Το παράκτιο μέτωπο της Θεσσαλονίκης, και ιδιαίτερα το δυτικό του τμήμα, που περιλαμβάνει και τις βιομηχανικές περιοχές του Καλοχωρίου και της Σίνδου απειλείται από ένα γεωλογικό φαινόμενο μη ορατό. Πρόκειται για τον κίνδυνο ρευστοποίησης. Κτήρια κατοικιών, επιχειρήσεων και τεχνικά έργα, όπως δρόμοι και γέφυρες, έχουν χτιστεί σε περιοχές με αμμώδες και κορεσμένο έδαφος, κάτω από τη στάθμη του υδροφόρου ορίζοντα, με αποτέλεσμα να απειλούνται με αστοχίες, ρωγμές, ακόμα και ανατροπές, σε περίπτωση ισχυρού σεισμού.
Ως μία πόλη «μερικώς επιδεκτική σε ρευστοποιήσεις» χαρακτηρίζει τη Θεσσαλονίκη ο επίκουρος καθηγητής Τεχνικής Γεωλογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Γιώργος Παπαθανασίου, ο οποίος θα παρουσιάσει τα έως τώρα δεδομένα της επιστημονικής έρευνας το απόγευμα της Δευτέρας (26/11/2018) , σε εκδήλωση στο ΤΕΕ Κεντρικής Μακεδονίας, με θέμα «Γεωλογία – Ενεργά ρήγματα και επιπτώσεις στα σημαντικά τεχνικά έργα της Θεσσαλονίκης». Όπως θα επισημάνει, απαιτείται λεπτομερής μελέτη, ειδικά στην ευρύτερη περιοχή του Καλοχωρίου, προκειμένου να διαπιστωθεί η επικινδυνότητα της κατάστασης σε σχέση με το ανθρωπογενές περιβάλλον.
Τι είναι το φαινόμενο και ποιες οι επιπτώσεις
Ρευστοποίηση είναι το φαινόμενο που κάνει τα εδάφη να συμπεριφέρονται σαν ρευστά και να μετακινούνται σε περίπτωση σεισμού, προκαλώντας βλάβες στο δομημένο περιβάλλον. Παρατηρείται σε χαλαρό και μη συνεκτικό έδαφος (κυρίως αμμώδες), που είναι κορεσμένο (έχει νερό λόγω υψηλού υδροφόρου ορίζοντα), όταν εκδηλώνεται στην περιοχή μία σεισμική δόνηση μεγαλύτερη των 5,5 – 6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Οι επιπτώσεις είναι η καθίζηση του εδάφους, η κλίση ή και η ανατροπή κτηρίων και υποδομών, καθώς και η πλευρική εξάπλωση (όταν η συνέχεια του εδάφους σταματάει σε θάλασσα ή ποτάμι, αυτό κινείται οριζόντια, προς την κατεύθυνση του υγρού στοιχείου).
Όταν πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις μέσα σε πόλεις και πυκνοκατοικημένες περιοχές, το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Κράισττσερτς της Νέας Ζηλανδίας, όπου μία αλληλουχία διαδοχικών μεγάλων σεισμών το 2010 και το 2011, είχε ως αποτέλεσμα να υποστούν βλάβες 100.000 κατοικίες και να κατεδαφιστούν 7 στα 10 κτήρια στο κέντρο της πόλης. Το κόστος αποκατάστασης των ζημιών έφτασε σε 34 δισ. δολάρια, ενώ συνολικά 13.000 άνθρωποι αναγκάστηκαν να μετακομίσουν μόνιμα σε άλλες περιοχές.
Φαινόμενα ρευστοποίησης σε κατοικημένες περιοχές στον ελλαδικό χώρο τα τελευταία χρόνια έχουν καταγραφεί, μεταξύ άλλων, στη Λευκάδα το 2003, στην Κεφαλονιά το 2014 και στην Κω το 2017, με αποτέλεσμα να υποστούν σημαντικές ζημιές τα κρηπιδώματα των λιμανιών.
Η Θεσσαλονίκη, σύμφωνα με τον κ. Παπαθανασίου, πληροί τις προϋποθέσεις εμφάνισης του φαινομένου στον παραλιακό της μέτωπο, και κυρίως στο δυτικό της τμήμα, που έχει χαλαρά αμμώδη εδάφη, ενώ βρίσκεται σε μία ζώνη, που σύμφωνα με τις μελέτες των σεισμολόγων μπορεί να «δώσει» σεισμικές δονήσεις με μέγιστο μέγεθος τα 6,6 Ρίχτερ.
«Με διαφορετικά σενάρια μεγεθών σεισμών έχει φανεί πως το παράκτιο μέτωπο της πόλης είναι επιδεικτικό ρευστοποιήσεων. Χρειάζονται μελέτες για να δούμε τη διακινδύνευση του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος» σημείωσε, μιλώντας στο «Έθνος» ο επίκουρος καθηγητής. Σύμφωνα με τον ίδιο, ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί στο δυτικό παράκτιο μέτωπο, όπου είναι πιθανές αστοχίες σε λιμενικές εγκαταστάσεις, σε επιχειρήσεις στη βιομηχανική περιοχή και στην περιοχή των διυλιστηρίων.
Επίσης, απαιτείται να γίνει εκτίμηση του δυναμικού ρευστοποίησης των εδαφικών σχηματισμών σε γέφυρες και στο οδικό – σιδηροδρομικό δίκτυο στη λεκάνη του Αξιού.
Με δειγματοληπτικές γεωτρήσεις, σε βάθος τουλάχιστον 20 μέτρων, που συνοδεύονται από επί τόπου δοκιμές, οι γεωλόγοι μπορούν να αξιολογήσουν την πυκνότητα των εδαφικών στρωμάτων που σχετίζεται τόσο με την επιδεκτικότητά τους σε ρευστοποίηση όσο και με την επικινδυνότητά τους.
«Έχοντας τα συγκεκριμένα δεδομένα, μπορούμε να προχωρήσουμε στην εκτίμηση του δυναμικού ρευστοποίησης ανά θέση εκτέλεσης της γεώτρησης αλλά και τη δριμύτητα των επιφανειακών εκδηλώσεων ρευστοποίησης.
Στη συνέχεια εκτιμούμε τη συνολική καθίζηση και τις ενδεχόμενες πλευρικές μετατοπίσεις, εφόσον είμαστε σε θαλάσσιο μέτωπο ή δίπλα σε ποτάμι» αναφέρει ο κ. Παπαθανασίου και προσθέτει: «Με αυτά τα αποτελέσματα ανά θέση εκτέλεσης γεώτρησης μπορούμε να παραγάγουμε αντίστοιχους χάρτες και να προσδιορίσουμε επακριβώς τις θέσεις στις οποίες χρειάζεται παρέμβαση, ώστε να αποφύγουμε τις συνέπειες ενδεχόμενης ρευστοποίησης. Η στόχευση των παρεμβάσεων είναι είτε να βελτιώσουμε την ποιότητα του εδάφους, δηλαδή να συμπυκνώσουμε το έδαφος, είτε να προβούμε σε αποστράγγιση της περιοχής, ώστε να ταπεινωθεί (χαμηλώσει) ο υδροφόρος ορίζοντας».
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα «Έθνος»