Γεννημένη στην Τασκένδη από πατέρα συγγραφέα και μητέρα ηθοποιό και τραγουδίστρια, που βρέθηκαν εκεί ως πολιτικοί πρόσφυγες από την Ελλάδα, η Μαργαρίτα Ζορμπαλά ήρθε για πρώτη φορά στη χώρα των γονέων της το 1975, σε ηλικία δεκαεπτά ετών, μετά από πρόσκληση του Μίκη Θεοδωράκη για να συμμετάσχει στον δίσκο του σε ποίηση Μανώλη Αναγνωστάκη “Μπαλάντες”.
Τα επόμενα χρόνια εξελίχθηκε στην δεύτερη εμβληματική ερμηνεύτρια, μετά τη Μαρία Φαραντούρη, του μεγάλου συνθέτη μας ενώ συνεργάστηκε και με άλλους σπουδαίους δημιουργούς σε μια διαδρομή υψηλής αισθητικής και ποιότητας. Τη διέκοψε η ίδια όταν το 1993 μετοίκησε στην Κύπρο και έκτοτε πραγματοποιεί πολύ επιλεκτικές εμφανίσεις στην Ελλάδα.
Δύο από αυτές θα είναι με την παράσταση “Ιστορίες και τραγούδια”, στην οποία την συνοδεύει ο Κύπριος σολίστ του πιάνου και συνθέτης Βάσος Αργυρίδης, την Παρασκευή 19 και το Σάββατο 20 Οκτωβρίου στον Φιλολογικό Σύλλογο “Παρνασσός”. Με αυτή την αφορμή συνομιλήσαμε με μιαν ερμηνεύτρια που, παρά τη μικρή σχετικά παρουσία της, λάμπρυνε το ελληνικό τραγούδι του τέλους του εικοστού αιώνα όσο ελάχιστες άλλες.
* Εδώ και αρκετά χρόνια έχετε ουσιαστικά εξαφανιστεί από το προσκήνιο στην Ελλάδα. Η αιτία είναι μια σειρά συγκυριών, το ότι δεν δέχεστε προτάσεις ή είναι δική σας επιλογή;
Σίγουρα το ότι έχω εγκατασταθεί στην Κύπρο -που, όπως και να το κάνουμε, δεν είναι τμήμα της Ελλάδας- εδώ και είκοσι πέντε χρόνια είναι ένας παράγοντας γι’ αυτό, αλλά, πριν και πάνω απ’ όλα, είναι προσωπική επιλογή μου.
Καλώς ή κακώς δεν έχω πλέον ανάγκη να βιοπορίζομαι από τη μουσική, μάλιστα διοργανώνω η ίδια τις παραγωγές των δραστηριοτήτων μου, κάτι που μου εξασφαλίζει απόλυτη ελευθερία κινήσεων και έτσι έχω πια τη δυνατότητα να εμφανίζομαι μόνον όταν θέλω, όταν δηλαδή νιώθω ότι έχω κάτι να πω ή έστω να ανέβω στη σκηνή και να μοιραστώ κάποια πράγματα με τον κόσμο.
Αυτό όμως συμβαίνει μάλλον σπάνια, λόγω γεγονότων και υποχρεώσεων της ζωής μου αλλά και επειδή δύσκολα βρίσκω τις κατάλληλες, αναγκαίες για εμένα, συνθήκες για να το κάνω.
* Επειδή δεν ζω εκεί για να το γνωρίζω, θα σας ρωτήσω αν το ίδιο ισχύει και για την Κύπρο.
Ναι, η επιλογή μου είναι συνολική, δεν έχει να κάνει με συγκεκριμένο τόπο. Ίσως βέβαια στην Κύπρο, καθώς ζω εκεί, να κάνω λίγο περισσότερα πράγματα και κάπως πιο συχνά, αλλά σε γενικές γραμμές είναι το ίδιο.
* Δισκογραφικά είστε βέβαια απούσα πολλά περισσότερα χρόνια από όσο από τις ζωντανές εμφανίσεις, αλλά τυχαίνει να είμαι ένας από τους όχι πολλούς οι οποίοι γνωρίζουν ότι εδώ και αρκετό καιρό ετοιμάζετε έναν δίσκο στον οποίο τα τραγούδια έχουν γράψει ο Γιώργος Ανδρέου και ο Βάσος Αργυρίδης. Τι συμβαίνει με αυτόν; Προχωρεί, έχει “παγώσει” επί του παρόντος ή έχει απλώς ακυρωθεί;
Ναι, η πληροφορία σου είναι σωστή, όντως ετοιμαζόταν αυτός ο δίσκος, αλλά η εργασία γι’ αυτόν έχει σταματήσει εδώ και καιρό. Η ευθύνη γι’ αυτό είναι αποκλειστικά δική μου. Μια σειρά λόγοι με εμπόδισαν να ασχοληθώ όσο θα ήθελα και θα έπρεπε και το πράγμα ατόνησε. Η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα να τον ολοκληρώσουμε, αλλά δεν ξέρω αν και πότε θα συμβεί αυτό. Ίσως και ποτέ. Θα δείξει ο χρόνος…
* Εξακολουθείτε πάντως να έχετε όχι μόνο την ίδια αγάπη, αλλά και όρεξη και διάθεση για το τραγούδι, έτσι δεν είναι;
Αναμφίβολα αυτό δεν χρειάζεται καν να ειπωθεί. Ανέκαθεν άλλωστε και ακόμα περισσότερο από τότε που έπαψε και τυπικά να είναι τέτοιο το τραγούδι για εμένα δεν ήταν επάγγελμα, αλλά μέρος της ζωής μου, και πολύ σημαντικό. Από εκεί και πέρα τα πράγματα στον χώρο της μουσικής έχουν αλλάξει πάρα πολύ. Όχι μόνον η δισκογραφία, που έχει πάψει να υφίσταται, τουλάχιστον όπως τη γνωρίζαμε αν όχι κυριολεκτικά, αλλά και οι ζωντανές εμφανίσεις, τα πάντα.
Είναι και αυτός ένας ανασχετικός παράγοντας στο να δραστηριοποιούμαι περισσότερο, αν και σίγουρα δευτερεύων. Οφείλω όμως να ομολογήσω ότι μερικές φορές λέω στον εαυτό μου πως θα έπρεπε να αρχίσω να γνωρίζω καλύτερα αυτή τη νέα μουσική πραγματικότητα, ίσως να χρειάζονται νέοι άνθρωποι οι οποίοι την κατέχουν για να μου τη δείξουν.
*Ας πάμε λίγο στο ξεκίνημά σας. Πόσο δύσκολο ήταν για εσάς να έρθετε στην Ελλάδα από την τότε ΕΣΣΔ, στην οποία γεννηθήκατε, και πόσο δύσκολο να εισέλθετε στον χώρο του τραγουδιού σε τόσο νεαρή ηλικία;
Το πρώτο δεν ήταν καθόλου δύσκολο. Ήμασταν προετοιμασμένοι γι’ αυτό γιατί, από τότε που ήμουν πολύ μικρή ακόμα, άκουγα την οικογένεια μου να συζητά ότι αργά ή γρήγορα θα επιστρέφαμε στην Ελλάδα. Ήταν δεδομένο ότι θα καταλήγαμε εδώ κάποτε.
Το ξεκίνημα στο τραγούδι όμως ήταν πολύ διαφορετική υπόθεση. Αν και τραγουδούσα από μικρή, δεν ήταν καθόλου εύκολο να μπω στο στούντιο, να ηχογραφήσω και να αρχίσω επαγγελματική καριέρα αμέσως μόλις έφτασα στην Ελλάδα. Το κυριότερο πρόβλημά μου ήταν η γλώσσα, καθώς τότε γνώριζα ακόμα ελάχιστα ελληνικά.
Τα πράγματα βελτιώθηκαν και έγιναν αρκετά πιο εύκολα αργότερα, όταν αποφάσισα να σπουδάσω στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Δεν πήγα εκεί φυσικά για να γίνω ηθοποιός, αλλά για να εξελίξω και να βελτιώσω τα εκφραστικά μέσα μου και, πάνω απ’ όλα, για να αυξήσω την εμπειρία και την επαφή μου με την ελληνική γλώσσα. Νομίζω ότι στον μεγαλύτερο βαθμό τα πέτυχα αμφότερα…
* Λίγοι άνθρωποι έχουν την εμπειρία, αν όχι το πλεονέκτημα, να έχουν διαγάγει τη μέχρι τώρα ζωή τους ούτε καν σε δύο, αλλά σε τρεις και τόσο διαφορετικές μεταξύ τους χώρες. Ποιαν από αυτές θεωρείτε αυτό που λέμε “πατρίδα” σας;
Περισσότερα χρόνια από οπουδήποτε αλλού έχω ζήσει στην Κύπρο. Όμως για εμένα Ελλάδα και Κύπρος, αν και διαφορετικά κράτη και με αρκετά μεγάλη απόσταση μεταξύ τους, ουσιαστικά είναι το ίδιο πράγμα, ίδιος λαός, αν όχι και χώρα. Δεν έχουν λοιπόν διαφορά για εμένα, είναι κάτι ενιαίο. Στην τότε ΕΣΣΔ έζησα ένα αναλογικά πολύ μικρότερο διάστημα, έφυγα όταν ήμουν ακόμα έφηβη, οπότε δεν θα μπορούσα ποτέ να τη θεωρώ πατρίδα μου.
* Πώς αισθανθήκατε, αλήθεια, όταν μάθατε για την κατάρρευση της ΕΣΣΔ; Τη νοσταλγείτε καθόλου και τι θυμάστε από αυτήν;
Δεν αισθάνθηκα κάτι ιδιαίτερο, γιατί ήταν αναμενόμενο, ειδικά εμείς που είχαμε γεννηθεί εκεί για κάποιο λόγο το περιμέναμε αρκετό καιρό πριν. Ήμουν πολύ μικρή ακόμα όταν έφυγα, δεν πρόλαβα να γνωρίσω πολλά πράγματα, άρα και να τα νοσταλγώ. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο δεν θυμάμαι και πολλά, υπάρχουν μόνον οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας μου, γλυκιές και τρυφερές, όπως είναι για κάθε παιδί.
* Σε ποιο τραγούδι σας αισθάνεστε πιο κοντά ακόμα και τώρα και αντίστοιχα ποιο εκφράζει σήμερα τον ίδιο τον εαυτό σας;
Μία κοινή απάντηση και για τα δύο σκέλη της ερώτησης. Το πρώτο τραγούδι που ερμήνευσα και ηχογράφησα το “Δρόμοι παλιοί”. Ο λόγος είναι ότι το ποίημα του Μανώλη Αναγνωστάκη που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης δεν είναι μόνο πανανθρώπινο, αλλά και, για εμένα τουλάχιστον, αληθινά διαχρονικό.
* Παρακολουθείτε τη σημερινή μουσική σκηνή; Πώς σας φαίνεται;
Δεν μπορώ να πω ότι την παρακολουθώ συστηματικά, αλλά προσπαθώ να διατηρώ μιαν επαφή μαζί της. Ειδικά στην Κύπρο ακούω πολλές και πολύ καλές νέες ανδρικές και γυναικείες φωνές, αλλά και εκεί, όπως και εδώ και οπουδήποτε αλλού, λείπουν τα καλά, και ακόμη περισσότερο, τα μεγάλα νέα τραγούδια.
* Ποια είναι η γνώμη σας για τα τηλεοπτικά talent shows; Θεωρείτε ότι συμβάλλουν στην πρόοδο και την άνοδο του ποιοτικού επιπέδου της μουσικής;
Όχι, δεν νομίζω ότι έχουν καμία σχέση με τη μουσική. Όπως είπα και πριν, υπάρχουν πολύ καλές νέες φωνές και μερικές τις ακούς και σε αυτές τις εκπομπές. Ακόμα και οι καλύτεροι/ες όμως, έστω και αν διακριθούν, τι θα κάνουν στη συνέχεια; Υπάρχει κανένα μέλλον, καμία προοπτική γι’ αυτούς, θα βρουν τον δρόμο τους ή θα ξεχαστούν λίγο αργότερα;
Φοβάμαι ότι κατά κανόνα συμβαίνει το τελευταίο: φεύγουν και μετά από λίγο λησμονούνται για να έρθουν οι επόμενοι και μετά οι μεθεπόμενοι. Η τηλεόραση, βλέπεις, είναι ένα αδηφάγο τέρας που επιζητεί συνεχώς “νέο αίμα”. Θα μπορούσε φυσικά να είναι πολύ διαφορετική, να προσφέρει αληθινή ενημέρωση, πληροφόρηση και ψυχαγωγία, αλλά δυστυχώς δεν είναι έτσι.
* Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας από τις δύο εμφανίσεις σας στην “Ταράτσα” του Φοίβου Δεληβοριά το καλοκαίρι;
Οι καλύτερες. Ενθουσιάστηκα τόσο με την υποδοχή του κόσμου, που ήταν σχεδόν συγκινητική, όσο και με όλους τους συντελεστές. Ο Φοίβος είναι ένα υπέροχο, χαρισματικό πλάσμα. Πάντα μου άρεσαν τα τραγούδια του και μετά από αυτή τη συνεργασία τον εκτίμησα ακόμα περισσότερο. Με έκανε να αισθανθώ τόσο ζεστά, ακόμα και το πώς στεκόμαστε και κινούμαστε στη σκηνή ταιριάζει πάρα πολύ.
Του έχω ήδη πει ότι σε οτιδήποτε θέλει να συνεργαστούμε ή να συμμετάσχω στο μέλλον είμαι στη διάθεσή του! Αλλά και η Μαρία Παπαγεωργίου μου άρεσε πάρα πολύ τα τραγούδια, η ερμηνεία, η σκηνική παρουσία, όλα της. Βρήκα σε εκείνη μιαν αδελφή ψυχή!
* Τι είναι η παράσταση που θα παρουσιάσετε στον Παρνασσό;
Είναι μια παράσταση που παρουσιάσαμε για πρώτη φορά στην Κύπρο τον Μάιο, αυτή θα είναι η δεύτερη. Όπως λέει και ο τίτλος, είναι μια σειρά από ιστορίες, σαράντα ιστορίες από όλες τις περιόδους της ζωής μου, την παιδική, τη νεανική και την πιο πρόσφατη, που κάθε μια καταλήγει σε ένα τραγούδι -στην πλειοψηφία τους όχι από το ρεπερτόριο μου, τραγούδια άλλων που αγάπησα και αγαπώ- το οποίο σχετίζεται μαζί της ή και υπό μιαν έννοια τη “γέννησε”. Μια μεικτή παράσταση τραγουδιού και πρόζας.
* Υποδύεστε δηλαδή έναν “ρόλο” σε κάθε μία από αυτές τις ιστορίες;
Όχι, όπως προανέφερα άλλωστε μπορεί να σπούδασα θέατρο, αλλά δεν θεωρώ τον εαυτό μου ηθοποιό. Το ότι το κατέχω με βοηθά στο να προσδώσω σε αυτή την παράσταση μια πιο έντονη και απαραίτητη θεατρικότητα.
* Τα προσεχή, έστω, σχέδιά σας;
Δεν κάνω ποτέ σχέδια, ακολουθώ την ζωή και τα πράγματα όπως έρχονται.
* Τότε τι επιθυμείτε και εύχεστε για τη συνέχεια;
Ένα και μόνο πράγμα, να έχω τη συναίσθηση ή έστω τους καλούς φίλους που θα μου πουν “δεν μπορείς πια, σταμάτα”. Θέλω να καταλάβω ότι η φωνή μου δεν θα είναι πια αυτή που θέλω και πρέπει να είναι έγκαιρα και όχι να το διαπιστώσω πάνω στη σκηνή.
Το ταλέντο, η γνώση και η εμπειρία σε συνδυασμό με την ωριμότητα πλέον και το υψηλότατο ήθος της Μαργαρίτας Ζορμπαλά μας κάνουν να πιστεύουμε ότι η στιγμή αυτή θα αργήσει πολύ να έρθει, επιτρέποντάς μας να απολαμβάνουμε για καιρό ακόμα τις σπάνιες έστω εμφανίσεις της, όπως τις δύο επερχόμενες στον “Παρνασσό“.
ΠΗΓΗ: avgi.gr