Σε ένα από τα πολλά, παράλληλα δράματα που εξελίσσονται στο παρασκήνιο του Brexit, οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ενωση κατηγορούν το BBC για μεροληπτική κάλυψη των ιστορικών γεγονότων, γράφει ο αρθρογράφος Δημήτρης Ρηγόπουλος στην Καθημερινή (Απόψεις).
«Δεν γίνεται να πληρώνουμε φόρο 154 λίρες υπέρ της δημόσιας τηλεόρασης και να είμαστε μάρτυρες μιας απροκάλυπτης προπαγάνδας κατά της επιθυμίας του βρετανικού λαού», είναι η συνηθέστερη κατηγορία που ακούγεται στο Λονδίνο.
Μια κατηγορία που πήρε πρόσφατα και πιο θεσμικό (αλλά και διακομματικό) χαρακτήρα με σχετική ερώτηση 70 μελών της Βουλής των Κοινοτήτων.
Οι κατηγορίες αφορούν την «υπερεκπροσώπηση» των Remainers αλλά και
όσων αντιτίθενται σε ένα Brexit χωρίς συμφωνία στις εκπομπές διαλόγου, στην ευθεία σύνδεση μιας άτακτης αποχώρησης με καταστροφολογικά σενάρια στην οικονομία αλλά και στις χιουμοριστικές εκπομπές που βάλλουν «μονόπλευρα» κατά του Μπόρις Τζόνσον ή του Νάιτζελ Φάρατζ.
Το παράδοξο είναι ότι το διάσημο για την αντικειμενικότητά του BBC έχει βρεθεί στο στόχαστρο και της «άλλης πλευράς», γιατί σε μια τόσο κρίσιμη περίσταση για τη χώρα η δημόσια τηλεόραση δεν έχει πάρει επίσημη θέση. Κατηγορία εντελώς άστοχη αν αναλογιστεί κανείς την ισχυρή παράδοση αυτονομίας που έχει κατακτήσει το BBC ως δημόσιο αγαθό.
Δημόσιο αγαθό είναι και η ΕΡΤ.
Δημόσια αγαθά δεν ήταν όμως τα ιδιωτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης που υποστήριξαν με ζήλο το «Ναι» στο ελληνικό δημοψήφισμα του 2015. Αυτό σημαίνει ότι αν υπάρχουν στρεβλώσεις στον τηλεοπτικό ορίζοντα σήμερα, όλες οι προσπάθειές μας (και κυρίως της κυβέρνησης, φυσικά) θα πρέπει να στραφούν στον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα.
Τις πρώτες ημέρες μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου η «προσαρμογή» της ΕΡΤ στη νέα κατάσταση ήταν εντυπωσιακή (από άποψη δημοσιογραφικής ευελιξίας) αλλά και καταθλιπτική μαζί.
Σαν ξαφνικά να πατήθηκε ένα αόρατο κουμπί και όλα να ήρθαν ανάποδα.
Αν το BBC έχει στο DNA του μια παράδοση πλουραλισμού και ανεξαρτησίας, στην ΕΡΤ έχουμε μια παράδοση «προσαρμογής» στην επόμενη «κατάσταση».
Αυτό πρέπει να αλλάξει. Θεσμικά, όχι με λόγια ή καλές προθέσεις.