Εκατό μέρες από την πυρκαγιά που οδήγησε στον θάνατο 99 ανθρώπους στο Μάτι και τον Νέο Βουτζά, οι άνθρωποι που επέζησαν μέσα από τις φλόγες, προσπαθούν να επαναφέρουν τις ζωές τους. Σε νοσοκομεία, κέντρα αποκατάστασης, κατασκηνώσεις και άλλοι, πιο τυχεροί, στα σπίτια τους, οι κάτοικοι της περιοχής καλούνται να προχωρήσουν παρακάτω, μετρώντας, ωστόσο, ακόμα απώλειες.
Το απόγευμα της 23ης Ιουλίου, η Μαργαρίτα Κίντατζη, βρισκόταν, όπως κάθε καλοκαίρι τα τελευταία τριάντα χρόνια, στο εξοχικό της, στο Μάτι, το οποίο κάηκε ολοσχερώς στη φωτιά της 23ης Ιουλίου. Συνήθως φεύγει από την Αθήνα στις αρχές του Ιούνη και επιστρέφει τέλη Σεπτέμβρη. Η ίδια δεν αντιλήφθηκε την φωτιά μέχρι που ήρθε ο αδερφός της να την πάρει με το αυτοκίνητο από το σπίτι της, στην οδό Φυσιολατρών. Μπήκαν στον χώρο της κατασκήνωσης που βρίσκεται λίγα μέτρα μακριά και εγκλωβίστηκαν με το αυτοκίνητο, καθώς η πόρτα της εξόδου ήταν κλειστή. Στην προσπάθειά της να βγει από την πόρτα του συνοδηγού, γλίστρησε και βρέθηκε μέσα σε ένα χαντάκι. Το σώμα της, από το κεφάλι μέχρι το στήθος βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητο. Το δεξί της πόδι ακουμπούσε στο χαντάκι και το υπόλοιπο σώμα της ήταν στον αέρα. Παρέμεινε έτσι για τέσσερις ώρες. Ο αδερφός της αδυνατούσε να την τραβήξει. Είχε βγει από την πόρτα του οδηγού και της έφερνε νερό για να μην χάσει τις αισθήσεις της, ενώ ζητούσε βοήθεια. Λίγη ώρα αργότερα, η Μαργαρίτα λιποθύμησε και τελικά την απεγκλώβισε ένας νεαρός άνδρας που την μετέφερε στο Κέντρο Υγείας των Σπάτων, απ’ όπου την παρέλαβε ασθενοφόρο για τον Ευαγγελισμό. «Αν είχα καταφέρει να βγω από το αυτοκίνητο όρθια δεν θα είχα πάθει τίποτα. Γλίστρησα όμως μέσα στο χαντάκι μόλις άνοιξα την πόρτα. Με το πόδι προσπαθούσα να σκάψω το καυτό χώμα, ο αδερφός μου προσπαθούσε να με τραβήξει αλλά δεν είχα δυνάμεις να αντιδράσω. Να είναι καλά ο ανθρωπος που ήρθε και μας βοήθησε. Θα μπορούσε να είχε πάρει τους συγγενής του και να είχε φύγει».