Τον δικό του Γολγοθά ανεβαίνει εδώ και δέκα μήνες έγκλειστος στις φυλακές Κορυδαλλού ο Λάκης Γαβαλάς ο οποίος προσπαθεί να παραμείνει όρθιος και να είναι αξιοπρεπής. Ο άνθρωπος που συνέδεσε το όνομά του με τις λέξεις μόδα και λάμψη, κρατά καθημερινά ένα ημερολόγιο στο οποίο και καταγράφει λεπτό προς λεπτό τα όσα περνάει μέσα στις φυλακές, όπως το δημοσιεύει η real. Η σκληρή καθημερινότητά του, συνοψισμένες σε λίγες γραμμές.
ΤΟ ΠΡΩΙΝΟ ΞΥΠΝΗΜΑ
«Κρακ κρακ! Το άνοιγμα της βαριάς σιδερένιας πόρτας του θαλάμου. Σημάδι ότι είναι 7.15 το πρωί. Ακούω τα βήματα του δεσμοφύλακα να απομακρύνονται προς επόμενο θάλαμο. Κρακ κρακ! Το ξύπνημα είναι απότομο και κάθε πρωί, πιο οδυνηρό. Δεν μπορώ να το συνηθίσω αυτό το κρακ-κρακ. Δέκα μήνες και ακόμα δεν το αντέχω. Θεέ μου, που είμαι; Η πρώτη σκέψη κάθε πρωινό… Η τουαλέτα ήδη κατειλημμένη. Ανοίγω την τηλεόραση που είναι στην άκρη του σιδερένιου κρεβατιού. Γειτόνισσα με τις πατούσες μου. Λίγο μαύρο. Και αμέσως μετά φως. Οι πρωινές δημοσιογραφικές εκπομπές. Κάνω ζάπινγκ… Υπολογίζοντας την εξέλιξη του καιρού που θα κάνει σήμερα, διαλέγω βιαστικά τα κατάλληλα ρούχα. Σέρνω τη βαριά πόρτα του θαλάμου και βγαίνω στο διάδρομο. Περπατάω, όπως πάντα, γρήγορα. Με ελαφρύ στομάχι, αφού δεν έφαγα πρωινό. Που να βρεις την όρεξη στη φυλακή».
Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ
«8.10 π.μ. Λέω μια χαμογελαστή καλημέρα στον δεσμοφύλακα που είναι στο κιγκλίδωμα «Στην ώρα σου Λάκη» μου λέει με ευγένεια. «Γράψε ότι κατεβαίνω για δουλειά» αποκρίνομαι. Στο τεράστιο ασήκωτο βιβλίο που είναι μπροστά του, πρέπει να σημειώσει την ώρα που μπαίνει και βγαίνει από την πτέρυγα κάθε κρατούμενος… Βγαίνω στον κήπο. Ευτυχώς δεν βρέχει. Συναντιέμαι με τους άλλους τέσσερις κηπουρούς… Λίγη δουλειά ακόμα και η ωρα πήγε 11.30. Πάμε για φαγητό, μεσημεριανό. Τρίτη-Πέμπτη μακαρόνια, θυμάμαι το φυλακόβιο λαϊκό τραγούδι του Πρόδρομου Τσαουσάκη. Θεέ μου τι παιχνίδια παίζει το μυαλό; Τρώω μόνος μου στο θάλαμο. Λίγα μακαρόνια χωρίς τη σάλτσα…».
ΜΑΧΗ ΓΙΑ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ
«Πήγε 6.30 το απόγευμα. Τσιμπολογάω κάτι από το βραδινό φαγητό. Τυρόπιτα. Κάνω την αμαρτία μου. Τρώω και ένα σοκολατάκι από το κουτί που μου είχε φέρει μια συνεργάτιδά μου. Παίρνω δύναμη, έφτασε η ώρα της μάχης. Στα καρτοτηλέφωνα. Όλοι οι κρατούμενοι διεκδικούν λίγη ώρα στα τρια καρτοτηλέφωνα της πτέρυγας. Το ένα δεν δουλεύει, δυο λοιπόν τα αντικείμενα του πόθου…».
Η ΚΑΤΣΑΡΙΔΑ ΚΑΙ Η VOGUE
«Η κατσαριδούλα που αναποφάσιστα περπατά πάνω στην κουβέρτα μου θυμίζει πως δεν είμαι στις φυλακές για να σωφρονιστώ, αλλά για να τιμωρηθώ. Με το τελευταίο τεύχος της Vogue τη σπρώχνω από την κουβέρτα. Αλλά μια κατσαρίδα που περπατάει πλάι μου στον τοίχο δεν γλιτώνει. Κλατς! Η Vogue την σκότωσε… Γυρίζω πλάγια στον τοίχο. Κουλουριάζομαι και κλαίω. Ήμουν ο Λάκης Γαβαλάς της μόδας και του γκλάμουρ… Το φως του θαλάμου σβήνει. Με άκουσαν που κλαίω… Κουλουριάζομαι πιο πολύ με την κουβέρτα. Ξέρω τι έκανα να λέει η κοινωνία για μένα: «Άσε τον π…η να σαπίσει στη φυλακή»… Θα ονειρευτώ. Ότι ξαναζώ. Και ας ξέρω ότι το πρωί καραδοκεί ξανά. Εφιάλτης! Κρακ κρακ!».