθένεια που απωθεί την κοινωνία από τα κόμματα και τα ΜΜΕ.
Υπάρχουν αξιόλογοι δημοσιογράφοι με ικανότητες στο ρεπορτάζ -ιδίως νέα παιδιά με θέληση, καλές σπουδές και ευρύ πεδίο γνώσεων. Αλλά δεν υπάρχει δημοσιογραφία. Γιατί δεν έχουν πού να γράψουν. Δεν υπάρχουν μέσα ενημέρωσης για να απορροφήσουν το προϊόν της δουλειάς τους. Οι λίγες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα.
Σε πόσα ΜΜΕ σήμερα οι δημοσιογράφοι αξιολογούνται με βάση την ακεραιότητα τους, ή την ικανότητα να αναζητούν και να υπερασπίζονται την αλήθεια; Η αποκαλυπτική δημοσιογραφία -αν μπορεί να είναι τίποτε άλλο πέρα από αποκαλυπτική η δημοσιογραφία- είναι είδος σε ανεπάρκεια. Οι λίγοι εκπρόσωποί της συκοφαντούνται από τα πιο ανυπόληπτα πρόσωπα.
Από τις παλιές μεγάλες εφημερίδες -που απεικόνιζαν τις δυο παρατάξεις δημοσιογραφικά- η μια είναι παγιδευμένη στις επιλογές του συγκροτήματός της και οι άλλες δυο αλλάξαν στρατόπεδο. Εκεί που κρεμούσαν οι καπεταναίοι τ’ άρματα, κρεμούν τα νταούλια οι λιβελογράφοι και οι γελωτοποιοί του βασιλέως.
Ποτέ άλλοτε οι επιχειρήσεις ΜΜΕ -αλλά και συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι – δεν ήταν τόσο προκλητικά όργανα συμφερόντων, προπαγάνδας, υπεράσπισης ακόμη και της ανομίας. Απελπίζεται όποιος συνειδητοποιεί σε ποιους πέρασαν τα ΜΜΕ μετά τον Λαμπράκη, τη Βλάχου, ή τον Τεγόπουλο και ποιοι γίνονται σήμερα επιτελικά στελέχη.
Υπάρχει πολύ λίγος χώρος στα μίντια για πραγματική ενημέρωση και έντιμη κριτική. Η προπαγάνδα δεν είναι ενημέρωση η χυδαιολογία δεν είναι αρθρογραφία, η, η κομματική στράτευση δεν είναι δημοσιογραφία , ο πλουτισμός δεν είναι αποστολή. Δημοσιογραφία δεν νοείται με pay rolls και φύτεμα ημέτερων δημοσιογράφων στα ΜΜΕ, ως αποδέκτες των non papers.
Η δημοσιογραφία του αφεντικού
Το Διαδίκτυο δεν έφερε την άνοιξη. Υπάρχουν αξιοπρεπή ατομικά ή ομαδικά ιστολόγια και κάποια αξιόλογα επαγγελματικά sites. Αλλά υπάρχουν και ιντερνετικοί οχετοί που πνίγουν κάθε έννοια ενημέρωσης. Ηλεκτρονικά μέσα στρατολογημένα -και χρηματοδοτούμενα- από κάθε είδους συμφέροντα. Με ύποπτες επιδιώξεις και με πανάθλια εκφορά λόγου.
Εκτός από την κυριαρχία οικονομικών παραγόντων στα ΜΜΕ, η δημοσιογραφία πλήττεται από δημοσιογράφους που – χωρίς αίσθηση αποστολής και επαγγελματική ευσυνειδησία- υπηρετούν τις επιδιώξεις των «αφεντικών».
Κάνουν μπαμ από μακριά όσοι έγιναν κυνηγοί ατομικής ευημερίας με θεμιτά και αθέμιτα μέσα: αμείβονται μέσω εταιριών, έχουν εισοδήματα πολλαπλάσια του μισθού τους, λειτουργούν ως φερέφωνα και διαμεσολαβητές πολιτικών και οικονομικών παραγόντων- μερικοί λειτουργούν ευθέως και ως πλασιέ προϊόντων- και επιδεικνύουν προκλητικά τα σύμβολα του πλούτου τους.
Αυτή η κατάσταση δεν συσκοτίζει απλώς την ενημέρωση. Καθιστά την ελευθεροτυπία χωρίς αντίκρισμα. Εξυπηρετεί την εξουσία γιατί την απαλλάσσει από την κριτική, από το φόβο της αποκάλυψης και τον έλεγχο. Κρύβει όσα συμβαίνουν πίσω από τις κουρτίνες σε βάρος της κοινωνίας. Χωρίς μαχόμενη δημοσιογραφία δεν υπάρχει προστασία της δημοκρατικής τάξης.
Στο παρελθόν οι κομματικοί μηχανισμοί και η πολιτική εξουσία περιόριζαν τη φωνή των δημοσιογράφων με διώξεις. Τώρα απλώς τους εξαγοράζουν -όπως τους πολιτικούς. Υπάρχουν στρατοί στην υπηρεσία πολιικών παραγόντων, κομματικών μηχανισμών και επιχειρηματικών συμφερόντων- ταυτόχρονα ενίοτε. Καθημερινά δρουν στα ΜΜΕ δίκτυα παραπληροφόρησης που ξεπερνούν κάθε όριο ηθικής και ευπρέπειας. Πρόσωπα που εμφανίζονται ως δημοσιογράφοι -ενίοτε με αγγελικό πρόσωπο- κατασκευάζουν αδίστακτα «ενημέρωση» με το αζημίωτο.
Σ’ αυτό το πεδίο η δημοσιογραφία που στήριζε -δια της ανάδειξης της αλήθειας- τις ιδέες, την ευημερία της κοινωνίας και την ενίσχυση της χώρας, ηττάται διαρκώς.
Η Αριστερά -ως φορέας κοινωνικής απελευθέρωσης και Δημοκρατίας και ως δύναμη κάθαρσης της πολιτικής και απελευθέρωσης της αλήθειας -δεν έχει δυνάμεις να ανταποκριθεί στο ρόλο της. Δέχεται ανορθόδοξο πόλεμο από τη διαπλοκή που συσπειρώνει τα πιο τυχοδιωκτικά στοιχεία της χώρας εναντίον της και γίνεται χλεύη των ηττημένων, των μιζαδόρων, των άξεστων και των εκφυλισμένων.
Οι νεότεροι ως ελπίδα
Σ’ αυτές τις συνθήκες η ελληνική δημοσιογραφία δυσκολεύεται να βρει το ρόλο της, έτσι όπως ασκείται στο δυτικό κόσμο: υπέρ της κοινωνίας δια της ενημέρωσης. Αδέσμευτη και έντιμη με καθαρό προσανατολισμό και επαγγελματική ακεραιότητα και των ΜΜΕ και των δημοσιογράφων τους. Γι’ αυτό χάνει διαρκώς την εμπιστοσύνη του κοινού.
Για να την ανακτήσει πρέπει να κατέχουν τα ΜΜΕ κανονικοί εκδότες- επιχειρηματίες και να μην είναι παραρτήματα άλλων δραστηριοτήτων, που όζουν ενίοτε. Και σ’ αυτό το πλαίσιο να γίνουν οι δημοσιογράφοι κύριοι διαχειριστές της είδησης- με τους λιγότερους δυνατούς περιορισμούς και χωρίς έξωθεν δεσμεύσεις.
Πρωτίστως οι πολίτες στηρίζουν εφημερίδες και άλλα ΜΜΕ στα οποία η επαγγελματική δημοσιογραφία είναι σεβαστή, αποκαλυπτική και μαχόμενη. Δεν ασκείται για λογαριασμό κομμάτων, πολιτικών και επιχειρηματιών, αλλά υπέρ του κοινωνικού συνόλου- στο διακριτό επιχειρηματικό, ιδεολογικό και ολιτικό πλαίσιο που επιλέγει κάθε ΜΜΕ. Προφανώς είμαστε μακριά από αυτό το σημείο.
Ανέκαθεν οι ιδιοκτήτες των ΜΜΕ έπαιζαν παιχνίδια -πολιτικά κυρίως παλαιότερα. Αλλά υπήρχε δημοσιογραφία και οι δημοσιογράφοι ήταν οι κυνηγοί της είδησης, όχι ιμάντες διαμεσολάβησης, ή «βαποράκια» -που λέει ο πολύπειρος φίλος μου Βασίλης Σκουρής. Το πλεονέκτημα τους ήταν ότι τους εμπιστεύονταν οι πολίτες, επειδή το έκαναν με επάρκεια, συνέπεια και ειλικρίνεια-με τις αποχρώσεις και τις αποκλίσεις τους.
Οι νέοι δημοσιογράφοι δεν είχαν άλλο τρόπο να αναδειχθούν, από το να γίνουν καλοί στη δουλειά -και να την κάνουν υπέρ της εφημερίδας που δούλευαν, όχι υπέρ του εαυτού τους, ή υπέρ τρίτων. Μάθαιναν να ζουν μόνο με τον μισθό τους και είχαν στόχο να αναδειχθούν, όχι να πλουτίσουν από τη δημοσιογραφία.
Αυτοί οι δημοσιογράφοι λογοδοτούσαν μόνο στη συνείδηση τους και στους διευθυντές τους. Και αυτοί οι διευθυντές ήταν πρωτίστως δάσκαλοι της δημοσιογραφίας. Σ’ αυτούς αφιερώνω το τελευταίο μου κείμενο….
Πηγή: anoixtoparathyro.gr