Αύξηση του ΑΕΠ έως και κατά 2,5% σε βάθος μίας δεκαετίας μπορεί να επιφέρει η μείωση της φορολόγησης των επιχειρήσεων με ταυτόχρονη προώθηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Όπως προκύπτει από στοιχεία που έχει επεξεργαστεί η Τράπεζα της Ελλάδος, η φορολογική ελάφρυνση των επιχειρήσεων, μία μόνιμη μείωση του ονομαστικού φορολογικού συντελεστή του εισοδήματος από κεφάλαιο που ισοδυναμεί με φορολογική ελάφρυνση κατά 1/4 της ποσοστιαίας μονάδας του ΑΕΠ, με ταυτόχρονη όμως υλοποίηση δημοσιονομικών διαρθρωτικών μέτρων που βελτιώνουν τη φορολογική συμμόρφωση, θα είχε θετική επίπτωση στο ΑΕΠ της χώρας κατά 1,3% τα επόμενα τρία χρόνια, η οποία θα μπορούσε να φθάσει το 2,5% εντός μίας δεκαετίας.
Η υπέρμετρη φορολόγηση των επιχειρήσεων, με την αύξηση του εταιρικού φορολογικού συντελεστή, ιδίως από το 2015, όχι μόνο δεν απέδωσε καρπούς αλλά είχε ως αποτέλεσμα να μετακυλιστεί το φορολογικό βάρος στις πλάτες μισθωτών και συνταξιούχων.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχει επεξεργαστεί η ΤτΕ μεταξύ 2007 και 2017, παρά τους υψηλούς συντελεστές, τα έσοδα από τη φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων ως ποσοστό των συνολικών φορολογικών εσόδων μειώθηκαν κατά 2,2 ποσοστιαίες μονάδες. Συγκρίνοντας δε την πορεία των αντίστοιχων δεικτών στις χώρες της ΕΕ-28 κατά την ίδια περίοδο, παρατηρείται ότι, στην Ελλάδα, παρά τον υψηλό συντελεστή, τα φορολογικά έσοδα υπολείπονται του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Ειδικότερα, στα χρόνια πριν από την κρίση, τα φορολογικά έσοδα κατέγραψαν πτωτική πορεία, ενώ τα χρόνια της ύφεσης και ιδιαίτερα μετά το 2014 ακολούθησαν αυξητική πορεία, η οποία όμως φαίνεται να αντιστράφηκε το 2017, ως αποτέλεσμα των ισχνών ρυθμών ανάπτυξης, των μειωμένων κερδών, αλλά και της φορολογικής κόπωσης.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι από τις πιο επιβαρυμένες φορολογικά μεταξύ των χωρών της ΕΕ-28. Ο ανώτατος ονομαστικός (statutory) φορολογικός συντελεστής εισοδήματος νομικών προσώπων το 2019 ήταν 28%, έναντι μόλις 21,7% κατά μέσο όρο στις χώρες της ΕΕ-28. Ομοίως, ο πραγματικός (effective) φορολογικός συντελεστής, που παρέχει μια ακριβέστερη εικόνα του φορολογικού βάρους, ανήλθε το 2018 σε 27,6%, σχεδόν 8 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερος από τον αντίστοιχο συντελεστή (19,8%) για το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ-28.
Ειδικότερα, μεταξύ 2008 και 2018, ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής αυξήθηκε στην Ελλάδα σχεδόν κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ την ίδια περίοδο ο αντίστοιχος συντελεστής για το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ-28 μειώθηκε κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα. Σχεδόν παντού στην Ευρώπη, από το 2014, καταγράφεται μείωση των ονομαστικών και επομένως και των πραγματικών συντελεστών, η οποία έγινε περισσότερο έντονη την τελευταία διετία.
Στην Ελλάδα, αντίθετα, η φορολογία επιχειρήσεων την ίδια περίοδο ακολούθησε αυξητική πορεία. Παρά τη μείωση κατά μία ποσοστιαία μονάδα, σε 28%, το 2019, η χώρα κατατάσσεται στην ομάδα των έξι ευρωπαϊκών χωρών με τον υψηλότερο ονομαστικό εταιρικό φορολογικό συντελεστή.
Η ΤτΕ εκτιμά ότι η συντελούμενη αλλαγή του προσανατολισμού της οικονομικής πολιτικής και του δημοσιονομικού μίγματος με σκοπό την προσέλκυση επενδύσεων και την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των επιχειρήσεων αποτελεί προτεραιότητα. Υπενθυμίζεται ότι ο Κρατικός Προϋπολογισμός 2020 προβλέπει σειρά αναπτυξιακών και κοινωνικών παρεμβάσεων συνολικού ύψους 1,18 δισ. ευρώ, που αφορούν την οικογένεια και την υπογεννητικότητα, τα φυσικά πρόσωπα, τις επιχειρήσεις και την οικοδομική δραστηριότητα. Ειδικότερα για τις επιχειρήσεις, προβλέπεται μείωση του ονομαστικού συντελεστή φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων2 από 28% σε 24% για τα κέρδη του 2019 και μείωση κατά 50% (από 10% σε 5%) του συντελεστή φόρου στα μερίσματα που θα διανεμηθούν το 2020.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ