Απάντηση στα όσα καταγγέλλονται σε έγγραφο τριών εισαγγελέων που ερευνούν την υπόθεση Novartis δίνει ο Γ. Στουρνάρας με ανακοίνωση που εξέδωσε. Σε αυτήν ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κάνει λόγο για κατασκευάσματα που προδίδουν πανικό και τα οποία προκαλούν θυμηδία.
Αναλυτικά η ανακοίνωση του κ. Στουρνάρα:
“Το έγγραφο των τριών, ήδη κατηγορουμένων, εισαγγελέων που είδε σήμερα το φως της δημοσιότητας, μόνον θυμηδία προκαλεί.
Ισχυρίζονται οι τρεις εισαγγελείς ότι ο κ. Μανιαδάκης τον Οκτώβριο –Νοέμβριο 2018 τους ανέφερε ότι τάχα τον εξεβίασα απειλώντας τον ότι «όταν αλλάξει η κυβέρνηση ο ίδιος με δύο άλλα πολιτικά πρόσωπα είχαν αποφασίσει να τσακίσουν τους εισαγγελείς» κλπ.
Δηλαδή:
1ον) Ισχυρίζονται ότι ο προστατευόμενος μάρτυρας τους δήλωσε ότι απειλείται και παρά ταύτα ουδέν έπραξαν!
2ον) Μετά από ένα περίπου έτος ενώ γνώριζαν την υποτιθέμενη εκβίασή μου έσπευσαν να με απαλλάξουν σαν να μη συμβαίνει τίποτε!
Ομολογούν δηλαδή ότι απήλλαξαν έναν ένοχο και παρέλειψαν τη δίωξη μου καίτοι γνώριζαν ότι είχα τελέσει αξιόποινες πράξεις και με τον παλαιό ΠΚ που επικαλούνται αλλά και με τον νέο, αφού ο νέος τέθηκε σε ισχύ τον Ιούλιο 2019, αυτοί δε έθεσαν την υπόθεση μου στο αρχείο τον Αύγουστο 2019.
Επίσης δεν αντιλαμβάνονται οι συκοφάντες μου, έτερο σημαντικό νομικό σφάλμα τους που ιδρύει και δική τους ποινική ευθύνη, ότι δηλαδή:
Αν πράγματι «απείλησα» τον κ. Μανιαδακη και αν «ενεποίησα» φόβο στους εισαγγελείς και ιδίως αν συντρέχουν όντως οι προϋποθέσεις του άρθρου 167Α ΠΚ (που έτσι κι αλλιώς δεν εφαρμόζεται) τότε κακώς-κάκιστα με απήλλαξαν και παρανόμως έθεσαν στο αρχείο την υπόθεση μου. Παραδέχονται δηλαδή (και ουσιαστικά αυτοκαταγγέλλονται) ότι διέπραξαν κατάχρηση εξουσίας.
Δηλαδή οι τρεις εισαγγελείς ισχυρίζονται ότι με την πράξη μου επιχείρησα να τους ωθήσω , όπως απαιτεί το άρθρο 167 Α νέου ΠΚ:
Είτε στην ενέργεια πράξης που ανάγεται στα καθήκοντά τους είτε στην παράλειψη νόμιμης πράξης είτε στην ευνοϊκή μεταχείριση μου. Ισχυρίζονται δηλαδή ότι η αρχειοθέτηση δεν ήταν νόμιμη;
3ον) Παραδέχονται ότι προστατευόμενος μάρτυς είναι ο κ. Μανιαδάκης χωρίς να έχουν την προς τούτο εξουσία.
4ον) Εντελώς αντιφατικά και διαψεύδοντας τον εαυτό τους ισχυρίζονται αφενός μεν ότι πληροφορήθηκαν τα περί «εκβιάσεως» το 2018 αφετέρου ότι «τώρα μαθαίνουν» ότι πράγματι συναντηθήκαμε με τον κ. Μανιαδάκη. Δηλαδή το 2018 δεν το έμαθαν;
5ον) Εντελώς ανεπίτρεπτα για εισαγγελικό λειτουργό επικαλούνται για πράξη του 2018 (την κατά φαντασία «εκβίαση» νόμο του 2019 (το άρθρο 167Α του νέου ΠΚ που δεν υπήρχε τότε), αγνοώντας στοιχειώδεις ποινικούς κανόνες.
6ον) Επικαλούνται εφαρμογή του άρθρου 330 ΠΚ που προϋποθέτει για την εφαρμογή του να εξαναγκάσει ο δράστης άλλον σε πράξη παράλειψη ή ανοχή για τις οποίες ο παθών δεν είχε υποχρέωση ενώ δεν αναφέρουν κάποια τέτοια πράξη στην οποία επιχείρησα τάχα να τους εξαναγκάσω, πράγμα ασυγχώρητο για εισαγγελείς με πείρα, και αντιθέτως αναφέρουν ότι σκοπός μου ήταν να προκληθεί σ’ αυτούς «φόβος κατά το χειρισμό της υπόθεσης» δηλαδή απειλή, άρθρο 333 ΠΚ, για την οποία απαιτείται έγκληση.
Παρ’ όλα αυτά οι τρεις εισαγγελείς δεν εξηγούν έτερα ανομήματα της προκαταρτικής εξέτασης που διεξήγαγαν, ήτοι:
-Γιατί παρέμειναν αδρανείς όταν σωρεία ειδήσεων δημοσιευόταν από τις φιλικές προς το καθεστώς εφημερίδες (άρθρο 252 ΠΚ);
-Γιατί με κρατούσαν όμηρο επί σχεδόν 2 έτη χωρίς στοιχεία με μακρόχρονη δριμεία βλάβη της τιμής και υπόληψής μου αλλά και επιβάρυνση του έργου μου ως Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος;
-Γιατί χαρακτήρισαν παρανόμως ως μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου;
Το βασικότερο όμως όλων είναι ότι ο ίδιος ο κ. Μανιαδάκης έχει ήδη μιλήσει. Εξερχόμενος από το γραφείο του αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 17 Οκτωβρίου του 2019 όπου έδωσε κατάθεση, μίλησε στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και περιέγραψε τα πραγματικά περιστατικά που περιέχονται στα δικόγραφά του.
Όλα τα υπόλοιπα είναι κατασκευάσματα και προδίδουν πανικό.”