Υπό άκρα μυστικότητα εδώ και περίπου ενάμιση χρόνο πολιτεία και εκκλησία προετοίμαζαν τη συμφωνία που ανακοίνωσαν ο Αλέξης Τσίπρας και ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος μετά τη συνάντηση τους στο Μέγαρο Μαξίμου. Έτσι την ώρα που όλοι ανέμεναν σύγκρουση ενόψει της αναθεώρησης του Συντάγματος, έγινε η πολιτική ανατροπή και αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις των δύο πλευρών.
Όπως φάνηκε από την χθεσινή συνάντηση και το κοινό ανακοινωθέν, οι δυο πλευρές συζητούσαν επί μακρόν τα θέματα της εκκλησίας ενώ η συμφωνία όπως λένε οι πληροφορίες, επισφραγίστηκαν στις 3 Οκτωβρίου όταν υπήρξε η συνάντηση του πρωθυπουργού με τον αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο στην έδρα της Αρχιεπισκοπής στην Πλάκα.
Η συμφωνία όπως όλα δείχνουν έχει και την πλήρη στήριξη του κυβερνητικού εταίρου Πάνου Καμμένου ο οποίος όπως αναφέρουν οι ίδιες πηγές χθες (06.11.2018) το μεσημέρι επισκέφτηκε το Μαξίμου, ενημερώθηκε για τις εξελίξεις και αποχώρησε περίπου στις 15:30, υπό άκρα μυστικότητα.
Ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος κατάφερε να φέρει εις πέρας έναν από τους βασικούς στόχους της εκκλησίας που ήταν η αξιοποίηση της περιουσίας της καθώς πολλές φορές είχε αναφερθεί στην ανεκμετάλλευτη εκκλησιαστική περιουσία.
Ο πρωθυπουργός μάλιστα χαρακτήρισε «ιστορικό βήμα προς τα μπρος επ’ ωφελεία της Πολιτείας και της εκκλησίας την δημιουργία του ταμείου Αξιοποίησης της Εκκλησιαστικής Περιουσίας καθώς φαίνεται να κλείνει μια ανοικτή πληγή”.
https://www.facebook.com/tsiprasalexis/videos/1843678495746718/
Όπως μάλιστα αναφέρεται στο κοινό ανακοινωθέν «το Ταμείο αυτό θα διοικείται από πενταμελές διοικητικό συμβούλιο. Δύο μέλη του Ταμείου θα διορίζονται από την Εκκλησία της Ελλάδος, δύο μέλη θα διορίζονται από την Ελληνική Κυβέρνηση, ενώ ένα μέλος θα διορίζεται από κοινού. Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων, μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση από 70 χρόνια».
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος δεν έκρυψε την ικανοποίηση του καθώς απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό του είπε: «Σας ευχαριστώ για τις πρωτοβουλίες και τις θέσεις σας. Σας ευχαριστούμε διότι είστε συντελεστής σ’ αυτή την ιστορική στιγμή σ’ αυτό το μεγάλο γεγονός που η Εκκλησία θα αισθάνεται όχι ότι γίνεται πιο πλούσια, δεν την ενδιαφέρει αυτό, αλλά ότι γίνεται πιο λειτουργική στην πραγματοποίηση των οραμάτων που έχει».
Από την πλευρά του ο πρωθυπουργός θα μπορέσει να αξιοποιήσει πολιτικά μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ το γεγονός ότι συμφωνήθηκε να αποχωρήσουν οι ιερείς από το μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων. Τη θέση αυτή είχε εκφράσει άλλωστε στην Πολιτική Γραμματεία ο Νίκος Φίλης κατά τη διάρκεια της συζήτησης για τον διαχωρισμό κράτους – εκκλησίας. Βάσει λοιπόν της συμφωνίας, οι ιερείς αποχωρούν από το μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων ωστόσο το κράτος υποχρεούται να καταβάλει στην Εκκλησία ετήσια επιδότηση ίση με το κόστος του μισθολογίου των ιερέων. Σε περίπτωση όμως που η Εκκλησία αποφασίσει να αυξήσει τον αριθμό των κληρικών, το κράτος δεν υποχρεούται να αυξήσει το ποσό της επιδότησης.
Σε ό,τι αφορά τέλος το περίφημο άρθρο 3 της συνταγματικής αναθεώρησης που αφορά στις σχέσεις κράτους και εκκλησίας οι δυο πλευρές φαίνεται να συμφώνησαν- σύμφωνα με όσα είπε ο πρωθυπουργός- «στην διακηρυκτική αρχή της θρησκευτικής ουδετερότητας του ελληνικού κράτους η οποία διασφαλίζει αφενός μεν τους διακριτούς ρόλους μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας, αφετέρου, δε, εγγυάται τη μεταξύ τους συνεργασία στα θέματα κοινού ενδιαφέροντος.
Και προφανώς, αυτή η αρχή δεν έρχεται σε καμία αντίθεση με τις μακραίωνες παραδόσεις του λαού μας και ούτε βέβαια έχουν και καμία βάση όσα αστεία, κωμικοτραγικά θα έλεγα, έχουν ορισμένοι ψευδώς και σκοπίμως διαδώσει τις τελευταίες ημέρες περί επικείμενης δήθεν αποκαθήλωσης των ιστορικών συμβόλων, του Σταυρού από την ελληνική σημαία και από τα εθνικά μας σύμβολα» είπε ο πρωθυπουργός απαντώντας με αυτό τον τρόπο στα στελέχη της ΝΔ.
Αναφερόμενος σε αυτό το θέμα ο Αρχιεπίσκοπος τόνισε ότι «πιστεύω ότι όλοι κρινόμαστε από αυτό που εκπέμπουμε και αυτή η συμφωνία εκπέμπει την πρόθεσή μας να πάμε ένα βήμα πιο μπροστά σεβόμενοι ο ένας τον άλλο. Θα προχωρήσουμε σε ένα πνεύμα αυτοτέλειας και συνεργασίας. Να γίνει η Εκκλησία περισσότερο διάκονος του θελήματος του λαού».