Το ερώτημα του τίτλου, προδήλως ρητορικό. Η απορία υπάρχει, απάντηση, όμως, είναι δύσκολο να δοθεί.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Ωστόσο, παρατηρεί κανείς μια αλληλουχία γεγονότων που δεν εξηγούνται σε πρώτη ανάγνωση. Η τελευταία δημοσκόπηση (Pulse για τον Σκάϊ) εμφανίζει τη Ν.Δ να προηγείται με 12,5 μονάδες του ΣΥΡΙΖΑ και μάλιστα να ενισχύεται ύστερα από τη Συμφωνία των Πρεσπών και την αντίδραση που φαίνεται να έχει προκαλέσει στη Βόρεια Ελλάδα.
Μια άλλη αξιωματική αντιπολίτευση θα αξιοποιούσε αυτή τη συγκυρία για να αισθανθεί ασφαλής και να επενδύσει σε ένα αφήγημα για την Ελλάδα μετά τα μνημόνια. Να παρουσιάσει το εναλλακτικό της πρόγραμμα σε όλες τις εκφάνσεις της οικονομίας, των θεσμών και του δημόσιου βίου. Να προβάλλει την ηγετική της ομάδα που θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, αυτή που υποτίθεται πως προκύπτει από το “μητρώο στελεχών” και το άνοιγμα στην κοινωνία.
Αντ’ αυτού η στρατηγική της Πειραιώς παραμένει η ίδια και απαράλλαχτη, όπως πριν δύο ή τρία χρόνια. Γνωρίζει πως ο Αλέξης Τσίπρας δεν πρόκειται να προσφύγει στις κάλπες πριν τον Μάϊο του 2019 αλλά επιμένει μονότονα στην ανάγκη να διεξαχθούν εδώ και τώρα εκλογές.
Η κριτική της στον ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να εστιάζεται στα γεγονότα του τέλους του 2014 και του πρώτου επταμήνου του 2015. Για την οικονομία, το προσφυγικό, τις ανακολουθίες.
Από την άλλη, πλειοδοτεί στις ιαχές της εξαλλοσύνης περί “προδοσίας” ή στην …ηπιότερη εκδοχή της “εθνικής μειοδοσίας” (…), κι άλλοτε σιγοντάροντας τους ακραίους των άπνοων συλλαλητηρίων.
Εάν παρακολουθήσει κανείς τη δραστηριότητα κορυφαίων στελεχών της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα βρει δεκάδες έμμεσες ή άμεσες αναφορές υπέρ των συνθημάτων περί μειοδοσίας αλλά ούτε μία καταδίκη για τον βανδαλισμό στο Μνημείο του Ολοκαυτώματος στη Θεσσαλονίκη, τις επιθέσεις σε συγκεντρώσεις (του ΣΥΡΙΖΑ) ενημέρωσης για το Μακεδονικό, τις επιστολές με τις σφαίρες και τις απειλές για εκτελεστικά αποσπάσματα σε υπουργούς και βουλευτές, ή τις ακροδεξιές προτροπές “στα όπλα, στα όπλα, να πάρουμε τα Σκόπια”.
Γιατί όλα αυτά;
Είναι ο φόβος να μην δημιουργηθεί κενό “πατριωτισμού” και παρεισφρήσει κάποιο νέο ούλτρα δεξιό κόμμα; Πιθανώς, αλλά κακώς. Με σημαιοφόρο της πιο σκληρής εκδοχής της δεξιάς (μετά την μεταπολίτευση) τον Άδωνι Γεωργιάδη είναι μάλλον δύσκολο να επιλέξει κανείς τον Βελόπουλο ή τον Φαήλο.
Αντιθέτως, κατά παράδοξο τρόπο, δεν δείχνει να φοβάται το κενό που αφήνει αυτή η στρατηγική στην πλευρά της Ν.Δ προς το Κέντρο. Γιατί πως αλλιώς να εξηγηθεί το γεγονός ότι “θυμήθηκε” να διαγράψει τον Κωνσταντίνο Μίχαλο, μία εβδομάδα μετά τις δηλώσεις του για το θετικό πρόσημο της απόφασης του Eurogroup, όταν έκανε ένα ολόκληρο μήνα να διαγράψει τον Καμπόσο που εξέμεσε ρατσιστικά συνθήματα κατά του Γιάννη Μπουτάρη και επικρότησε τον προπηλακισμό του. Εάν ο Γιουνκέρ, ο Ντομπρόφσκις, ο Τουσκ και άλλοι Ευρωπαίοι ή οι συντάκτες του Bloomerg και οι αναλυτές της Standard&Poors είχαν προλάβει να εγγραφούν στο “μητρώο στελεχών” της Ν.Δ, ίσως να τους είχε διαγράψει κι αυτούς.
Νοιώθει, άραγε, ότι έχει τον κεντρώο χώρο …στο τσεπάκι του και δεν του χρειάζονται οι Μίχαλοι επειδή προτρέπουν σε πολιτική συνεννόηση και απορρίπτουν τις ιαχές περί προδοσίας; Κι αν έτσι έχουν τα πράγματα, τι θα κάνει; Θα διαγράψει και τον Βαγγέλη Μεϊμαράκη που λέει ακριβώς τα ίδια πράγματα –μόλις πρόσφατα σε ημερίδα του Οικονομικού Επιμελητηρίου.
Κανονικά, η Ν.Δ του Κυριάκου Μητσοτάκη όχι μόνο δεν θα έπρεπε να διαγράφει τον Μίχαλο αλλά θα έπρεπε -εάν δεν υπήρχε- να τον είχε εφεύρει. Για να κρατά ανοιχτούς τους διαύλους με την μετριοπαθή κοινωνία, την αγορά και τα υπολείμματα της μεσαίας τάξης ή και του “μεσαίου χώρου” που έλεγε κι ο Καραμανλής.
Αντ’ αυτού, όχι μόνο τον διέγραψε αλλά και με την επικοινωνιακά καταστροφική επιχειρηματολογία περί “Δούρειου Ίππου” τον χάρισε έναντι μηδενικού πολιτικού αντιτίμου στην κυβέρνηση και τον Αλέξη Τσίπρα.
Και έδωσε στον πρωθυπουργό μία ακόμα ευκαιρία να αναδεικνύει τη στροφή του προς το Κέντρο, αυτή που ξεκινά από τις συνεδριάσεις των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών (PES) όπου προσκαλείται ως ρεαλιστής και μεταρρυθμιστής και φθάνει μέχρι την αξιοποίηση ανθρώπων σαν τον Μίχαλο στην Επιτροπή για το Σύνταγμα, του Ροζάκη και του Παμπούκη στην ομάδα του Νίκου Κοτζιά για τη στρατηγική στην εξωτερική πολιτική, αλλά και τις συναναστροφές με την εγχώρια επιχειρηματικότητα που κατέληξε, πρόσφατα, στα “συγχαρητήρια” του προέδρου του ΣΕΒ Θόδωρου Φέσσα για την έξοδο από τα μνημόνια.
Όσο ο Κυριάκος Μητσοτάκης σηκώνει το λάβαρο του Μακεδονικού και υιοθετεί τις εθνικιστικές κραυγές που τον περιχαρακώνουν στα πιο προκεχωρημένα φυλάκια της Δεξιάς, ο Αλέξης Τσίπρας βρίσκει έδαφος να κινείται προς το Κέντρο, διατηρώντας με στοχευμένες κινήσεις (π.χ το μήνυμα για την αθώωση της Ηριάννας και του Περικλή) την επαφή του με την Αριστερά. Αλλά η απάντηση στην ηγετική ομάδα της Ν.Δ είναι μάλλον δεδομένη: τις εκλογές δεν θα τις κερδίσει το Bloomberg και τα εύσημα των Ευρωπαίων στον Τσίπρα αλλά οι σημαίες με τον ήλιο της Βεργίνας και το ποδοβολητό του Βουκεφάλα. Πιθανώς σωστό, αλλά οι Βουκεφάλες ενίοτε αφηνιάζουν και πετούν τους αναβάτες στο χώμα.
Κορυφαίο στέλεχος της “καραμανλικής” πτέρυγας απορούσε τις προάλλες γι αυτή την επιμονή του προέδρου του κόμματος στην πιο σκληρή και διχαστική ρητορική, λέγοντας πως κανονικά δεν θα έπρεπε να εκδηλώνει την ανησυχία που εκδηλώνει. “Δεν έχει καμία εσωτερική αντιπολίτευση, καμία υπονόμευση, κανένα εσωκομματικό αντίπαλο δέος, ουδείς τον αμφισβητεί, και, παρόλα αυτά, εκδηλώνει ανασφάλεια”, έλεγε.
Δεν γνωρίζω εάν πρόκειται για ανασφάλεια ή για μία καλά μετρημένη στρατηγική. Ίσως, σε ένα χρόνο από τώρα, να έχει κερδίσει τις εκλογές και να σχηματίζει κυβέρνηση, τροπαιούχος και άτρωτος. Ίσως πάλι όχι. Όταν, όμως, έχεις ποντάρει όλα τα λεφτά σου σε έναν μόνο αριθμό και δεν έχει φροντίσει προληπτικά να κάνεις μία διασπορά, είναι βέβαιο ότι ο βαθμός ανασφάλειας και ανησυχίας σου μεγαλώνει.
“Ο νικητής τα παίρνει όλα”, λέει το γνωστό σλόγκαν. Κι αν δεν είσαι νικητής; Ή εάν δεν είσαι “τόσο” νικητής ώστε να είσαι αδιαμφισβήτητος; Ή εάν, μέχρι τις εκλογές, έχουν μεσολαβήσει δραματικά γεγονότα; Εκεί είναι που αρχίζουν οι αμφιβολίες. Και τότε δανείζεσαι και ποντάρεις ακόμα περισσότερα στον ίδιο αριθμό. Μόνο που τα δανεικά αργά ή γρήγορα θα σου τα ζητήσουν πίσω. Και οι δανειστές είναι συνήθως αυστηροί και απαιτητικοί…