«Θα ήταν καλύτερα αν είχαμε κάνει από την αρχή μια σημαντική κατανομή των βαρών ή μια αναδιάρθρωση χρέους» παραδέχεται σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή της Κυριακής» ο πρώην πρόεδρος του Euroworking Group, Τόμας Βίζερ. Υπεραμύνεται ωστόσο των αποφάσεων των θεσμών τα τελευταία οκτώ χρόνια λέγοντας ότι εκείνη τη στιγμή υπήρχαν δυο λόγοι για τους οποίους δεν μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο:
«Πρώτον, βρισκόμασταν στη μέση μιας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και μια σημαντική αναδιάρθρωση του χρέους της Ελλάδας θα μπορούσε να προκαλέσει ακόμα πιο εντυπωσιακές συνέπειες από αυτές της κατάρρευσης της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008. Δεύτερον, το θεσμικό και νομικό πλαίσιο που έχουμε στη διάθεσή μας τώρα δεν ήταν διαθέσιμο εκείνη τη στιγμή. Τέλος, σε έναν ιδανικό κόσμο θα προτιμούσα να ήταν διαφορετικά οργανωμένοι όλοι οι θεσμοί που συμμετέχουν στο πρόγραμμα, με σαφέστερες ευθύνες, καλύτερο συντονισμό και τον ίδιο στόχο».
Ο κ. Βίζερ τονίζει πως η Ελλάδα «μπορεί να έχει ένα λαμπρό μέλλον», όμως «θα πρέπει να πείσει τους επενδυτές ότι βρίσκεται στον δρόμο για μια φιλελεύθερη, αξιοκρατική κοινωνία με ένα καλό εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό. Οι επενδυτές πείθονται αν έχουν εμπιστοσύνη σε ένα δικαστικό σύστημα που είναι ανεξάρτητο και γρήγορο και κυρίως αν υπάρχει μια μοντέρνα και λειτουργική δημόσια διοίκηση. Η Ελλάδα έχει κάνει πρόοδο σε αυτούς τους τομείς και πιστεύω ότι οι βελτιώσεις θα συνεχιστούν τα επόμενα χρόνια. Είναι ξεκάθαρο ότι κάτι τέτοιο δεν γίνεται εν μια νυκτί αλλά αυτά τα πράγματα πρέπει να εξελιχθούν σταθερά».
Καταλήγει πως «δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί νέο πρόγραμμα» και πως, καθώς η χώρα αντιμετωπίζει ελάχιστες αποπληρωμές χρέους, «μπορεί με αυτοπεποίθηση να κοιτάξει το μέλλον, ένα μέλλον που είναι δικό της». Εκτιμά δε ότι η ρίζα της κρίσης στην Ελλάδα ήταν η αδυναμία ή η απροθυμία του πολιτικού συστήματος να εξελιχθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του τέλους του 20ου αιώνα.
Όπως σημειώνει, «ο ρόλος της πολιτικής δεν μπορεί να αφήνει φίλους, πελάτες και ομάδες ειδικού ενδιαφέροντος να δεσμεύουν το κράτος έτσι ώστε να επωφελούνται από μια ειδική σχέση. Η κυβέρνηση πρέπει να διασφαλίσει ότι η πρόσβαση στη Δικαιοσύνη, στην εκπαίδευση και στις κοινωνικές υπηρεσίες είναι δίκαιη και εύκολη και πρέπει να χρηματοδοτηθεί με υπεύθυνο και δίκαιο τρόπο. Αυτό δεν συνέβη στην Ελλάδα και η χώρα οδηγήθηκε στην οικονομική κρίση».
Σύμφωνα με τον κ. Βίζερ, «οκτώ χρόνια προγράμματος έχουν αντιμετωπίσει το πρόβλημα των δημοσιονομικών ανισορροπιών και πολλά άλλα που σχετίζονται με την ανταγωνιστικότητα και τη λειτουργία της διοίκησης».
Αναφερόμενος εξάλλου στην ελληνική κρίση και την χρεοκοπία του 2010, είπε:
Πολλοί πιστεύουν πως η Ελλάδα ήταν το θύμα μιας κρίσης που είχε τις ρίζες της στη δημοσιονομική σπατάλη και μόνο εκεί. Αλλοι εντοπίζουν την κρίση στη χαμηλή και φθίνουσα παραγωγικότητα. Είναι σημαντικοί λόγοι αλλά αποτελούν μόνο τα συμπτώματα και όχι την αιτία. Για μένα η ρίζα της κρίσης ήταν η αδυναμία και η απροθυμία του πολιτικού συστήματος να εξελιχθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του τέλους του 20ου αιώνα. Ο ρόλος της πολιτικής δεν μπορεί να αφήνει φίλους και πελάτες και ομάδες ειδικού ενδιαφέροντος να δεσμεύουν το κράτος έτσι ώστε να επωφελούνται από μια ειδική σχέση”.
Τόνισε, δε, πως “ο έντονος ανταγωνιστικός χαρακτήρας της ελληνικής πολιτικής σκηνής δεν έχει αλλάξει αισθητά τα οκτώ τελευταία χρόνια και αυτό συνήθως οδηγεί σε μία πελατειακή σχέση στην οποία βασίζεται το πολιτικό σύστημα και επηρεάζει τον ρόλο των μέσων ενημέρωσης και την ανεξαρτησία τους. Θα έλεγα πως οι συνθήκες για να ξεπεραστούν οι βασικές αιτίες της κρίσης είναι τώρα καλύτερες από ότι ήταν πριν 8 χρόνια αλλά δεν είναι σε καμία περίπτωση ιδανικές. Αυτό απαιτεί μια βαθύτερη συζήτηση για το πως βλέπουν οι Έλληνες το κράτος και πως προσεγγίζει το κράτος τον πολίτη.”.
Απαντώντας σε ερώτηση για το κόστος των χειρισμών του 2015 και την περίοδο του 2014, τόνισε πως “η συμφωνία (με την τότε κυβέρνηση) το 2014 ήταν αρκετά σαφής. Θα συζητούσαμε ελάφρυνση του χρέους (σ.σ προφανώς αναφέρεται στη συμφωνία του 2012 για την ελάφρυνση του χρέους) μόλις ολοκληρωνόταν η πρώτη αξιολόγηση μετά την πιστοποίηση της επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος από την Eurostat (την άνοιξη του 2014). Οι διαπραγματεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση για την ολοκλήρωση εκείνης της αξιολόγησης δυστυχώς δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ και έτσι οι συνθήκες για μια συμφωνία χρέους δεν υλοποιήθηκαν. Θα ήμασταν έτοιμοι γι αυτό”.
“Υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις για το κόστος των πρώτων επτά μηνών του 2015. Το 2014 πιστεύαμε ότι η Ελλάδα θα διατηρούσε την πρόσβασή της στις αγορές και το 2015 προφανώς δεν θα είναι γίνει και οι κεφαλαιακοί έλεγχοι (capital controls). Έτσι υπήρχε μεγάλη πιθανότητα το ΑΕΠ να ήταν σήμερα υψηκότερο, το επίπεδο χρέους χαμηλότερο και η δημοσιονομική πολιτική θα μπορούσε να είναι πιο χαλαρή απ΄ ότι χρειάζεται σήμερα”, ενώ έκανε λόγο “για ένα πολύ δαπανηρό παιχνίδι που μερικοί άνθρωποι έπαιζαν πίσω από την πλάτη του ελληνικού λαού”.