Σε αρκετά διαφωνούν οι δημοσκόποι σχετικά με τις ευρωεκλογές του Μαΐου, σε ένα, ωστόσο, συμφωνούν άπαντες, ασχέτως της διαφοράς μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κομμάτων που αποτυπώνεται στις μετρήσεις τους. Ουδείς αμφισβητεί το προβάδισμα της Ν.Δ. Η προεξόφληση της νίκης του Κυριάκου Μητσοτάκη αποτελεί αναμφίβολα ένα ψυχολογικό πλεονέκτημα, ίσως, ωστόσο, αποτελέσει και πολιτική “παγίδα”.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Κι αυτό διότι, εν μέσω της σεναριολογίας περί εκλογικής συντριβής του ΣΥΡΙΖΑ που επίμονα καλλιεργούν τα προσκείμενα στη Ν.Δ μέσα ενημέρωσης, μια μικρή διαφορά δεν είναι απίθανο να αντιστρέψει το κλίμα και να ευνοήσει τελικά τα σχέδια του Αλέξη Τσίπρα μέχρι το φθινόπωρο.
Πρέπει να εμπιστευόμαστε τις εταιρείες δημοσκοπήσεων; Υπό μία έννοια, για τα κόμματα οι δημοσκοπήσεις είναι περίπου σαν την “ανεξάρτητη δικαιοσύνη”. Είναι, συνήθως, τόσο…ανεξάρτητη όσο “συμφέρουσες” είναι οι αποφάσεις της. Όμως, όσο κι αν οι μετρήσεις κοινής γνώμης είναι αυτό που “αγαπάμε να μισούμε”, υπάρχει η κακή τους προϊστορία, αλλά υπάρχει και η πραγματικότητα.
Την τελευταία εβδομάδα πριν τις ευρωεκλογές του 2014, για παράδειγμα, τα αποτελέσματα που αποτύπωναν οι δημοσκοπικές εταιρείες έδειχναν τις εξής διαφορές υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ: MRB: 3,4%. GPO (του Τάκη Θεοδωρικάκου που σήμερα είναι σύμβουλος στρατηγικής του Κυριάκου Μητσοτάκη): 1,1%, Metron Analysis: 4,1%, Marc; 4,1%, Alco: 4,2%, Rass: 3,1%, Pulse: 3%, Kapa Research: 5,1%. Μόνο μία εταιρεία, η E-Voice -το τελευταίο 15νθήμερο πριν την ευρωκάλπη-, εμφάνιζε τη Ν.Δ να προηγείται με μία μονάδα. Το τελικό αποτέλεσμα έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ με 3,8 μονάδες μπροστά από τη Ν.Δ. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς πως, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι εταιρείες απέτυχαν να προβλέψουν την έκβαση των ευρωεκλογών.
Αλλά και έως και δύο μήνες πριν από εκείνες τις κάλπες εάν ανατρέξει κανείς, οι μετρήσεις έδειχναν σταθερό προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Βεβαίως, μετά ήρθε το “πατατράκ” των προβλέψεων στις εθνικές εκλογές του Ιανουαρίου και του Σεπτεμβρίου του 2015 και, φυσικά, του δημοψηφίσματος, και οι δημοσκόποι είτε αναγκάστηκαν -ελάχιστοι- να ζητήσουν συγγνώμη για την κατάρρευση των μεθόδων και των “εργαλείων” τους, είτε άρχισαν να πετούν την μπάλα στην εξέδρα -οι περισσότεροι- και να τα βάζουν με την…κακή τους τη μοίρα, και την ραγδαία αλλαγή της εκλογικής συμπεριφοράς των πολιτών.
Υπάρχουν, ωστόσο, αρκετές διαφορές από το πολιτικό κλίμα της περιόδου πριν τις ευρωκάλπες του 2014 με αυτό που βιώνουμε σήμερα. Επικρατούσαν ακόμα, τότε, η “ψευδαίσθηση” πως υπάρχει λύση πέρα από τα μνημόνια και το παλαιό πολιτικό σύστημα είχε εξαντλήσει τα αποθέματα κοινωνικής ανοχής.
Σήμερα, ο κυβερνών ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να διαθέτει σημαντικές διαφορές από τη Ν.Δ. και να πολιτεύεται με διαφορετικά ιδεολογικά και πολιτικά πρόσημα, όμως η συσπείρωσή του παραμένει σε ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο (50-55%). Αυτό του δημιουργεί την ελπίδα να καλύψει μέρος ή και το σύνολο της διαφοράς από τη Ν.Δ (που βρίσκεται εδώ και πολύ καιρό σε σημείο υψηλότατης συσπείρωσης εκλογικού χρόνου- 80-85%), δίχως, όμως, κάτι τέτοιο να υπακούει σε κάποια πολιτική ή μαθηματική βεβαιότητα.
Πολλά θα κριθούν από την συμμετοχή των πολιτών στην εκλογική διαδικασία.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης αρκείται στο να τον ψηφίσουν οι ψηφοφόροι που δηλώνουν με βεβαιότητα πως θα επιλέξουν τη Ν.Δ. Ο Αλέξης Τσίπρας χρειάζεται να άρουν την αναποφασιστικότητά τους οι ψηφοφόροι της “γκρίζας ζώνης”, να πάνε στις κάλπες και να θυμηθούν -οι περισσότεροι- πως τον είχαν επιλέξει το 2015. Κάθε ψηφοφόρος που θα μείνει στο σπίτι του δρα ασυνείδητα υπέρ της Ν.Δ που εμφανίζεται σήμερα ως το πιθανότερο πρώτο κόμμα.
Από την άλλη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης φοβάται πως ένα τμήμα δυνητικών ψηφοφόρων της Ν.Δ μπορεί να κινηθούν προς μικρότερα κόμματα του ευρύτερου αστερισμού της δεξιάς. Είτε αυτά που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντροδεξιά, είτε άλλα που τοποθετούνται δεξιότερα της Ν.Δ. Έτσι εξηγείται η προσωπική επίθεση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά του Σάββα Τσιτουρίδη.
Σε ορισμένους προκάλεσε έκπληξη η σκληρά επιθετική αναφορά του ενώπιον της κοινοβουλευτικής ομάδας σε ένα πρόσωπο που επανέκαμψε στην πολιτική σκηνή μετά από 10αετή απουσία και σε ένα κόμμα που μετρά περίπου μια εβδομάδα ζωής. Καμία έκπληξη. Κάθε ψήφος στο κόμμα Τσιτουρίδη, στο Ν.Ε.Ο της Παπακώστα, σε οτιδήποτε άλλο δημιουργηθεί προσεχώς, ή, από την άλλη, η ψήφος στη “Νέα Δεξιά” του Κρανιδιώτη, στην “Ελληνική Λύση” του Βελόπουλου ή σε άλλους, είναι ψήφος που την στερείται η Ν.Δ.
Γι αυτούς τους λόγους ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναγάγει τις ευρωεκλογές σε δημοψήφισμα “για να φύγει ο Τσίπρας” και απευθύνεται στο εκλογικό σώμα λέγοντας “θέλετε να καταδικάσετε τον Τσίπρα; Ψηφίστε εμένα”. Η θετική ψήφος σπάνια δημιουργεί πολιτικό και εκλογικό ρεύμα. Ίσως ο Αλέξης Τσίπρας είναι ο τελευταίος πολιτικός που είχε την ικανοποίηση να συγκεντρώσει τις αυθεντικές προσδοκίες του εκλογικού σώματος στις δύο αναμετρήσεις του 2015. Επειδή το γνωρίζει αυτό ο πρόεδρος της Ν.Δ, και επειδή δεν μπορεί να δημιουργήσει “ρεύμα” υπέρ του, επιδιώκει να μεταβάλλει τις ευρωεκλογές σε πεδίο καταδίκης του αντιπάλου του και έτσι σε πρόκριμα για τις εθνικές εκλογές. Εάν το κατορθώσει είναι πολύ πιθανό να εξασφαλίσει καθαρή διαφορά. Εάν όχι, θα μπει σε περιπέτειες, καθώς η μη επίτευξη κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας ανοίγει το δρόμο για άλλα πολιτικά σενάρια.
Απέναντι στην τακτική περί ευρωεκλογών- δημοψηφίσματος ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως προτάσσει το διακύβευμα της οικονομίας με κοινωνικό πρόσημο. Βάζει στο τραπέζι όλα τα θετικά λαϊκά μέτρα που πιστοποιούν αφενός την έξοδο από τα μνημόνια και αφετέρου τον διαφοροποιούν από το πρόγραμμα της Ν.Δ που φαίνεται να έχει αρκετά “σκοτεινά” σημεία και αποχρώσεις νεοφιλελευθερισμού.
Η προσπάθεια Τσίπρα, ωστόσο, να φέρει την αντιπαράθεση στο πεδίο της οικονομίας ακυρώνει εκ των πραγμάτων -και από την δική του πλευρά- την προοπτική χαλαρής ψήφου όπως συνηθίσαμε παλαιότερα να συμβαίνει σε ευρωεκλογές. Εκ των πραγμάτων το αίτημα Μητσοτάκη περί “δημοψηφίσματος” κατά Τσίπρα συγκλίνει σε έναν κοινό τόπο με την επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ να αντιπαρατεθεί με βασικό του όπλο τα επιτεύγματά του στην οικονομία μετά τα μνημόνια.
Μόνο που, πέραν όλων όσων προαναφέρθηκαν, η προσεχής αναμέτρηση διαθέτει και μια εντελώς απρόβλεπτη μεταβλητή: την Συμφωνία των Πρεσπών. Δύσκολα μπορεί να προβλέψει κανείς πόσο θα επηρεάσει (αν και είναι μάλλον βέβαιη η επίδραση που θα έχει) την ψήφο των πολιτών, την κινητοποίηση των αναποφάσιστων ή και την αποχή. Οι Πρέσπες, παρότι προεξοφλούνται από ορισμένους ως το “βατερλό” της κυβέρνησης, αποτελούν μια terra incognitta. Μπορεί να δώσουν την τελική ώθηση στη Ν.Δ προς μια μεγάλη νίκη, μπορεί και όχι.
Στις 26 Μαϊου, πάντως, η μάχη θα είναι αδυσώπητη με πολιτικά και σχεδόν καθόλου ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά. Αυτό είναι αναμφίβολα κακό εάν σκεφτεί κανείς πόσα διακυβεύονται από τους νέους συσχετισμούς δυνάμεων που θα αναπτυχθούν στις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο τους επόμενους μήνες.