Από τη στιγμή που συνομολογήθηκε η Συμφωνία των Πρεσπών μεταξύ των Πρωθυπουργών Τσίπρα και Ζάεφ, επανήλθαν με ορμή στην επικαιρότητα όλες εκείνες οι ψευδαισθήσεις, τα στερεότυπα και οι εθνικιστικές κορόνες με τις οποίες μεγάλωσαν γενιές ολόκληρες στην Ελλάδα και την πΓΔΜ — την Βόρεια Μακεδονία, πλέον.
Οι προηγούμενες πολιτικές ηγεσίες και στις δύο χώρες φέρουν ακέραια την ευθύνη για τη μη λύση αυτές τις τρεις δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Η ορθή υποστήριξη και εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων δεν υπήρξε προτεραιότητα για την ελληνική πλευρά στο Μακεδονικό, με τη χώρα μας να εκμεταλλεύεται τη θέση της στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, όχι για να πιέσει για λύση, αλλά αντίθετα για να στηρίξει εμμονικά τη μη λύση.
Τόσο η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1992, όσο και εκείνη του Κώστα Καραμανλή το 2008, παρότι βρέθηκαν φαινομενικά κοντά σε λύση, δεν επέδειξαν αποφασιστικότητα και επιμονή, γιατί δεν ήθελαν επί της ουσίας λύση, δεν ήθελαν να ταράξουν τα ισχυρά, συντηρητικά αντανακλαστικά ενός σημαντικού τμήματος της ελληνικής κοινωνίας και της εκλογικής τους πελατείας. Στην πραγματικότητα, και οι δύο Πρωθυπουργοί της ΝΔ κρύφτηκαν επιμελώς πίσω από την δικαιολογία της «προδοσίας» Σαμαρά, ο πρώτος, και του τυφλού εθνικισμού του Γκρουέφσκι, ο δεύτερος.
Αντίθετα, οι Τσίπρας και Ζάεφ επέδειξαν επιμονή, προσήλωση στο στόχο της λύσης, αποφασιστικότητα και παρρησία, κάνοντας αμοιβαίες υποχωρήσεις για να «κλειδώσει» η συμφωνία. Η μεγάλη πλειοψηφία των ευρωβουλευτών καλωσόρισαν την Συμφωνία, όπως επίσης η Κομισιόν, αλλά και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Μοναδική παραφωνία η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, υιοθετώντας στάση αντίθετη από εκείνη των πολιτικών τους ομάδων στις Βρυξέλλες, αλλά κυρίως στάση αντίθετη από εκείνη που είχαν στηρίξει τα προηγούμενα χρόνια – μια λύση δηλαδή στη βάση του γεωγραφικού προσδιορισμού, erga omnes.
Το σημαντικότερο όλων είναι ότι οι Τσίπρας και Ζάεφ έδωσαν και δίνουν μια ισχυρή, ξεκάθαρη απάντηση απέναντι στον εθνικισμό, απέναντι σε εκείνες τις δυνάμεις στο εσωτερικό των δύο χωρών που δεν ήθελαν τη λύση, που δεν ήθελαν τη συνεργασία και τη συνανάπτυξη, αλλά μια στρεβλή, αδιέξοδη πραγματικότητα που δεν ευνοεί κανέναν, παρά μόνο εκείνα τα γεωπολιτικά συμφέροντα που επιθυμούν αστάθεια στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι μαζί με τα οφέλη αυτής της συμφωνίας για τη χώρα μας σε διμερές επίπεδο, έχουμε και σειρά θετικών εξελίξεων που μπορούν να λάβουν χώρα το επόμενο διάστημα. Η πρώτη και ουσιαστικότερη εξέλιξη είναι η επιτάχυνση της διαδικασίας ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ. Η δεύτερη εξέλιξη είναι η προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ και στο ευρωατλαντικό σύστημα ασφαλείας. Η τρίτη εξέλιξη είναι η ενίσχυση των πολυμερών σχέσεων στα Βαλκάνια και η ρητή απάλειψη του αλυτρωτισμού από το Σύνταγμα της γείτονας χώρας, γεγονός που ενισχύει την αμοιβαία εμπιστοσύνη και κατανόηση μεταξύ όλων των κρατών της περιοχής και «σβήνει» πιθανές ρεβανσιστικές τάσεις.
Αλέξης Τσίπρας και Ζόραν Ζάεφ έχουν επιδείξει πατριωτική ευθύνη, υπεύθυνη στάση απέναντι στην ιστορική συγκυρία και πολιτικό ρεαλισμό. Ειδικά για τον Έλληνα Πρωθυπουργό, η έλευση της Συμφωνίας των Πρεσπών προς ψήφιση στη Βουλή έρχεται σε μια περίοδο που το δίπολο πρόοδος-συντήρηση αναπτύσσεται και στην Ελλάδα και στην ΕΕ με μεγάλη ένταση, διαμορφώνοντας διακριτές ιδεολογικές και πολιτικές «γραμμές» για τις εκλογικές αναμετρήσεις που ακολουθούν.
*Ο Δημήτρης Ραπίδης είναι πολιτικός αναλυτής και επικοινωνιολόγος, συντονιστής του Ευρωπαϊκού Προοδευτικού Φόρουμ.