Το καθεστώτος εισαγωγής στα ΑΕΙ βάσει του σχεδίου αλλάζει ριζικά κάτι που σημαίνει ότι μπορεί να μείνουν εκτός πανεπιστήμιων ακόμα και οι μισοί από τους υποψήφιους που θα δώσουν Πανελλήνιες εξετάσεις. Τα πανεπιστήμια έχουν ζητήσει εδώ και πολλά χρόνια αυτή τη δυνατότητα, αλλά καμιά κυβέρνηση δεν το είχε προχωρήσει. Aν τα πανεπιστήμια όριζαν φέτος τον αριθμό των εισακτέων, από τα 78.000 παιδιά που κέρδισαν μια θέση στην Ανώτατη Εκπαίδευση θα έμπαιναν τα μισά, ενώ σε κάποια ιδρύματα, κυρίως τα μεγάλα, ο αριθμός θα ήταν ακόμα μικρότερος! Για παράδειγμα, το Οικονομικό Πανεπιστήμιο της Αθήνας ζήτησε για φέτος 880 εισακτέους. Το υπουργείο Παιδείας τελικά του «έδωσε»1.687, σχεδόν τους διπλάσιους.
Η υπουργός Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, έχει ξεκάθαρα δηλώσει ότι «στις προθέσεις μας είναι τα πανεπιστήμια να ορίζουν τον αριθμό των εισακτέων και παράλληλα να ορίζουν τη βάση εισαγωγής. Θέλουμε το 10 να είναι η ελάχιστη βάση εισαγωγής και από εκεί και πέρα το κάθε ίδρυμα να μπορεί να ορίζει μια βάση εισαγωγής πάνω από την ελάχιστη. Οποια θέλει: 15, 16, 17, 13… Το θεωρούμε αδιανόητο ο Ελληνας φορολογούμενος να πληρώνει για ιδρύματα στα οποία κάποιος μπαίνει με βαθμό 3. Το λέμε ευθέως. Πρέπει να πάμε σε ένα σύστημα στο οποίο τα σχολεία και τα πανεπιστήμια θα είναι πιο ελεύθερα και πιο αυτόνομα. Αυτός είναι ο στόχος. Σήμερα η κατάσταση έχει ως εξής: δηλώνει το πανεπιστήμιο πως θα πάρει 500 φοιτητές και τελικά παίρνει 1.500. Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Η εκπαίδευση που παρέχει επί της ουσίας στους 1.500 είναι μειωμένη, διότι δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε αυτόν τον πάρα πολύ μεγάλο όγκο. Τελικά, πλήττονται όλοι».
Η κυβέρνηση ως τώρα δεν έχει αποφασίσει εάν τελικά θα κάνει πράξη τις εξαγγελίες της από την ερχόμενη ακαδημαϊκή χρονιά, με αποτέλεσμα οι μαθητές της Γ’ τάξης και οι οικογένειές τους να μη γνωρίζουν τι θα τους περιμένει τον Ιούνιο, όταν θα κληθούν να δώσουν τη μάχη για την εισαγωγή στα ΑΕΙ. Φυσικά, το πρόβλημα δεν είναι ο χρόνος εφαρμογής ενός τέτοιου μέτρου, αφού, ακόμα κι αν εφαρμοστεί από τις επόμενες χρονιές, το κόστος για τα παιδιά του λυκείου θα είναι ίδιο. Χιλιάδες μαθητές θα μένουν εκτός πανεπιστημίου και θα πρέπει να ψάχνουν διεξόδους για τις σπουδές και την επαγγελματική τους αποκατάσταση.
Τα πανεπιστήμια, από την πλευρά τους, θεωρούν ότι είναι ζήτημα αυτοτέλειας και αυτοδιοίκησης να ορίζουν τον αριθμό των εισακτέων τους και την ελάχιστη βάση βαθμού εισαγωγής. Είναι, όμως, αυτό εφικτό από τη στιγμή που το εξεταστικό σύστημα της χώρας μας προβλέπει την εισαγωγή στα ΑΕΙ μέσω Πανελλαδικών Εξετάσεων;
Την απάντηση αυτή θα κληθεί να δώσει το υπουργείο Παιδείας και ταυτόχρονα να πείσει την κοινωνία για την ορθότητα μιας τέτοιας απόφασης, η οποία μπορεί να οδηγεί 40.000-50.000 νέους κάθε χρόνο εκτός Ανώτατης Εκπαίδευσης,και μάλιστα σε μια εποχή που οι γονείς με δυσκολία στηρίζουν οικονομικά τα παιδιά τους στις «δωρεάν» σπουδές τους στα δημόσια πανεπιστήμια της χώρας. Τα πανεπιστήμια σχεδόν στο σύνολό τους θέλουν να έχουν συμμετοχή στον καθορισμό του αριθμού των εισακτέων.
Σύμφωνα με όσα τόνισε στο «Εθνος της Κυριακής» ο πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Νίκος Παπαϊωάννου, «αυτό προέρχεται από την ανάγκη που μας διέπει να παρέχουμε υψηλό επίπεδο σπουδών και ανταγωνιστικά πτυχία στους φοιτητές μας. Οταν το υπουργείο μάς στέλνει κάθε χρόνο τον διπλάσιο αριθμό φοιτητών από αυτόν που ζητάμε, πώς θα παρέχουμε σωστή εκπαίδευση στους φοιτητές μας;». Και συμπληρώνει: «Εάν εμείς καθορίσουμε τον αριθμό των εισακτέων και τις βάσεις εισαγωγής, τότε θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε και ένα υψηλό επίπεδο σπουδών».
Σχετικά με τις αντιδράσεις που ενδεχομένως να υπάρχουν από την κοινωνία, ο πρύτανης λέει χαρακτηριστικά:
«Eάν δεν σπάσεις αβγά, ομελέτα δεν γίνεται. Πιστεύω ότι μπορούμε -χωρίς να θίγονται τα κεκτημένα- να φτιάξουμε νέους όρους για την εισαγωγή στα ΑΕΙ και θεωρώ ότι η πρόταση του υπουργείου κινείται στη σωστή κατεύθυνση». Ανάλογη είναι και η θέση της πρυτάνεως του Πανεπιστημίου Πάτρας, Β. Κυριαζοπούλου, η οποία όμως υπογραμμίζει ότι «εφόσον μειωθούν οι εισακτέοι, θα ανέβουν οι βάσεις. Νομίζω ότι θα πάμε σε μια μέση λύση, καθώς θα υπάρχουν σχολές που θα μπορούν να πάρουν παραπάνω φοιτητές και άλλες -όπως οι θετικές σχολές- λιγότερους. Σε κάθε περίπτωση, αυτά τα ζητήματα θέλουν μια σοβαρή συζήτηση πριν ληφθούν οι οριστικές αποφάσεις».
Οι εκπαιδευτικοί στα σχολεία από την άλλη, που ζουν από κοντά τον αγώνα των μαθητών, θεωρούν ότι οι ανώτατες σπουδές δεν είναι «δικαίωμα για λίγους». Επισημαίνουν ότι χρέος της πολιτείας είναι να στηρίξει τα πανεπιστήμια και όχι να στείλει τη νέα γενιά στις ιδιωτικές σπουδές ή στο εξωτερικό με τη μέθοδο του «κόφτη» στον δρόμο προς τα πανεπιστήμια.
Ο ορισμός του αριθμού των εισακτέων από τα ΑΕΙ μπορεί να μην έχει δοκιμασθεί, αλλά η βάση του 10 είχε εφαρμοστεί την περίοδο 2006-2009. Τότε έμειναν εκτός ΑΕΙ πάνω από 60.000 παιδιά. Το μέτρο απέτυχε, όπως παραδέχθηκαν οι κυβερνήσεις της εποχής, και καταργήθηκε από την υπουργό Παιδείας Αννα Διαμαντοπούλου, η οποία είχε δηλώσει χαρακτηριστικά στο Υπουργικό Συμβούλιο: «Τέσσερα χρόνια μετά την υιοθέτησή της, δεν υπάρχουν ενδείξεις ή μελέτες που να αποδεικνύουν ότι η βάση του 10 πέτυχε την οποιαδήποτε άνοδο της ποιότητας σπουδών ή του επιπέδου των επιτυχόντων, είτε στο λύκειο είτε στα τριτοβάθμια ιδρύματα. Δεκάδες χιλιάδες νέοι προσφεύγουν στην ιδιωτική εκπαίδευση και σε κάθε είδους πανεπιστημιακά και τεχνολογικά ιδρύματα χωρών του εξωτερικού.
Αλλωστε, αντιβαίνει στην παιδαγωγική λογική των Πανελλαδικών Εξετάσεων, όπως αυτές γίνονται σήμερα, με όλους τους μαθητές να εξετάζονται στα ίδια μαθήματα, ανεξάρτητα από την προσωπική τους επιλογή σπουδών». Μάλιστα, όπως ανέδειξε και η έρευνα του ΙΟΒΕ τον Ιούλιο του 2017: «Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεγονός ότι η εισαγωγή της βάσης του 10 το 2006, καθώς και η απόσυρση του μέτρου το 2010 είχαν σημαντική επίδραση στη σύνθεση του φοιτητικού πληθυσμού της χώρας ως προς το κοινωνικό-μορφωτικό επίπεδο των οικογενειών τους.
Συγκεκριμένα, τα ποσοστά των φοιτητών που προέρχονται από οικογένειες με υψηλό και πολύ υψηλό κοινωνικό-μορφωτικό επίπεδο παρουσιάζονται αυξημένα την περίοδο 2006- 2009, σε σύγκριση με τα προγενέστερα έτη και με το 2010, ενώ, αντίθετα, μειωμένα είναι τα ποσοστά με μεσαίο και χαμηλό επίπεδο τη συγκεκριμένη περίοδο».
Πηγή: Εφημερίδα «Έθνος της Κυριακής»