«Υπήρχαν διμερείς συμφωνίες και αμοιβαία κατανόηση ανάμεσα στην τουρκική υπηρεσία πληροφοριών και στα στελέχη του Ισλαμικού Κράτους. Είχα απευθείας συναντήσεις με αξιωματούχους της ΜΙΤ, πολλές συναντήσεις μαζί τους». Ο Μαροκινός Αμπού Μανσούρ αλ Μαγκρέμπι εντάχθηκε στο Ισλαμικό Κράτος και εργάστηκε αρχικά ως υπεύθυνος για την υποδοχή των «ξένων μαχητών», που τη διετία 2014-2015 έφταναν κατά εκατοντάδες στα σύνορα Τουρκίας – Συρίας. Στη συνέχεια, προήχθη σε «εμίρη» και ανέλαβε καθήκοντα «διπλωματικού» εκπροσώπου του Ισλαμικού Κράτους στην Τουρκία. Τον Φεβρουάριο του 2019, όντας πλέον κρατούμενος στο Ιράκ, αποκάλυψε σε στελέχη της ιρακινής αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας και στην Αμερικανίδα διευθύντρια του Διεθνούς Κέντρου για τη Μελέτη του Βίαιου Εξτρεμισμού (ICSVE) Αν Σπέκχαρντ λεπτομέρειες για τις στενές –όπως τις περιέγραψε– σχέσεις της τουρκικής υπηρεσίας πληροφοριών (ΜΙΤ) και της κυβέρνησης Ερντογάν με τα στελέχη του Ισλαμικού Κράτους.
«Μιλήσαμε μαζί του για πάνω από πέντε ώρες, χωρίς να διστάζει να απαντήσει στις ερωτήσεις μας. Απέφυγε να αναφερθεί μόνο σε ό,τι ήταν εκτός του πεδίου ευθύνης του. Αξιωματούχοι της ιρακινής υπηρεσίας πληροφοριών, που τον ανέκριναν επανειλημμένα, τον χαρακτήρισαν αξιόπιστο και συνεργάσιμο μάρτυρα», διευκρίνισε στην «Κ» η κ. Σπέκχαρντ, σχολιάζοντας τη συνάντησή της μαζί του.
Ο Αμπού Μανσούρ, ηλεκτρολόγος μηχανικός στο επάγγελμα, έφυγε το 2013 από το Μαρόκο με σκοπό να πολεμήσει κατά του Μπασάρ αλ Ασαντ και να πάρει μέρος στην προσπάθεια δημιουργίας ενός ισλαμικού χαλιφάτου στη Συρία και στο Ιράκ. Ταξίδεψε αεροπορικώς από την Καζαμπλάνκα στην Κωνσταντινούπολη πριν καταλήξει στη συριακή πόλη Ιντλίμπ, κοντά στα σύνορα με την Τουρκία. Εκεί, ανέλαβε να συντονίσει την υποδοχή των επίδοξων μελών του Ισλαμικού Κράτους, που έφταναν μέσω Κωνσταντινούπολης στις πόλεις της τουρκοσυριακής μεθορίου.
Σε ρόλο «πρέσβη»
«Στην αρχή κατέγραφα τις αφίξεις νέων μαχητών στο Ταλ Αμπιάντ, στο Χαλέπι και στο Ιντλίμπ. Αργότερα, είχα υπό την εποπτεία μου όλη τη διαδικασία, όπως εξάλλου και την ευθύνη για τη φρούρηση των συνόρων Τουρκίας – Συρίας», ομολόγησε ενώπιον της Aμερικανίδας ερευνήτριας και των ιρακινών αξιωματούχων.
Καθώς όμως συνέχισε να απαντά στις ερωτήσεις των συνομιλητών του, ο Αμπού Μανσούρ αποκάλυψε ότι δεν ήταν μονάχα ο τοποτηρητής του Ισλαμικού Κράτους στην τουρκοσυριακή μεθόριο αλλά ο διπλωματικός αντιπρόσωπός του, ένα είδος «πρέσβη» της οργάνωσης στην Τουρκία. «Είχα πολλές απευθείας συναντήσεις με στελέχη της ΜΙΤ», αποκάλυψε, «υπήρχαν συμφωνίες και αμοιβαία κατανόηση ανάμεσα στο Ισλαμικό Κράτος και στις μυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας».
Απαντώντας σε ερώτηση της Αμερικανίδας ερευνήτριας, που του ζήτησε να διευκρινίσει ποιοι Τούρκοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι συμμετείχαν στις συναντήσεις αυτές, ο Αμπού Μανσούρ απάντησε: «Υπήρχαν διαφορετικές κάθε φορά ομάδες. Κάποιοι εκπροσωπούσαν τις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες, άλλοι τις ένοπλες δυνάμεις. Οι συναντήσεις γίνονταν συνήθως στην Τουρκία, σε στρατιωτικές εγκαταστάσεις και σε γραφεία είτε στην Αγκυρα είτε στην πόλη Γκαζιαντέπ, στα νοτιοανατολικά της χώρας. Διέσχιζα ελεύθερα τα σύνορα, ενώ έστελναν πάντοτε αυτοκίνητο να με παραλαμβάνει. Ημουν υπό την προστασία τους. Είχα πάντα μαζί μου μια ομάδα δύο – τριών ατόμων από τη δική μας πλευρά. Εγώ ήμουν ο επικεφαλής».
Ποιο ήταν το αντικείμενο των διμερών επαφών και διαπραγματεύσεων; Πριν δώσει απάντηση, ο Αμπού Μανσούρ διευκρίνισε: «Οι συμφωνίες αμοιβαίου συμφέροντος είναι μεγάλη υπόθεση. Ιδίως όταν δημιουργείς ένα καινούργιο κράτος αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο».
Στην επικεφαλής του Διεθνούς Κέντρου για τη Μελέτη του Βίαιου Εξτρεμισμού (ICSVE) ο Μαροκινός εξήγησε ότι οι διμερείς διαπραγματεύσεις αφορούσαν τον έλεγχο των εδαφών στη Βόρεια Συρία, την εκατέρωθεν μεταφορά πετρελαίου και νερού αλλά και τη δυνατότητα νοσηλείας των τραυματισμένων «μαχητών» στα νοσοκομεία της γείτονος. Αντίθετα, αρνήθηκε ότι η Τουρκία είχε ανάμειξη στην τροφοδοσία του Ισλαμικού Κράτους με όπλα. «Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει την τουρκική κυβέρνηση ότι μας έδινε πολεμοφόδια, κι αυτό γιατί τα βρίσκαμε από άλλες πηγές. Οι στρατιώτες του “Ελεύθερου Συριακού Στρατού” μάς πουλούσαν τα όπλα τους για ένα πακέτο τσιγάρα. Σύροι αντικαθεστωτικοί μάς προμήθευαν με οπλισμό, όπως επίσης και διάφορες μαφίες», διευκρίνισε, και αποκάλυψε ότι το Ισλαμικό Κράτος δαπανούσε κάθε μήνα για την προμήθεια όπλων και πυρομαχικών 7 εκατ. δολάρια, τα μισά δηλαδή έσοδά του από το εμπόριο πετρελαίου.
«Η μαρτυρία του Αμπού Μανσούρ επιβεβαίωσε τα συμπεράσματα αναφορών σχετικά με τις σχέσεις Τουρκίας – Ι.Κ. Πρόσθεσε όμως κι ένα προσωπικό στοιχείο στην υπόθεση καθώς, όπως υποστήριξε, ήταν εκείνος που διαπραγματεύτηκε την πρόσβαση των “μαχητών” σε νοσοκομεία της Τουρκίας, σε προμήθειες, νερό κ.ά.», σχολίασε στην «Κ» η Αν Σπέκχαρντ.
«Ενήμερη η ΜΙΤ»
«Με τα ασθενοφόρα, μπορούσαμε να διασχίζουμε τα σύνορα χωρίς έλεγχο. Δεν ζητούσαν ταυτότητες. Απλά έπρεπε να τους ειδοποιούμε. Η ΜΙΤ ήταν ενήμερη για όλα τα σοβαρά συμβάντα και συχνά μεσολαβούσε για να σταλούν ασθενοφόρα στα σύνορα. Το κόστος νοσηλείας το κάλυπτε το Ισλαμικό Κράτος, ωστόσο συχνά η περίθαλψη ήταν δωρεάν καθώς πολλοί Τούρκοι γιατροί ήταν κατά του καθεστώτος Ασαντ», εξήγησε ο Αμπού Μανσούρ στην πεντάωρη συνέντευξή του στην κ. Σπέκχαρντ.
«Διμερείς» συμφωνίες για πετρέλαιο και νερό
Στα τέλη του 2015, το φως της δημοσιότητας είχαν δει πληροφορίες για ανάμειξη της τουρκικής κυβέρνησης και πιο συγκεκριμένα του γιου του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε αγοραπωλησίες πετρελαίου ανάμεσα στην Τουρκία και στο Ισλαμικό Κράτος. Το πιο χαρακτηριστικό δημοσίευμα ήταν εκείονο της γερμανικής εφημερίδας Handelsblatt, που είχε χαρακτηρίσει τον Μπιλάλ Ερντογάν «υπουργό Πετρελαίου του Ισλαμικού Κράτους».
Ερωτηθείς σχετικά, ο Μαροκινός Αμπού Μανσούρ αλ Μαγκρέμπι επιβεβαίωσε ότι η μεγαλύτερη ποσότητα του συριακού πετρελαίου πράγματι κατέληγε στην Τουρκία και μια μικρότερη ποσότητα στο καθεστώς του Μπασάρ αλ Ασάντ. Διευκρίνισε, ωστόσο, ότι η εξέλιξη αυτή δεν υπήρξε προϊόν διαπραγμάτευσης του ιδίου με Τούρκους κυβερνητικούς αξιωματούχους, καθώς συνέβη «αυθόρμητα» –όπως χαρακτηριστικά είπε– με τη μεσολάβηση λαθρεμπόρων τόσο από την Τουρκία όσο και τη Συρία. «Οι μεταφορές πετρελαίου από το Ισλαμικό Κράτος στην Τουρκία γίνονταν από Τούρκους εμπόρους με την άδειά μας», εξήγησε ο Μαροκινός, από τις φυλακές του Ιράκ, όπου κρατείται.
Αντίθετα, περισσότερο λεπτομερής ήταν η συμφωνία που επετεύχθη για τη μεταφορά νερού (μέσω του ποταμού Ευφράτη) από την Τουρκία στα εδάφη του «Χαλιφάτου» για τις αγροτικές καλλιέργειες και τη λειτουργία του υδροηλεκτρικού φράγματος στην πόλη Τάμπκα.
Οι διαπραγματεύσεις
«Η αρχική συμφωνία με την Τουρκία προέβλεπε ροή προς τη Συρία 400 κυβικών μέτρων νερό το δευτερόλεπτο. Μετά την επανάσταση (σ.σ. τον πόλεμο για τη δημιουργία του Χαλιφάτου) μείωσαν τη ροή στα 150 κυβικά μέτρα και έπειτα από διαπραγματεύσεις πετύχαμε να επιστρέψουμε στο προηγούμενο καθεστώς», πρόσθεσε.
Στην ερώτηση της Αμερικανίδας επικεφαλής του Διεθνούς Κέντρου για τη Μελέτη του Βίαιου Εξτρεμισμού (ICSVE), Αν Σπέκχαρντ, για το κέρδος της Τουρκίας από τη συμφωνία, ο Αμπου Μανσούρ απάντησε: «Η χώρα τους θα παρέμενε σταθερή και ασφαλής».
Η αμοιβαία επωφελής «γειτονία» και οι πολύνεκρες επιθέσεις
Στους Αμερικανούς ερευνητές και στους Ιρακινούς αξιωματούχους ασφαλείας, ο «πρέσβης» του Ισλαμικού Κράτους στην Τουρκία Αμπού Μανσούρ διευκρίνισε ότι οι διμερείς συμφωνίες ήταν αμοιβαία επωφελείς, χωρίς ωστόσο οικονομικό «δούναι-λαβείν». «Η Τουρκία ήθελε να ελέγχει τα σύνορά της (…) να καταστρέψει τα σχέδια των Κούρδων για δημιουργία ανεξάρτητου κράτους. Αντιμετώπισαν την απειλή με τη βοήθεια και τη μεσολάβηση του Ισλαμικού Κράτους», υποστήριξε ο Μανσούρ και πρόσθεσε ότι το όραμα της Τουρκίας, όπως εκφράστηκε από κυβερνητικούς αξιωματούχους στις διμερείς συναντήσεις τους, ήταν η επέκταση των συνόρων έως το Χαλέπι και τη Μοσούλη.
Για το Ισλαμικό Κράτος αντίστοιχα, οι σχέσεις καλής γειτονίας με τους Τούρκους ήταν σημαντικές, καθώς «με 300 χιλιόμετρα κοινά σύνορα, μας βοηθούσαν να προστατεύουμε τα νώτα μας». Σχολιάζοντας τα λεγόμενα του έγκλειστου Μαροκινού τζιχαντιστή, η διευθύντρια του Διεθνούς Κέντρου για τη Μελέτη του Βίαιου Εξτρεμισμού, Αν Σπέκχαρντ, δήλωσε στην «Κ» ότι η κυβέρνηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν άνοιξε διαύλους επικοινωνίας με το Χαλιφάτο, καθώς με αυτό τον τρόπο περιόριζε την κουρδική απειλή, ήλεγχε τα νότια σύνορα της Τουρκίας και τη διακίνηση του συριακού πετρελαίου. «Μεγιστοποιούσε τα οφέλη του», επεσήμανε η κ. Σπέκχαρντ, απαντώντας σε ερώτηση για την τακτική του Τούρκου προέδρου.
Ο Αμπού Μανσούρ αποκάλυψε ότι η Τουρκία έπαιζε διπλό παιχνίδι με τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ και στην Ε.Ε., καθώς, ενώ εμφανιζόταν να παίρνει μέτρα για την αντιμετώπιση της τζιχαντιστικής απειλής, οι μυστικές υπηρεσίες της διευκόλυναν τη μετάβαση των ξένων μαχητών στη Συρία. «Ηθελαν να έχουν τον έλεγχο. Να τους ενημερώνω ποιος έμπαινε στη χώρα τους και από πού. Στη συνέχεια μας ζήτησαν να αλλάξουμε τακτική, για παράδειγμα οι ξένοι μαχητές να μην κινούνται σε ομάδες για να μην εντοπίζονται, να μην οπλοφορούν, να μην έχουν μακριές γενειάδες κ.ά. “Η διέλευσή σας από τον Βορρά στον Νότο θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν κρυφή” μας έλεγαν».
Τι συνέβη επομένως και το Ισλαμικό Κράτος ανέλαβε την ευθύνη για τις πολύνεκρες επιθέσεις στο αεροδρόμιο «Ατατούρκ» και το κλαμπ «Ρέινα» στην Κωνσταντινούπολη;
«Ημουν στην Τουρκία όταν έγινε το χτύπημα στο αεροδρόμιο. Πίστεψαν ότι είχα σχέση με αυτό, ότι η επίθεση δηλαδή είχε αποφασιστεί από το πολιτικό σκέλος της οργάνωσης, όμως αυτό δεν ήταν λογικό. Η επίθεση αποφασίστηκε στη Ράκα, από το τμήμα “εξωτερικών επιχειρήσεων” του Ισλαμικού Κράτους και πιστεύω ότι σε αυτό είχαν διεισδύσει Τούρκοι της ΜΙΤ, καθώς και πράκτορες άλλων υπηρεσιών που ήθελαν να υπονομεύσουν τις σχέσεις μας με την Τουρκία».
Σχολιάζοντας τα παραπάνω, η κ. Αν Σπέκχαρντ τόνισε στην «Κ» ότι στο Ισλαμικό Κράτος συμμετείχαν και Τούρκοι που ήθελαν να εξωθήσουν τον πρόεδρο Ερντογάν να στείλει στρατεύματα στη Συρία και να πάρει «σάρκα και οστά» το όνειρό τους για ανασύσταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. «Οι επιθέσεις στην Τουρκία ενέτειναν την πίεση υπέρ μιας στρατιωτικής εισβολής στη Συρία», σχολίασε η κ. Σπέκχαρντ.
Η συνέντευξη με τον Αμπού Μανσούρ δόθηκε στο πλαίσιο προγράμματος για την αντιμετώπιση της τζιχαντιστικής προπαγάνδας στο Διαδίκτυο. Δημοσιεύθηκε ολόκληρη στο «Homeland Security Today».
ΠΗΓΗ: Εφημερίδα Καθημερινή