Η Κατερίνα Κολόζοβα, καθηγήτρια Φιλοσοφίας, Κοινωνικής Θεωρίας και Σπουδών Φύλου στο Πανεπιστήμιο UACS των Σκοπίων και διευθύντρια στο Ινστιτούτο Κοινωνικών και Ανθρωπιστικών Επιστημών της γειτονικής χώρας μιλά στο news24/7 για τη Συμφωνία των Πρεσπών και αποκαλύπτει ότι, όπως και στην Ελλάδα έτσι και στην ΠΓΔΜ, οι άνθρωποι που τοποθετούνται υπέρ της αντιμετωπίζουν λεκτικό bullying και την κατηγορία της προδοσίας. Τι λέει για τις δυσκολίες να αποδεχθούν τις αλλαγές στο σύνταγμα και στο όνομα οι συμπατριώτες της αλλά και για τους Τσίπρα-Ζάεφ.
Συνέτευξη στο news247.gr και το Νίκο Γιαννόπουλο ( ολόκληρη η συνέντευξη εδώ )
H Συμφωνία των Πρεσπών πυροδότησε κυβερνητική κρίση στην Αθήνα. Σας φοβίζει αυτό;
“Πρέπει να σας πω ότι τίποτα δεν με φοβίζει πλέον. Ενηλικιώθηκα σε μία εποχή κατά την οποία η προηγούμενη χώρα μου, η Ενωμένη Γιουγκοσλαβία, βυθιζόταν στη βία και την αιματοχυσία ενώ έβλεπα παράλληλα να αναδύεται η νέα μου πατρίδα περιβαλλόμενη όμως από άρνηση για την ίδια της της την ύπαρξη από την πλειοψηφία των γειτονικών χωρών. Η άρνηση της ταυτότητας είναι μία άρνηση της ύπαρξης-αν κάποιος πρέπει να προσποιείται ότι υπάρχει σαν άλλος παρά την ταυτότητα με την οποία γεννήθηκε ή επιλέγει για τον εαυτό του υπάρχει πρόβλημα.
Ετσι, η ανωμαλία, η προσωρινότητα -και κατά συνέπεια η σιωπηρή αστάθεια- έχουν γίνει η νέα κανονικότητα για τους Μακεδόνες (όχι για τους Ελληνες Μακεδόνες αλλά για τους σλαβόφωνους Μακεδόνες της γειτονικής χώρας που βρίσκεται στα βόρεια σύνορά σας). Για τους λόγους αυτούς, θέλω να δω τη Συμφωνία να περνάει και από το ελληνικό κοινοβούλιο, για τους λόγους που εγγυώνται την επιβίωση της δικής μου χώρας και της ταυτότητας των συμπατριωτών μου και της δικής μου. Επίσης, προς όφελος όλων μας στην περιοχή, προς όφελος μίας υγιούς και παραγωγικής συνεργασίας, προς όφελος της ισχύος της περιοχής. Εμείς, ως γείτονες, πρέπει να συμφιλιωθούμε και να μάθουμε πως να εμπιστευόμαστε ο ένας τον άλλον”.
Ας κάνουμε την υπόθεση ότι η Συμφωνία θα κυρωθεί από το ελληνικό κοινοβούλιο. Εν συνεχεία θα είναι βιώσιμη; Θα εφαρμοστεί στην πράξη;
“Δεν βλέπω το λόγο γιατί όχι. Ο καθένας δεσμεύεται από τη συμφωνία, τα έγγραφα και τις ενέργειες που προκύπτουν από αυτήν (διαφορετικές επιτροπές θα καταλήξουν σε συμφωνίες για διάφορα θέματα, ξεκινώντας από την εκπαίδευση και τελειώνοντας με την οικονομία και το εμπόριο). Φυσικά και έχω την πεποίθηση ότι θα εφαρμοστεί στην πράξη. Ωστόσο, αυτό που εύχομαι ακόμη περισσότερο είναι να επιτρέψουμε έναν “κομμουνισμό της γλώσσας”, όπως λέει ο φίλος μου, ο Ακης Γαβριηλίδης και να αφήσουμε τα πράγματα να εξελιχθούν πιο αυθόρμητα στην καθημερινή ζωή, με λιγότερη αμοιβαία καχυποψία, πιο χαλαρά και λιγότερη “πολιτική της γλώσσας” από τα δύο κράτη και τους πολίτες τους. Με λιγότερο πανικό και λιγότερη παράνοια”.
Πόσο δύσκολο ήταν για τους πολίτες της χώρας σας να δεχθούν αλλαγές όπως αυτές του ονόματος και των άρθρων του Συντάγματος;
“Ηταν πολύ δύσκολο. Βιώθηκε ως βία που επιβλήθηκε από το εξωτερικό, ταπείνωση και εν τέλει τραύμα. Αυτός είναι ο λόγος που είναι τόσο επίπονο να υπερασπιστούν τη Συμφωνία άνθρωποι όπως εγώ που βρίσκουν περισσότερο λογικούς και λιγότερο συναισθηματικούς λόγους για να το κάνουν. Συνεπώς γι’ αυτό το λόγο η πλειοψηφία των Μακεδόνων μας αποκαλούν προδότες και μισητούς”.
Γιατί, κατά τη γνώμη σας, η Συμφωνία προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις στους εθνικιστικούς κύκλους των δύο χωρών;
“Εχω την εντύπωση ότι η συμφωνία είναι μάλλον…εκλεπτυσμένη αν δεν διαβαστεί από την πλευρά που λαμβάνει υπόψη την πολυπλοκότητά της και την πολυεπίπεδη φύση της αλλά από την οπτική των συναισθημάτων (της εθνικής υπερηφάνειας) και της θυματοποίησης (ξέρω ότι όλοι στα Βαλκάνια υποφέρουμε από αυτό το σύνδρομο). Οι αντιδράσεις είναι άμεσες και δεν θεωρούνται αληθινές. Επίσης, έχει να κάνει με την προοπτική μίας απόλυτης και πολυετούς αλήθειας-κανείς δεν είναι πρόθυμος να αποδεχθεί ότι η αλήθεια είναι σχετική, έννοια που είναι διαπραγματεύσιμη.
Το τελευταίο είναι το αποτέλεσμα του γεγονότος ότι τα ακαδημαϊκά μας ιδρύματα εξακολουθούν να είναι προσκολλημένα στον αντικειμενισμό του 19ου αιώνα. Στην ιδέα δηλαδή ότι μπορούν να κατέχουν ή να έχουν πρόσβαση σε μία απόλυτη αλήθεια (που είναι η τέλεια αντανάκλαση του πραγματικού), είναι κάτι που πιστεύουν στα σοβαρά. Τέτοια προφίλ ακαδημαϊκών και διανοούμενων “προστατεύουν” τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές μας επιστήμες και ως εκ τούτου, έχουμε την υπερβολική “επιστημονική αξιοποίηση” των εθνικιστικών, μεγαλομανών φαντασμάτων μας”.
Ποιες είναι οι προοπτικές των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών μετά την εφαρμογή της Συμφωνίας;
“Πιστεύω ότι είναι δυνατή η ειλικρινής φιλία, η συνεργασία και η αλληλεγγύη μεταξύ γειτόνων”.
Οι πολίτες της χώρας σας είναι περισσότερο προσανατολισμένοι στη Δύση ή στη Ρωσία;
“Είμαστε εδώ και δεκαετίες μία φιλοευρωπαϊκή χώρα. Μεταξύ όμως του μακεδονικού πληθυσμού η στήριξη αυτή μειώθηκε δραματικά τα τελευταία δύο χρόνια, και ιδιαίτερα τον τελευταίο χρόνο. Αντίθετα, το ποσοστό της στήριξης της αλβανικής μειονότητας προς τη Δύση είναι ακόμη πολύ υψηλό. Οι Μακεδόνες τείνουν να είναι όλο και λιγότερο υπέρ της Ευρωπαϊκής Ενωσης και όλο και περισσότερο υπέρ της Ρωσίας. Πιστεύω ότι σ’ αυτό- πέρα από την απογοήτευση για την καθυστέρηση της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ενωση- διαδραματίζει σημαντικό ρόλο η ορθόδοξη σλαβική συγγένεια”.
Αξίζουν οι κύριοι Ζάεφ και Τσίπρας το βραβείο Νόμπελ για τις προσπάθειές τους; Εχει παρθεί ήδη σχετική πρωτοβουλία γι’ αυτό…
“Ναι, το αξίζουν. Πιστεύω ότι μπόρεσαν να φέρουν μία win-win λύση σε μία διαμάχη που μόλις πριν από έναν χρόνο έμοιαζε σχεδόν αδύνατον να επιλυθεί”.