Η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, έκρινε συνταγματική την ίδρυση και λειτουργία φαρμακείων από μη φαρμακοποιούς, υπό την προϋπόθεση ότι θα λειτουργούν υπό την μορφή της Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης (ΕΠΕ) και ότι ο επιστημονικός υπεύθυνος του φαρμακείου είναι φαρμακοποιός και παράλληλα συμμετέχει στην ΕΠΕ με ποσοστό τουλάχιστον 33%.
Παράλληλα, η Ολομέλεια ΣτΕ, με πρόεδρο την Αικατερίνη Σακελλαροπούλου (πριν εκλεγεί στο αξίωμα της Πρόεδρου της Δημοκρατίας) και εισηγήτριες τις συμβούλους Επικρατείας, Μαρίνα Παπαδοπούλου και Όλγα Παπαδοπούλου, με τις υπ΄ αριθμ. 201-208/2020 αποφάσεις της απέρριψε τις αιτήσεις ακύρωσης του Πανελληνίου Φαρμακευτικού Συλλόγου, του Φαρμακευτικού Συλλόγου Αττικής, κλπ, με τις οποίες αμφισβητήθηκε η νομιμότητα των διατάξεων του Προεδρικού Διατάγματος 64/2018, που ρυθμίζει τα δεδομένα ίδρυσης και λειτουργίας των φαρμακείων.
Ειδικότερα, με το Προεδρικό Διάταγμα 64/2018 επετράπη η ίδρυση φαρμακείων και από φυσικά πρόσωπα μη φαρμακοποιούς, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το ασυμβίβαστο της ιδιότητας εταίρου εταιρείας φαρμακείου, με την ιδιότητα του εταίρου επιχείρησης δραστηριοποιούμενης στο χονδρικό εμπόριο φαρμάκων, του ιατρού κλπ.
Η Ολομέλεια του ΣτΕ, σύμφωνα με σχετική ανακοίνωσή της, έκρινε ότι:
α) η δυνατότητα ίδρυσης φαρμακείου από μη φαρμακοποιό, ο οποίος υποχρεούται σε σύσταση ΕΠΕ για τον σκοπό αυτό, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα, εφόσον επιστημονικός υπεύθυνος του φαρμακείου παραμένει φαρμακοποιός, που συμμετέχει υποχρεωτικά, με ποσοστό τουλάχιστον 33%, στην ΕΠΕ,
β) τα θεσπιζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 5 περίπτωση γ΄ του εν λόγω διατάγματος ασυμβίβαστα δεν καταλαμβάνουν πρόσωπα, τα οποία εκμεταλλεύονταν φαρμακεία υπό την ιδιότητα του εταίρου προσωπικής εταιρείας πριν από την έναρξη ισχύος του ΠΔ 64/2018 και
γ) ότι οι απαγορεύσεις που προβλέπονται στη διάταξη αυτή δεν αφορούν φαρμακοποιούς οι οποίοι ήδη έχουν ή λαμβάνουν, κατ’ εφαρμογή του νέου κανονιστικού πλαισίου, άδεια ίδρυσης φαρμακείου και λειτουργούν το φαρμακείο με τη μορφή ατομικής επιχείρησης.
Οι φαρμακοποιοί υποστήριζαν ότι το προϊσχύον νομοθετικό καθεστώς για τα φαρμακεία, κατά το οποίο η άδεια ίδρυσης και λειτουργίας τους εκδιδόταν αποκλειστικά στο όνομα φαρμακοποιού ή προσωπικής εταιρείας με εταίρους φαρμακοποιούς, αποτελεί εξειδίκευση των επιταγών που απορρέουν από τα άρθρα 5 και 21 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τις αρχές της πρόληψης και της προφύλαξης, όπως επίσης υποστήριζαν ότι η κατάργηση του καθεστώτος αυτού δεν επιτρέπεται να συνεπάγεται διακινδύνευση της προστασίας της δημόσιας υγείας.
Ειδικότερα, οι σύμβουλοι Επικρατείας, μεταξύ των άλλων, έκριναν ότι:
α) Η ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους στις επιχειρηματικές δραστηριότητες με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών υγείας, στις οποίες περιλαμβάνεται και η ίδρυση και λειτουργία φαρμακείων, δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, που συνίσταται, προεχόντως, στην ανάγκη προστασίας της υγείας των πολιτών, και είναι επιτρεπτή, υπό την προϋπόθεση ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας,
β) Τα φαρμακεία τα οποία διαθέτουν στο κοινό αγαθά ζωτικής σημασίας για τη διαφύλαξη και την αποκατάσταση της υγείας, δεν αποτελούν αμιγώς εμπορικές επιχειρήσεις, υποκείμενες στους όρους του ελεύθερου ανταγωνισμού, η ρύθμιση δε του καθεστώτος πρόσβασης στο επάγγελμα του φαρμακοποιού, καθώς και του καθεστώτος άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας της λιανικής πώλησης φαρμάκων, πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ιδιομορφία των φαρμακείων, στα οποία η εμπορική δραστηριότητα συνδυάζεται με την υπεύθυνη επιστημονική παροχή υπηρεσιών, που εγγυάται την ελεγχόμενη και ορθολογική διακίνηση των φαρμάκων, και με την κοινωνική αποστολή του φαρμακοποιού.
γ) Δοθέντος ότι το κόστος των χορηγουμένων φαρμάκων καλύπτεται, κατά μεγάλο μέρος, από τους οικείους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης, ο νομοθέτης μπορεί να συνεκτιμά και τον κίνδυνο κατασπατάλησης των περιορισμένων οικονομικών πόρων, που διατίθενται από τον κρατικό προϋπολογισμό στους ασφαλιστικούς οργανισμούς για την υγειονομική περίθαλψη των ασφαλισμένων.
δ) Ενόψει των κινδύνων για τη δημόσια υγεία και για την δημοσιονομική ισορροπία των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης, ο νομοθέτης δύναται να επιβάλλει περιορισμούς όχι μόνο για την άσκηση του επαγγέλματος του φαρμακοποιού, αλλά και για την ίδρυση και λειτουργία φαρμακείου. Κατά συνέπεια, δικαιολογείται η συνεκτίμηση από τον νομοθέτη, όχι μόνο των υπαρκτών και πλήρως αποδεδειγμένων κινδύνων για την υγεία, αλλά και των ενδεχόμενων κινδύνων εν σχέσει με τον ασφαλή και με ποιοτικές εγγυήσεις εφοδιασμό του πληθυσμού με φάρμακα και
ε) Εντός, πάντως, των συνταγματικών δεσμεύσεων, ο νομοθέτης μπορεί, «να οργανώσει με διαφορετικό, σε σχέση με το παρελθόν, τρόπο το καθεστώς που διέπει τα φαρμακεία, καταργώντας απαγορεύσεις και περιορισμούς, που, κατά την εκτίμησή του, περιορίζουν την επαγγελματική ελευθερία, χωρίς τούτο να είναι αναγκαίο για την προστασία της δημόσιας υγείας ή για άλλο συναφή λόγο δημοσίου συμφέροντος, και να θεσπίσει άλλο συνδυασμό εγγυήσεων για τη διασφάλιση του σκοπού αυτού».
Τέλος, ένα μέλος του δικαστηρίου, μειοψήφησε υποστηρίζοντας ότι η συνταγματικώς επιβαλλόμενη προστασία της δημόσιας υγείας επιτυγχάνεται μόνο εφόσον η άδεια ίδρυσης φαρμακείων επιφυλάσσεται αποκλειστικά σε φαρμακοποιούς, οι οποίοι παρέχουν τις εγγυήσεις για την δέουσα άσκηση του φαρμακευτικού επαγγέλματος. Ως εκ τούτου, η επίμαχη εξουσιοδοτική διάταξη, η οποία προβλέπει τη χορήγηση άδειας και σε ιδιώτες μη φαρμακοποιούς, αντίκειται στο Σύνταγμα.