Η ατμοσφαιρική ρύπανση, ακόμη και σε επίπεδα που θεωρούνται ασφαλή, αυξάνει τον κίνδυνο για διαβήτη διεθνώς, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα. Η μελέτη εκτιμά ότι η μείωση των ρύπων στον αέρα, ιδίως στις χώρες με σοβαρό πρόβλημα όπως η Ινδία, θα οδηγήσει σε μείωση των περιστατικών διαβήτη τύπου 2.
Περισσότεροι από 420 εκατομμύρια άνθρωποι εκτιμάται ότι πάσχουν από διαβήτη, ο οποίος είναι μια από τις ταχύτερα αυξανόμενες παθήσεις παγκοσμίως. Η ανθυγιεινή διατροφή, ο καθιστικός τρόπος ζωής και η παχυσαρκία είναι γνωστοί παράγοντες κινδύνου, στους οποίους θα πρέπει να προστεθεί η ρύπανση του αέρα, σύμφωνα με τη νέα έρευνα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον επίκουρο καθηγητή ιατρικής Ζιγιάντ Αλ-‘Αλι του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον στο Σεντ Λούις, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό «The Lancet Planetary Health», ανέλυσαν στοιχεία για περίπου 1,7 εκατομμύρια άτομα χωρίς ιστορικό διαβήτη σε βάθος 8,5 ετών, συσχετίζοντας το επίπεδο ρύπανσης στο οποίο εκτίθεντο διαχρονικά, με την πιθανότητα εμφάνισης διαβήτη στην πορεία.
Διαπιστώθηκε ότι ακόμη και με 2,4 μικρογραμμάρια σωματιδίων ανά κυβικό μέτρο αέρα αυξάνεται ελαφρά ο κίνδυνος διαβήτη. Σύμφωνα με τα στοιχεία, σε επίπεδο ρύπανσης πέντε έως δέκα μικρογραμμαρίων ανά κυβικό μέτρο αέρα, περίπου ένας στους πέντε ανθρώπους (ποσοστό 21%) εμφάνισε διαβήτη. Όταν η έκθεση στη ρύπανση ήταν αυξημένη στα 12 έως 14 μικρογραμμάρια ανά κυβικό μέτρο αέρα, το ποσοστό που εκδήλωσαν διαβήτη, αυξήθηκε στο 24%.
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι η ρύπανση συνέβαλε διεθνώς σε περίπου 3,2 εκατομμύρια νέα περιστατικά διαβήτη το 2016 (το 14% του συνόλου των περιστατικών παγκοσμίως εκείνη τη χρονιά). Επίσης υπολόγισαν ότι 8,2 εκατομμύρια έτη υγιούς ζωής χάθηκαν το 2016 εξαιτίας του διαβήτη που σχετίζεται με τη ρύπανση.
«Η μελέτη μας δείχνει μια σημαντική σχέση ανάμεσα στην ατμοσφαιρική ρύπανση και στο διαβήτη. Βρήκαμε αυξημένο κίνδυνο ακόμη και σε χαμηλά επίπεδα ρύπανσης του αέρα, τα οποία θεωρούνται ασφαλή από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Αυτό είναι σημαντικό, επειδή πολλά βιομηχανικά λόμπι υποστηρίζουν ότι τα τρέχοντα επίπεδα ρυπανσης είναι υπερβολικά αυστηρά και πρέπει να χαλαρώσουν. Τα στοιχεία μας, αντίθετα, δείχνουν ότι τα σημερινά επίπεδα δεν είναι επαρκώς ασφαλή και πρέπει να γίνουν ακόμη πιο αυστηρά», δήλωσε ο δρ Αλ-‘Αλι.
Οι επιστήμονες θεωρούν ότι τα μικροσκοπικά σωματίδια της ρύπανσης εισδύουν στον οργανισμό και οδηγούν σε μειωμένη παραγωγή ινσουλίνης, καθώς και σε χρόνια φλεγμονή, εμποδίζοντας έτσι το σώμα να μετατρέψει τη γλυκόζη του αίματος (σάκχαρο) σε ενέργεια.