Γεννήθηκα στη Σαλονίκη. Κι ο πατέρας μου επίσης. Μεγάλωσε σε ένα προσφυγικό σπίτι στην αλάνα της Τούμπας. Οι γονείς του μπαμπά είχαν έρθει στη Θεσσαλονίκη από το ρωσικό Καύκασο, το Καρς και την Οδησσό, ως πρόσφυγες από το ρωσικό εμφύλιο, το 1921. Ο παππούς λεγόταν Νικολάι Μαράντζοφ, ρωσόφωνος με σπαστά ελληνικά.
του ΝΙΚΟΥ ΜΑΡΑΝΤΖΙΔΗ
Το άλλαξε στην Ελλάδα σε Μαραντζίδης. Στη συνέχεια μένοντας ένα διάστημα στην Πελοπόννησο (ο παππούς ήταν ταχυδακτυλουργός στο επάγγελμα και έκανε περιοδείες στην Ελλάδα) φρόντισε, για επικοινωνιακούς λόγους να υποθέσω, να χρησιμοποιήσει και το Μαραντζόπουλος. Θυμάμαι ακόμη τον θείο μου τον Παύλο να διακωμωδεί το γεγονός πως μόνος αυτός από τα αδέρφια του, είχε για ένα διάστημα δύο επίθετα: Μαραντζόπουλος-Μαραντζίδης. Ο παππούς Κόλιας ήταν βίος και πολιτεία. Έμεινε πάντως πιστός στις «ρωσικές» του συνήθειες μέχρι το τέλος. Κράτησε το ρώσικο υποκοριστικό του όνομα (Κόλια), είχε Ρώσους εμιγκρέδες φίλους, άκουγε ρωσική μουσική και έπινε μέχρι θανάτου (στην κυριολεξία). Η μαμά γεννήθηκε στη Δορκάδα, ένα χωριό λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Θεσσαλονίκη, και μεγάλωσε στη Σαλονίκη, στα Κάστρα, στο σπίτι μιας συγγενούς, όπου την έστειλε η γιαγιά μου να γίνει μοδίστρα. Οι γονείς της μαμάς ήταν πρόσφυγες από το Καρατζάκιο και τη Τσατάλτζα της Ανατολικής Θράκης. Έφτασαν στη Σαλονίκη το 1924. Η γιαγιά μου η Ζωή, ορφανή από πατέρα, μεγάλωσε στο Παπάφειο ορφανοτροφείο, όπου η μάνα της, η Ευσεβία, δούλευε ως καθαρίστρια.
Η γιαγιά αναπολούσε μέχρι το τέλος της ζωής της τα παιδικά χρόνια στην Πατρίδα, όπως έλεγε, και τραγουδούσε τραγούδια τούρκικα που πολύ αγαπούσε. Εγώ δεν τα καταλάβαινα και νευρίαζα. «Θα στα μάθω μια μέρα», όλο μου έλεγε γελώντας. Ο άνδρας της, ο παππούς μου ο Γιώργης Αραμπατζής, παρασκεύαζε και πουλούσε γιαούρτι. Μιλούσε κι αυτός τόσο καλά τα τουρκικά, που κρατούσε αλληλογραφία με τον παιδικό του φίλο στην Τουρκία. Οι δυο τους κατάφεραν να ανταμώσουν ξανά πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο παππούς με τη γιαγιά επισκέφτηκαν τους γενέθλιους τόπους. Η μάνα μου πάντα μιλούσε με συγκίνηση για αυτήν την αντάμωση.
Τελειώνει και το επάγγελμα «μακεδονομάχος»… Πατήστε εδώ Μεγάλωσα στη Σαλονίκη, ακούγοντας συνεχώς ιστορίες μπερδεμένων ταυτοτήτων. Σαν αυτή του Σερραίου φίλου μου Γιάννη, που στα εξήντα του σήμερα, μου αποκάλυψε πόσο αμήχανα αισθάνθηκε όταν παιδί πήγε να δει ένα ποδοσφαιρικό αγώνα «Πανσεραϊκός – Λέφσκι Σόφιας» κι έντρομος συνειδητοποίησε ότι μιλούσε την ίδια γλώσσα με τους βούλγαρους οπαδούς που είχαν ακολουθήσει την ομάδα τους. Μεγαλωμένος, ο Γιάννης, μέσα στα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών με την επίσημη ιστορία περί προαιώνιων εχθρών της πατρίδας, βρέθηκε μπροστά σε μια ντροπιαστική σύγχυση.
Πώς γίνεται να έχει μητρική γλώσσα αυτήν που μιλούσαν οι «εχθροί» της Ελλάδας αλλά αυτός να είναι Ελληνας; Ή σαν την ιστορία του κυρίου Μιχάλη, τουρκόφωνος αυτός, με δυο γονείς που δεν ήξεραν καθόλου ελληνικά και την πρώτη μέρα που πήγε στο σχολείο (το 1939), μη καταλαβαίνοντας λέξη από όσα άκουσε, γύρισε θυμωμένος σπίτι λέγοντας: «μάνα, ελληνικά ο δάσκαλος δεν ξέρει»! Βλέπετε, ακόμη κανείς δεν του είχε εξηγήσει, πως ήταν μεν Ελληνες αλλά τουρκόφωνοι Καπαδόκες που έφτασαν στην ελληνική Μακεδονία με την ανταλλαγή των πληθυσμών. Η πρώτη φορά που αναμετρήθηκα με τις ταυτότητες ήταν το 1981, σε ηλικία 15 ετών. Ημασταν με τους γονείς μου στην Αθήνα. Κάποιο βράδυ πήρα ένα ταξί για να πάω στο Λυκαβηττό σε μια συναυλία του Λουκιανού Κηλαηδόνη.
Ο ταξιτζής κατάλαβε πως δεν ήμουν από την Αθήνα. «Από που είσαι παλικάρι;» με ρώτησε. «Από τη Θεσσαλονίκη» του απάντησα. «Μακεδόνας λοιπόν» σχεδόν μονολόγησε. «Οχι πρόσφυγας»! Είδα το απορημένο βλέμμα του και αγχώθηκα. Γενικώς, το άγχος του επαρχιώτη που έξω από την πόλη του είναι έξω από τα νερά του δεν το απέβαλα ποτέ. «Τι εννοείς;», συνέχισε, «τώρα ήρθες στην Ελλάδα;». Ρωτούσε μήπως ήμουν πολιτικός πρόσφυγας που μόλις κατέφθασε από το «Σιδηρούν Παραπέτασμα». Αδυνατούσα να αντιληφθώ τι εννοούσε. Του απάντησα πως οι παππούδες μου είχαν έρθει ως πρόσφυγες. Εγώ είχα γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη. Ενέκρινε: «Εντάξει, Μακεδόνας είσαι τότε». «Οχι κύριε», επέμεινα, «πρόσφυγας είμαι, Μακεδόνες είναι άλλοι, οι ντόπιοι κύριε». Είχαμε μπερδευτεί και οι δυο. Το βράδυ αφηγήθηκα την ιστορία στους γονείς μου.
«Καυκάσιος, Πόντιος έπρεπε να του πεις» με μάλωσε σχεδόν ο πατέρας μου. «Γιατί Καυκάσιος; Αφού πιο πολύ από μας τους Θρακιώτες μοιάζει το παιδί», ισχυρίστηκε ενοχλημένα η μάνα μου. Το αν είμαι περισσότερο Καυκάσιος ή Θρακιώτης υπήρξε ζήτημα διένεξης ανάμεσα στους γονείς μου που δεν διευθετήθηκε ποτέ. Κανείς από τους δυο τους δεν έδειξε ως το τέλος διάθεση συμβιβασμού, αλλά για το Μακεδόνας δεν τους απασχόλησε, ούτε τότε ούτε αργότερα.
Πολύ πρόσφατα, στα τέλη του 2018, αφηγήθηκα την παραπάνω διασκεδαστική ιστορία σε μια εκδήλωση για το «Μακεδονικό» στην Κοζάνη. Στο ακροατήριο, οι μισοί χειροκροτούσαν αλλά οι άλλοι μισοί σηκώθηκαν να με φάνε. «Ντροπή»! «Ντροπή! φώναζαν. Ενας κύριος ήρθε στο τέλος και μου είπε: «Δεν ντρέπεσαι, τρεις γενιές στη Μακεδονία, 100 χρόνια είναι οι δικοί σου εδώ, ακόμη δεν έγινες Μακεδόνας;». «Ακριβώς εδώ, είμαστε», του απάντησα, «αφού εγώ σε 100 χρόνια έγινα Μακεδόνας αυτοί που είναι 1.500 χρόνια δεν θα τα καταφέρουν λέτε;»
Πηγή: Protagon.gr