Κατά την Φώφη Γεννηματά “το ΚΙΝ.ΑΛ βρίσκεται σε πόλεμο με τον Τσίπρα και την παρέα του”. Βαριά κουβέντα. Ιδιαίτερα όταν δεν συμπληρώνεται από την επισήμανση πως η θυγατρική του ΠΑΣΟΚ “βρίσκεται σε πόλεμο ΚΑΙ με τον Μητσοτάκη και την παρέα του”.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Ακόμα και εκείνη η φράση που τόλμησε να πει προ καιρού ο γραμματέας Επικοινωνίας του κόμματος Σταμάτης Μαλέλης ότι “δεν πρόκειται να συμπράξουμε μετεκλογικά με μια ολέθρια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της Ν.Δ” αποσύρθηκε κακήν κακώς, και η κατάσταση επανήλθε στα γνωστά περί “στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ”.
Τα πράγματα, βεβαίως, είναι απλά. Στρατηγική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει στρατηγική νίκη της Ν.Δ. Ιδιαίτερα όταν οι φιλόδοξοι στόχοι της Χαριλάου Τρικούπη για ένα νέο ΠΑΣΟΚ με διψήφιο ποσοστό (έως και 20% όπως είχε πει ένα εκ των ηγετικών στελεχών του) βυθίζονται ολοένα και περισσότερο με κάθε νέα δημοσκόπηση. Οι σοβαρότεροι αναλυτές αλλά και οι πιο σώφρονες στο περιβάλλον της προέδρου του κόμματος προβλέπουν ότι το ΚΙΝ.ΑΛ δύσκολα θα κατορθώσει να υπερβεί το εκλογικό ποσοστό του Σεπτεμβρίου του 2015, χωρίς να λείπουν κι εκείνοι που προεξοφλούν ένα πραγματικό ναυάγιο.
Το μείζον θέμα για το ΚΙΝ.ΑΛ, ωστόσο, δεν είναι εάν βρίσκεται ή όχι σε “πόλεμο με τον ΣΥΡΙΖΑ”. Καθένας επιλέγει τους πολέμους που του ταιριάζουν. Και, όπως έγραφε και ο Ιάκωβος Καμπανέλης και μελοποιούσε ο Μάνος Χατζηδάκις «Στρατιώτη μου, τη μάχη θα κερδίσει, όποιος πολύ το λαχταρά να ζήσει. Όποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει, στρατιώτη μου για πόλεμο δεν κάνει».
Το κόμμα της κ. Γεννηματά άλλαξε όνομα πριν περίπου ένα χρόνο, η ίδια εξελέγη εν μέσω ενθουσιασμού και επικοινωνιακού παροξυσμού, από 210.000 πολίτες, και τα αντιπολιτευόμενα μέσα ενημέρωσης υποδέχθηκαν το εγχείρημα περίπου με την ελπίδα πως ο νέος φορέας θα αποδειχθεί ο “εξολοθρευτής” του ΣΥΡΙΖΑ. Σήμερα, τίποτε δεν προοιωνίζεται κάτι τέτοιο.
Μέσα σε αυτό το διάστημα, το ΚΙΝ.ΑΛ έχασε την δεύτερη σε μέγεθος και ποιοτικά κρισιμότερη και χρησιμότερη συνιστώσα του, το Ποτάμι, με αφορμή τις Πρέσπες, Έχασε, ακόμα, τον Θανάση Θεοχαρόπουλο με την πλειονότητα των στελεχών της ΔΗΜΑΡ, αλλά και έναν αρκετά μεγάλο αριθμό νεότερων στελεχών (Λ.Παπαγιαννάκης, Λ. Ρώσσης, Pes Activists κ.ά), ενώ μερικά από τα προβεβλημένα στελέχη του ευρύτερου χώρου (Μπίστης, Βαλντέν, Ραγκούσης, Σταθόπουλος)βρίσκονται ήδη στα πάνελ των εκδηλώσεων που ιχνηλατούν την ανάγκη δημιουργίας ενός νέου κεντροαριστερού προοδευτικού πόλου που θα συνεργαστεί με τον Αλέξη Τσίπρα. Η δε παλαιά εκσυγχρονιστική του πτέρυγα αμφιταλαντεύεται μεταξύ της ένταξης στη Ν.Δ (Διαμαντοπούλου, Φλωρίδης) και του αναχωρητισμού ή, έστω, της αναζήτησης καλύτερων όρων διαπραγμάτευσης με το Μέγαρο Μαξίμου. Ακόμα και ο Γιώργος Παπανδρέου συγκρατείται μόνο και μόνο για λόγους πολιτικής επιβίωσης και για να εξασφαλίσει έδρα στην επόμενη Βουλή.
Επιτυχημένη πορεία, δεν τα λες, όλα αυτά.
Βεβαίως, η οικοδόμηση αναχωμάτων και λοιπών οχυρωματικών έργων έναντι της κεντροαριστερής επέλασης του ΣΥΡΙΖΑ είναι και λογική και θεμιτή. Δείχνει, ωστόσο, να αγνοεί μια βασική διαπίστωση. Ό,τι το ΚΙΝ.ΑΛ -ως πολλοστημόριο του πρώην ΠΑΣΟΚ και τίποτε περισσότερο- έχει χάσει οριστικά και αμετάκλητα την ηγεμονία του στον χώρο της κεντροαριστεράς και πως εφεξής το πολιτικό σύστημα θα προσδιορίζεται από τους δύο ισχυρούς πόλους της συντηρητικής παράταξης και του ΣΥΡΙΖΑ με τη νέα του -κι ακόμα όχι ολοκληρωμένη- πολιτική ταυτότητα.
Ο χαρακτηρισμός του Τσίπρα ως “τυχοδιώκτη νεοκομμουνιστή” από την Φώφη Γεννηματά μπορεί να επιχειρεί να ενισχύσει τα οδοφράγματα “για να μην μπουν στην πόλη οι οχτροί”, δείχνει να αγνοεί, ωστόσο, ότι η άλωση έχει ήδη επέλθει.
Για την επικεφαλής του ΚΙΝ.ΑΛ ο πρωθυπουργός είναι “νεοκομμουνιστής”, ίσως ακόμα και πολιτικός “μπατζανάκης” του Μαδούρο (κατά το γνωστό αφήγημα που προωθεί η Ν.Δ), όμως την ίδια ώρα σχεδόν το σύνολο του διεθνούς Τύπου τον αντιμετωπίζει με σεβασμό, η Die Zeit τον αποκαλεί “νέο Βίλυ Μπράντ”, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία τον υποδέχεται στα άδυτα των αδύτων, οι Γερμανοί του δίνουν για τις Πρέσπες το βραβείο που έδωσαν παλιά στον Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, στον Χέλμουτ Κολ και τον Χένρι Κίσιντζερ (καμιά σχέση όλα αυτά με τον…Μαδούρο), και δεν αποκλείεται καθόλου να βρεθεί, μαζί με τον Ζάεφ, υποψήφιος για το Νόμπελ Ειρήνης ή ακόμα και να το πάρει. Η αντίφαση, παρά τις υπερβολές και τις σκοπιμότητες των ξένων, είναι εμφανής και δεν χρειάζεται ερμηνείες.
Η Φώφη Γεννηματά έχασε πριν δύο χρόνια μια σπουδαία ευκαιρία. Εάν στήριζε την απλή αναλογική, τώρα θα ατένιζε τις επόμενες εκλογές ως ένα επερχόμενο “δημιουργικό χάος” μέσα από το οποίο θα μπορούσε πράγματι να αναδειχθεί ως ο ρυθμιστής του παιχνιδιού. Ο χώρος της θα ήταν αναμφίβολα πιο συμπαγής και οι προσωπικές φιλοδοξίες ενός εκάστου στην ηγεσία του ΚΙΝ.ΑΛ θα είχαν σε μεγάλο βαθμό ταυτισθεί με τις διαπραγματεύσεις που εκ των πραγμάτων θα προέκυπταν μετά την εκλογική μάχη. Το ίδιο θα συνέβαινε εάν είχε μια διαφορετική τοποθέτηση έναντι της Συμφωνίας των Πρεσπών (αυτήν που της υπέδειξε εκείνο το 5-1 του Πολιτικού Συμβουλίου που θέλει να απαξιώνει και να ξεχνά). Θα ήταν ακόμα επικεφαλής ενός πραγματικού πολιτικού αθροίσματος με στίγμα και παρουσία.
Τώρα αντιμετωπίζει μια αλληλουχία υπαρκτών κινδύνων που απειλούν να εξαφανίσουν πολιτικά το εγχείρημα.
Βασικός κίνδυνος, μια πολύ μικρή καταγραφή στις εκλογές. Οι πληροφορίες, για παράδειγμα, σχετικά με την απόφαση του Ευάγγελου Βενιζέλου να μην κατέλθει υποψήφιος στην Α’ Θεσσαλονίκης, αναφέρουν ότι αυτό οφείλεται στην ανάγκη του να εκλεγεί. Και κάτι τέτοιο μπορεί να του το εξασφαλίσει μόνο το ψηφοδέλτιο Επικρατείας, αφού στη Θεσσαλονίκη το καλύτερο που μπορεί να κατορθώσει το ΚΙΝ.ΑΛ είναι να εκλέξει έναν βουλευτή και αυτός πιθανότατα δεν θα ήταν ο πρώην πρόεδρος του κόμματος.
Επόμενος, και ακόμα μεγαλύτερος κίνδυνος, είναι να μην κατακτήσει αυτοδυναμία η Ν.Δ (εφόσον κερδίσει τις εκλογές), κάτι το οποίο είναι και το πιθανότερο. Σε αυτή την περίπτωση, η κ. Γεννηματά θα αντιμετωπίσει το “αμλετικό” δίλημμα της σύμπραξης της σε μια κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ο οξυδερκής γραμματέας της Κ.Ο του ΚΙΝ.ΑΛ Βασίλης Κεγκέρογλου έλεγε τις προάλλες στο news247Radio ότι εάν συμβεί κάτι τέτοιο πρέπει να γίνει με πρωθυπουργό κοινής αποδοχής και όχι τον αρχηγό του πρώτου κόμματος. Πρόκειται, προφανώς, περί αναλαμπής του ενστίκτου πολιτικής επιβίωσης, καθώς όλοι αντιλαμβάνονται πως το σημερινό εναπομείναν ΠΑΣΟΚ σε μια νέα εκδοχή της συγκυβέρνησης Σαμαρά- Βενιζέλου θα απολέσει προς τα αριστερά του ( ΣΥΡΙΖΑ) τους περισσότερους ταλαιπωρημένους και αμφιταλαντευόμενους ψηφοφόρους του που αυτές τις μέρες αναπολούν τον Ανδρέα Παπανδρέου με αφορμή την επέτειο των 100 ετών από την γέννησή του. Και μάλλον δεν βρίσκουν σημεία “ιστορικής συνέχειας” με όσα συμβαίνουν στο σημερινό ΚΙΝ.ΑΛ.
Παρότι δεν ομολογείται δημοσίως, η μοναδική ελπίδα των ηγετικών στελεχών του ΚΙν.ΑΛ θα ήταν μια αυτοδυναμία του Κυριάκου Μητσοτάκη και μια όσο το δυνατόν ευρύτερη ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόκειται, φυσικά, για το απώτατο όριο του ετεροπροσδιορισμού και, αναμφίβολα, δεν οδηγεί πουθενά.
Θα αναρωτηθούν ορισμένοι: Και τι να πράξει η Φώφη Γεννηματά; Να παραδώσει τα κλειδιά της Χαριλάου Τρικούπη στον Αλέξη Τσίπρα και ως “μπόνους” το οικόσημο των Παπανδρέου και τον Κώστα Λαλιώτη μαζί; Προφανώς όχι.
Όποιος είναι δίκαιος απέναντι στην Ιστορία και λογικός απέναντι στην συγκυρία, αντιλαμβάνεται πως η μετεξέλιξη του ΠΑΣΟΚ σε ΚΙΝ.ΑΛ και πάλι ξανά σε “κάποιο ΠΑΣΟΚ” δεν πρέπει να οδηγήσει στον αφανισμό αυτού του χώρου.
Κοντά πέντε δεκαετίες δεν πρέπει να σβήσουν εξαιτίας των εγκληματικών σφαλμάτων συγκεκριμένων ηγεσιών. Ο χώρος αυτός πρέπει να ανασυνταχθεί αλλά για να συμβεί αυτό πρέπει αμέσως να αποκτήσει ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα και, κυρίως, να μην σπαταλά πυρομαχικά σε άσκοπους “πολέμους” που έχουν ήδη κριθεί. Το παράδειγμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας είναι σαφές και “σοφό” και η εν εξελίξει συζήτηση περί κεντροαριστεράς και συγκλίσεων δεν πρέπει να αφήνει αδιάφορους εκείνους που και θέση και ρόλο μπορούν να έχουν σε όλα αυτά. Οι αντίπαλοι αυτής της ιδέας θα βρουν, άλλωστε, τον δρόμο τους. Είτε προς τα σπίτια τους, είτε κατηφορίζοντας την οδό Πειραιώς.