Την αναπροσαρμογή του προϋπολογισμού της φαρμακευτικής δαπάνης σε ρεαλιστικά επίπεδα, τη δικαιότερη κατανομή του clawback και ξεχωριστό budget για γενόσημα και off patent φάρμακα, προτείνει, μεταξύ άλλων, η Πανελλήνια Ένωση Φαρμακοβιομηχανίας (ΠΕΦ) στη Διακομματική Επιτροπή για το Φάρμακο «ως ελάχιστη προϋπόθεση για τη βιωσιμότητα των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών», όπως επισημαίνει.
Ανάμεσα στις προτάσεις είναι η κάλυψη των ανασφάλιστων από ειδικούς λογαριασμούς πρόνοιας με τη συμμετοχή της βιομηχανίας, η εξαίρεση των εμβολίων από τον προϋπολογισμό της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης και η απλούστευση του τρόπου τιμολόγησης με σκοπό την ταχεία διείσδυση των γενοσήμων και τη διατήρηση σε κυκλοφορία οικονομικών φαρμάκων μέσω ανώτατου ορίου κόστους ημερήσιας θεραπείας.
Η ΠΕΦ ζητεί ακόμη τριετή προγραμματική συμφωνία κυβέρνησης- φαρμακοβιομηχανίας με συνυπολογισμό της προστιθέμενης αξίας που δημιουργεί κάθε φάρμακο/εταιρεία.
«Μία τριετή συμφωνία η οποία θα σταματήσει, πλέον, αυτό το μοντέλο χρεοκοπίας των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών που στερεί τον Έλληνα ασθενή από ποιοτικό οικονομικό φάρμακο», ανέφεραν οι εκπρόσωποι της ΠΕΦ σε συνέντευξη Τύπου στην οποία παρουσίασαν στους δημοσιογράφους τις προτάσεις τους για το φάρμακο στη Διακομματική Επιτροπή.
Ο Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας Θεόδωρος Τρύφων, αφού εξήγησε ότι η φαρμακευτική πολιτική της τελευταίας 10ετίας, δημιουργεί μια νέα γενιά προβληματικών επιχειρήσεων, τόνισε:
«Η ελληνική φαρμακοβιομηχανία είναι ένας πολύ σημαντικός αναπτυξιακός πυλώνας, από τους τελευταίους που έχουν απομείνει στην Ελλάδα. Έχουμε πάνω από 30 ελληνικές παραγωγικές μονάδες, χιλιάδες θέσεις εργασίας, επενδύσεις και εξαγωγές», προσθέτοντας πως η άμεση και έμμεση φορολογία των φαρμακευτικών παραγωγικών επιχειρήσεων φτάνει στο 70% του τζίρου τους, κάτι που δεν συμβαίνει πουθενά, όπως είπε. Ακόμη συμπλήρωσε: «Αυτό δεν αντέχεται ειδικά από τις ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες που έχουν υψηλά λειτουργικά κόστη. Αυτό είναι 4 φορές υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο». Ωστόσο, αναγνώρισε ως θετικό μέτρο τη μία ανατιμολόγηση το χρόνο.
Στην τοποθέτηση του, ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος διευθύνων σύμβουλος και αναπληρωτής πρόεδρος Δ.Σ. της φαρμακοβιομηχανίας ΒΙΑΝΕΞ, μεταξύ άλλων τόνισε πως «Ο λογαριασμός θα πάει πάλι στις επιχειρήσεις με 1,4 δισ. rebate και clawback και στους πολίτες με τη συμμετοχή». Όπως εξήγησε, υπάρχουν λύσεις, χωρίς δημοσιονομικό κόστος, στην περίπτωση της δικαιότερης κατανομής των υπερβάσεων. Ο δικαιότερος επιμερισμός μπορεί να επιτευχθεί, τόνισε με την κατανομή των 1,945 δισ. ευρώ σε τρεις κλειστούς προϋπολογισμούς: μία κατηγορία για τα φάρμακα υψηλού κόστους του Ν. 3816, μία για την εντός προστασίας αγορά (on-patent) και μία για τα off-patent και τα γενόσημα μαζι. Εμείς θα επιμείνουμε στη θέση μας κατέληξε, λέγοντας: «Δεν είναι ειδικό καθεστώς προστασίας των ελληνικών επιχειρήσεων, είναι δίκαιη κατανομή των βαρών. Πιστεύουμε ότι η κυβέρνηση έχει καταλάβει το πρόβλημα και θα δώσει άμεσα λύση αλλιώς θα είναι εμπαιγμός».
Ο αντιπρόεδρος Δ.Σ. της ΠΕΦ Δημήτρης Δέμος, είπε ότι ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι. «Κανένας δεν ασχολήθηκε ποτέ με τη διείσδυση των γενοσήμων. Κανένας δεν ασχολήθηκε με την ορθολογική χρήση των φαρμάκων και την σωστή κατανομή της δαπάνης. Ας γίνει επιτέλους μία αξιολόγηση της κατανάλωσης των νέων ακριβών φαρμάκων στην ελληνική αγορά» επισήμανε και υποστήριξε πως κάθε χρόνο τα νέα ακριβά φάρμακα φορτώνουν το σύστημα υγείας με 100 εκατ. ευρώ και εν τέλει αυτό το κόστος το πληρώνει η ελληνική φαρμακοβιομηχανία.
Το μέλος του Δ.Σ. της ΠΕΦ και πρόεδρος του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου Σίμος Αναστασόπουλος, μεταξύ άλλων, υπογράμμισε ότι είναι «διαχρονική η ανεπάρκεια και η αδυναμία του κράτους να μεταρρυθμιστεί. Καμία εξαγωγική προσπάθεια μας δεν μπορεί να είναι επιτυχής εάν δεν έχει δυνατή παραγωγική βάση στην εγχώρια αγορά. Δεν ζητάμε χαριστική ρύθμιση, ζητάμε λογική και δίκαιη αντιμετώπιση» κατέληξε.
Ο αντιπρόεδρος Δ.Σ. της ΠΕΦ Θεόδωρος Κωλέτης μεταξύ άλλων είπε «επιμένουμε και επενδύουμε στην χώρα παρά το ρευστό οικονομικό κλίμα. Η συμβολή της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας στην ελληνική οικονομία και στην κοινωνία είναι ιδιαιτέρως σημαντική και αδιαμφισβήτητη και αυτό θα πρέπει να αναγνωριστεί απ’ όλους όχι με λόγια, πλέον, αλλά με πράξεις»