Η κλιμακούμενη τουρκική προκλητικότητα μας φέρνει ξανά μπροστά σε μια σκληρή πραγματικότητα. Τόσο ως προς τα διεθνή ερείσματα της χώρας και τα γεωπολιτικά συμφέροντα, όσο και στον τρόπο με τον οποίο η κοινωνίας μας προσλαμβάνει και αντιλαμβάνεται αντιφατικά συναισθήματα και πληροφορίες.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Αιχμή του στρατηγικού δόγματος στην εξωτερική μας πολιτική αποτελεί για δεκαετίες ο “εξ Ανατολών κίνδυνος”.
Έτσι μεγαλώσαμε, αυτό μάθαμε στο σχολείο, αυτό μας είπαν (τους άνδρες) στο στρατό, αυτό μεταφέραμε στα παιδιά μας. Και είναι αλήθεια. Νευρικός, αναθεωρητής, ή απλώς εκφραστής ενός νεοοθωμανικού ιμπεριαλισμού, ο γείτονας αμφισβητεί με διαχρονική μεθοδικότητα και συνέπεια όσα το Διεθνές Δίκαιο και οι συνθήκες έχουν αναδείξει ως “ελληνικά”.
Από την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης που “βαφτίζεται” …τουρκική, μέχρι το “γκριζάρισμα” στο Αιγαίο, που επιτείνεται από την συμβολική και αφετηριακή μας ήττα στην Κύπρο μέχρι τα Ίμια. Κι από την διολίσθηση του Κυπριακού προβλήματος μέχρι την ίδια την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί των θαλασσίων ζωνών που αναγνωρίζονται από το Διεθνές Δίκαιο.
Η ελληνική διπλωματία δείχνει να επαναπαύεται στις φραστικές καταδίκες εταίρων και συμμάχων. Παράδειγμα, το ανακοινωθέν του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Για ακόμα μία φορά, η ΕΕ κάνει λόγο για ένα πλαίσιο μελλοντικών κυρώσεων. Είναι η επέκταση των κυρώσεων που αποφασίστηκαν στο Συμβούλιο του Ιουνίου με αφορμή την τουρκική “εισβολή” (κατά δήλωση της Κυπριακής κυβέρνησης) στην κυπριακή ΑΟΖ και τις τουρκικές γεωτρήσεις που ακολούθησαν. Οι κυρώσεις αυτές δεν εφαρμόστηκαν ουσιαστικά ποτέ. Όπως πιθανότατα δεν θα εφαρμοστούν και οι νέες.
Οι Ευρωπαίοι, όπως και οι ΗΠΑ, αντιμετωπίζουν την Τουρκία ως έναν ενοχλητικό αλλά απολύτως αναγκαίο και χρήσιμο γεωπολιτικό παράγοντα. Και αυτό που κυριαρχεί είναι το δεύτερο.
Βρυξέλλες και Άγκυρα είναι πρωταγωνιστές ενός θεάτρου σκιών και υποκρισίας. Οι μεν γνωρίζουν πως δεν θα υποδεχθούν ποτέ τους δεύτερους στην Ευρώπη των “28”, οι δε δεύτεροι έχουν προεξοφλήσει πως κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί και έχουν άρδην αλλάξει την εθνική τους στρατηγική αίροντας κάθε επιδίωξη προσάρτησης στο ευρωπαϊκό κεκτημένο. Ως εκ τούτου, η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας είναι ένα “νεκρό” αφήγημα που επ΄ ουδενί δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι μοχλός πίεσης ή “δόλωμα” της προσέγγισης του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Είναι τόσο βαθιά η σύγχυση της εγχώριας πολιτικής σκηνής μπροστά στα νέα δεδομένα και την ογκούμενη τουρκική απειλή που υποδέχεται ως “χαστούκι” ακόμα και τις δηλώσεις του Αμερικανού πρέσβη πως “τα ΚΑΤΟΙΚΗΜΕΝΑ νησιά (σ.σ ο προσδιορισμός παραλείπεται στους τίτλους των ΜΜΕ) έχουν θαλάσσιες ζώνες”. Πρόκειται για ρητή πρόβλεψη του Διεθνούς Δικαίου και για επανάληψη πάγιας θέσης που ισχύει έκπαλαι. Τίποτε το καινούριο, τίποτε που να ενισχύει την διπλωματική μας θωράκιση.
Πέραν της σύγχυσης στην πολιτική σκηνή υπάρχει και η σύγχυση στην κοινωνία.
Μερίδα του πολιτικού συστήματος και των πολιτών γοητεύεται με την άποψη για την ανάγκη υποχρεωτικής στράτευσης στα 18 (λόγω της τουρκικής προκλητικότητας) και την έναρξη μιας ακόμα κούρσας εξοπλιστικού ανταγωνισμού. Το θέλουμε; Είναι χρήσιμο; Ή, μήπως, αποτελεί μία ακόμα προσπάθεια αποπροσανατολισμού και ψευτο-εμψύχωσης του ηθικού μας;
Μια άλλη μερίδα πολιτικών, αξιωματούχων, αναλυτών, μέσων ενημέρωσης έχει ήδη ξεκινήσει τη δημόσια συζήτηση για την “αναγκαστικότητα” της συνεκμετάλλευσης στο Αιγαίο και την Κύπρο.
Το Διεθνές Δίκαιο που επικαλούμαστε και μας αποδίδει κυριότητα επί θαλασσίων περιοχών, κάτι το οποίο αμφισβητεί η Τουρκία, γίνεται, από αυτή την μερίδα, ελαστικό και συζητήσιμο.
“Δεν μπορεί να είναι δα και κλειστή λίμνη το Αιγαίο”, ή “δεν είναι σωστό να τα θεωρούμε όλα δικά μας”, είναι τα επιχειρήματα που διατυπώνονται, σε συνέχεια διαφόρων “σοφών” που εδώ και κάμποσο καιρό μας προετοιμάζουν για την ανάγκη να υιοθετήσουμε “μη ευχάριστες λύσεις”. Λες και η αλλαγή του στρατηγικού δόγματος που υπηρέτησαν -με τις αβελτηρίες και τις υποχωρήσεις τους- όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις,και με το οποίο μεγάλωσαν γενιές ολόκληρες, μπορεί να ανατραπεί στα πάνελ της τηλεόρασης και στις στήλες των εφημερίδων.
Οι ίδιοι οι πολίτες υποκύπτουν μπροστά σε αυτή τη σύγχυση και γίνονται “πιόνια” σε μια εσωτερική τοξική πολιτική αντιπαράθεση.
Ο “εθνικός μας τσαμπουκάς” στέκεται υπερτροφικός και “μεγαλειώδης” έναντι της Βόρειας Μακεδονίας, και ακκίζεται ακόμα και μπροστά στις άναρθρες ιαχές του εθνικισμού που λένε “στα όπλα, στα όπλα να πάρουμε τα Σκόπια” η επιδιώκει τον διαμελισμό του βόρειου γείτονα (παρότι γνωρίζει πως κάτι τέτοιο θα ενίσχυε τις γεωπολιτικές και στρατιωτικές επιδιώξεις στην Τουρκία στην περιοχή), την ίδια ώρα που δείχνει να φοβάται ή να αδιαφορεί για την πραγματική γεωπολιτική σύγκρουση με την Τουρκία.
Ας το σκεφτούμε, ως μια αναγκαία εθνική αυτοκριτική και ψυχανάλυση: Μήπως -από τη μία- είμαστε “θηρία” έναντι λιγότερο ισχυρών (Βόρεια Μακεδονία) και εκτονώνουμε εκεί το καθοδηγούμενο εθνικό μας θυμικό, και -από την άλλη- κοιτάζουμε με “απαθές δέος”, ίσως και φόβο, τον Ερντογάν;
Ενίοτε, μάλιστα, τον θαυμάζουμε και θέλουμε να αναπαραγάγουμε το πρότυπό του στα καθ’ ημάς πολιτικά πράγματα, όπως δείχνουν παλαιότερες δημοσκοπήσεις;
Ούτε ένα συλλαλητήριο, ούτε, έστω, ένα σκίρτημα στις τουρκικές προκλήσεις;
Είναι λιγότερο Ελλάδα η Θράκη, το Φαρμακονήσι, το Καστελόριζο, η Κύπρος; Ξεχάσαμε τον Ρήγα Φεραίο, τον Μακρυγιάννη, τον Κολοκοτρώνη και γεμισε το συλλογικό μας υποσυνείδητο με τις ήττες μας; Τι ακριβώς θα γιορτάσουμε το 2021 με την Θράκη, το Αιγαίο, την Κρήτη υπό την τουρκική αμφισβήτηση; Μήπως κάποιοι θα ήθελαν (δεν αναφέρομαι, φυσικά, στην αρμόδια επιτροπή) το ζητούμενο του εορτασμού για τα 200 χρόνια από τον απελευθερωτικό αγώνα να είναι η συνεκμετάλλευση;
Όλα αυτά δεν πρέπει να ενισχύουν την λογική των πολεμοκάπηλων. Μακράν της εθνικής μας πορείας και της συνείδησής μας οι εθνικισμοί, οι έμποροι του δήθεν πατριωτισμού και οι ανόητοι. Πρέπει, όμως, να αποφασίσουμε ποιοι είμαστε, ποιο είναι το γεωπολιτικό περιβάλλον στο οποίο ζούμε, που αρχίζει και που αγκομαχά το Διεθνές Δίκαιο, το οποίο επικαλούμαστε, ποιοι είναι οι σύμμαχοι και οι εταίροι και, εν τέλει, ποια είναι τα διεθνή συμφέροντα που συγκρούονται στην αυλή μας.
Να αποφασίσουμε όλοι μαζί εάν πρέπει και μέχρι ποιου σημείου να αλλάξουμε την εθνική μας στρατηγική. Κι αν δεν πρέπει, να μην παρεκκλίνει κανείς τοξικά απ΄ αυτήν. Αυτό το πολιτικό σύστημα και αυτή την κοινωνία έχουμε, με αυτά θα πορευτούμε. Αλλά όλοι μαζί.
Χωρίς Μεγαλεξανδρινές περικεφαλαίες και χωρίς φουστανέλες. Διευρύνοντας τα διεθνή μας ερείσματα, ενισχύοντας το κράτος και την οικονομία, μεγαλώνοντας την εθνική μας υπόσταση και την επιρροή μας. Αλλά με σεβασμό σε ότι είμαστε.
Και, εν κατακλείδι, με την βαθιά και ειλικρινή αυτοκριτική που οφείλουν ορισμένοι για την “εθνική εικονικότητα” που έχουν δημιουργήσει και τον διχασμό της κοινωνίας σε Έλληνες και λιγότερο Έλληνες…