Ούτε σήμερα μπορεί με άνεση κανείς να μιλήσει ανοιχτά για την ψυχική νόσο, η οποία τον κατατρύχει…
Ζούμε στην εποχή της πάσχουσας ψυχιατρικής μεταρρύθμισης και της ασθμαίνουσας αποασυλοποίησης των ψυχικώς πασχόντων στη χώρα μας, αλλά ο κοινωνικός στιγματισμός της ψυχικής νόσησης παραμένει έντονος και στις ημέρες μας, με αποτέλεσμα να οδηγεί άγνωστο αριθμό ψυχικώς πασχόντων να μη λαμβάνουν την ενδεδειγμένη ψυχιατρική θεραπεία και άλλον άγνωστο αριθμό ψυχικώς πασχόντων να διακόπτουν την φαρμακευτική αγωγή τους, προκειμένου, και οι δύο ως άνω κατηγορίες, να αποφύγουν τον κοινωνικό στιγματισμό και την κοινωνική τους περιθωριοποίηση.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, λοιπόν, τα απεχθή και παρωχημένα πλέον ψυχιατρικά άσυλα βρίσκονταν στο απόγειό τους, ενώ η ψυχική ασθένεια, καθόλα στιγματισμένη, κρυβόταν στα σπίτια, στα άσυλα, στα άδυτα της οικογένειας, μπερδεμένη με απίθανες προκαταλήψεις, οι οποίες μετέτρεπαν τον ψυχικώς πάσχοντα σε ζωντανό νεκρό.
Ο εγκλεισμός στο ψυχιατρείο ήταν κάτι το πολύ εύκολο και απλό για τον οποιονδήποτε, ενώ η έξοδος από αυτό ένα εξαιρετικά σπάνιο ενδεχόμενο…
Εκεί, στα τέλη του 19ου αιώνα, ένας μεγάλος Ευρωπαίος σοσιαλιστής διανοητής, ο Γάλλος συγγραφέας και ανθρωπιστής Εμίλ Ζολά, από τους πρώτους οραματιστές της ευρωπαϊκής ενοποίησης και ευρύτερα γνωστός στην κοινή γνώμη από το υπερασπιστικό «Κατηγορώ» του στην υπόθεση Ντρέιφους, προχωρά σε μία πρωτοφανή για την εποχή του – και όχι μόνο για την εποχή του – κίνηση.
Αποστέλλει γράμμα στον θεράποντα γιατρό του Εντουάρ Τουλούζ, με το οποίο ζητεί να δοθεί στη δημοσιότητα η ψυχιατρική – νευρολογική πραγματογνωμοσύνη, η οποία είχε διενεργηθεί για αυτόν τον ίδιο τον μεγάλο συγγραφέα.
Η έκθεση του Εντoυάρ Τουλούζ για τον Ζολά δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “La Chronique Medicale” και αναδημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 1902, λίγο πριν από τον θάνατο του Εμίλ Ζολά, από την «Ψυχιατρική και Νευρολογική Επιθεώρηση», ενώ η επιστολή του Ζολά προς τον γιατρό του δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Figaro”, στις 31 Οκτωβρίου 1896.
Ο Ζολά έγραψε την επιστολή στις 15 του ιδίου μήνα.
Αντιγράφουμε την επιστολή του Εμίλ Ζολά προς τον γιατρό του από το επιστημονικό περιοδικό «Σύναψις», το οποίο εκδίδει η Εταιρεία Ιστορικών, Επιστημολογικών και Φιλοσοφικών Μελετών «Κοινός Τόπος Ψυχιατρικής, Νευροεπιστημών και Επιστημών του Ανθρώπου».
Η έκκληση του Ζολά
Στις 31 Οκτωβρίου 1896 η γαλλική εφημερίδα “Figaro” δημοσιεύει την επιστολή του Εμίλ Ζολά προς τον Εντουάρ Τουλούζ, αρχίατρο του φρενοκομείου Villejuif:
«Αγαπητέ μου γιατρέ, θέσατε υπ’ όψιν μου τη μελέτη σας σχετικά με τη σωματική και ψυχική μου κατάσταση και μου ζητάτε άδεια να τη δημοσιεύσετε. Διάβασα το ωραίο και λίαν ενδιαφέρον κείμενό σας και θυμήθηκα την ικανοποίηση που μου έδωσαν οι τόσες και μακρές συναντήσεις μας. Και φυσικά, σας χορηγώ ευχαρίστως την άδεια που επιθυμείτε, συνυπογράφοντας τις σελίδες σας ως αυθεντικές και αληθινές. Σας δίνω την άδειά μου, διότι δεν είχα παρά μόνο μία αγάπη στη ζωή μου, την αλήθεια, την όσο γίνεται περισσότερη αλήθεια. Ό,τι μπορεί να προσφέρει αλήθεια δεν μπορεί παρά να είναι κάτι το εξαιρετικό. Άλλωστε θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικό το ενδιαφέρον μιας μελέτης σαν τη δική σας, που αναδεικνύει, βάσει ασφαλών δεδομένων και κατάλληλων εξετάσεων, την αληθή σωματική και ψυχολογική φύση ενός συγγραφέα ή ενός καλλιτέχνη. Το αποτέλεσμα θα ενέχει μία βεβαιότητα, εναντίον της οποίας τίποτε άλλο δεν θα υπερτερεί. Ό,τι σχετικό θα συνεισφέρετε θα είναι οριστικό και ανέκκλητο. Αν και δεν αναμειγνύεστε στα της λογοτεχνικής κριτικής, μπορώ να ισχυριστώ ότι, μετά από εσάς, καμία κριτική δεν θα μπορέσει να αδιαφορήσει για τα δεδομένα που προσφέρετε σχετικά με τα άτομα που εξετάζετε. Σας δίνω επίσης την άδειά μου, διότι ουδέποτε έκρυψα κάτι, άλλωστε δεν είχα και τίποτε να κρύψω. Έζησα φανερά, μίλησα ανοιχτά και χωρίς φόβο για ό,τι πίστεψα πως θα ήταν καλό και χρήσιμο να πω. Ούτε μία σελίδα, από τις τόσες χιλιάδες που έγραψα, δεν απαρνούμαι. Όσοι φαντάζονται ότι το παρελθόν μου με ενοχλεί, απατώνται ιδιαίτερα, διότι ό,τι θέλησα, το θέλω ακόμη, και δύσκολα όταν οι συνθήκες αλλάζουν. Ο εγκέφαλός μου είναι σαν μέσα σε γυάλινο κρανίο και προσφέρεται σε όλους, χωρίς να φοβάμαι πως μπορεί να προστρέξουν όλοι για να το διαβάσουν. Όσο δε για το ταπεινό μου σαρκίο, πάρτε το, αν νομίζετε ότι μπορεί να φανεί χρήσιμο σε κάτι, στη διδασκαλία, σα μάθημα: είναι δικό σας, ανήκει σε όλους. Κι αν έχει κάποια ελαττώματα, μου φαίνεται πως είναι αρκετά υγιές και αρκετά ισχυρό ώστε να μην ντρέπομαι γι’ αυτό. Άλλωστε, τι σημασία έχει, αποδέχομαι την αλήθεια. Τέλος, αυτή την άδεια δεν σας τη δίνω με κάποια πονηρή ικανοποίηση. Μάθετε ότι η μελέτη σας αντιμάχεται νικηφόρα έναν ανόητο μύθο. Δεν θα σας διαφεύγει ότι, εδώ και 30 χρόνια, με θεωρούν έναν χονδροειδή αγροίκο, ένα χοντρόπετσο τέρας στη δουλειά, που επιτελεί αδέξια το έργο του, με μόνο κίνητρο τη μοναδική και αποκρουστική ανάγκη του κέρδους. Για όνομα του Θεού! Εγώ, που περιφρονώ το χρήμα, που δεν βημάτισα στη ζωή μου παρά μόνο ακολουθώντας τα ιδανικά της νιότης μου! Ααα! Ποιος; Εγώ που εκτίθεμαι ολόγυμνος στην κοινή θέα, που τρέμω και υποφέρω σε κάθε πνοή του αέρα, που κάθε πρωί αρχίζω τα καθημερινά μου καθήκοντα μέσα στο άγχος, που δεν τα καταφέρνω παρά μόνο παλεύοντας με την αμφιβολία! Πόσες φορές δεν με έκανε να γελάσω και να κλάψω αυτός ο περίφημος χαρακτηρισμός ‘τέρας δουλειάς’! Κι αν σήμερα γελώ είναι γιατί μου φαίνεται πως τον θάψατε αυτόν τον χαρακτηρισμό, έτσι που δεν θα γίνεται πια λόγος ανάμεσα στους ανθρώπους μιας κάποιας καλής πίστης. Γι’ αυτό λοιπόν, σας ευχαριστώ, αγαπητέ μου γιατρέ. Σας ευχαριστώ που μελετήσατε και ταξινομήσατε την ταπεινή μου περίπτωση, γεγονός που ήταν κέρδος για μένα. Αν και δεν είμαι τέλειος, έχω δώσει όλη μου τη ζωή στη δουλειά όπου πρόσφερα όλες τις σωματικές, τις διανοητικές και τις ψυχικές μου δυνάμεις. Με εγκάρδιους χαιρετισμούς,
Εμίλ Ζολά».
- Ο Εμίλ Ζολά άφησε σαν σήμερα, 29 Σεπτεμβρίου 1902, τον μάταιο και πεζό ετούτο κόσμο.
ΠΗΓΗ: healthview.gr