Τις βασικές αρχές και τις κατευθύνσεις στις οποίες στηρίζεται το σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας, το οποίο κατατέθηκε στη Βουλή, ανέλυσε εκτενώς ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων Γιάννης Βρούτσης, μιλώντας στη συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών. Σύμφωνα με τον αρμόδιο υπουργό, το σχέδιο νόμου για το ασφαλιστικό έχει κοινωνικό πρόσημο, με έντονη αναπτυξιακή λογική και προοπτική.
Ωστόσο, το ασφαλιστικό Βρούτση προκαλεί μείζονα κοινωνική αναταραχή καθώς αμφισβητούνται βασικές παράμετροι του που αποτελούν και “γκρίζες” ζώνες αμφισβήτησης και προκάλεσε και το σημερινό απεργιακό μπλακ άουτ.
Όπως είπε, ο υπουργός, η νέα ασφαλιστική μεταρρύθμιση θα συμβάλλει στην αύξηση της απασχόλησης, στην ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και στη μείωση της εισφοροδιαφυγής, ενώ καλλιεργείται ξανά ασφαλιστική συνείδηση. Τόνισε ότι το σχέδιο νόμου κατατίθεται με δύο κρίσιμες μελέτες. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών έχει εκπονήσει ειδική επιστημονική μελέτη επάρκειας των συντάξεων, ενώ υπογράμμισε ότι και η αναλογιστική μελέτη που το συνοδεύει πιστοποιεί τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος μέχρι το 2070 και τη διασφάλιση όλων των συντάξεων. Με βάση την αναλογιστική μελέτη, συνέχισε, πολύ σύντομα η συνταξιοδοτική δαπάνη της χώρας ως ποσοστό του ΑΕΠ φτάνει στον μέσο όρο της συνταξιοδοτικής δαπάνης των ευρωπαϊκών χωρών.
Ο κ. Βρούτσης δήλωσε ότι διαμορφώνεται σταθερό ασφαλιστικό σύστημα με εγγυημένες όλες τις συντάξεις, ενώ γίνονται βελτιώσεις μέσα από τους συντελεστές αναπλήρωσης.
Παράλληλα, ο υπουργός Εργασίας διαβεβαίωσε ότι, για πρώτη φορά, μετά από 12 χρόνια, δεν θα υπάρξει καμία μείωση στις συντάξεις. Αντίθετα, θα γίνουν αυξήσεις. «Με αυτό το ασφαλιστικό νομοσχέδιο, αλλάζει όλη η φιλοσοφία. Από ένα σύστημα το οποίο δεν ήταν ελκυστικό, μετά τα 25 χρόνια, πλέον, οι ασφαλισμένοι θα βλέπουν αύξηση στην ανταποδοτικότητα της σύνταξής τους, μετά τα 30 χρόνια και μία ημέρα εργασιακού βίου», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Για τις ασφαλιστικές εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών και των αυτοαπασχολουμένων, ο υπουργός Εργασίας διευκρίνισε ότι δεν υπάρχουν πια κλάσεις, που συνέδεαν την ασφαλιστική εισφορά με τα χρόνια εργασιακού βίου, καθώς και ότι οι εισφορές αποσυνδέονται πλήρως από το εισόδημα. «Πλέον, θεσπίζονται επτά ελεύθερες κατηγορίες και δίνεται η δυνατότητα επιλογής μιας κατηγορίας στην αρχή κάθε έτους» αποσαφήνισε ο κ. Βρούτσης, επισημαίνοντας ότι το νέο σύστημα χαρακτηρίζεται από ελευθερία, απλότητα και ευελιξία. «Επίσης, σταθεροποιήσαμε την εισφορά υγείας, μετά τη δεύτερη ελεύθερη κατηγορία» συμπλήρωσε. Μεταξύ άλλων, ανέφερε ότι θεσπίζεται ειδική μέριμνα για τους νέους, κάνοντας λόγο για ένα πενταετές πλαίσιο προστασίας με ειδική κατηγορία εισφοράς πιο ευνοϊκή για τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αυτοαπασχολούμενους.
Κλείνοντας την ομιλία του, ο κ. Βρούτσης σημείωσε ότι οριστικοποιείται η μορφή του ασφαλιστικού συστήματος οργανωτικά και διοικητικά. «Ενοποιούμε υπό την “ομπρέλα” του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), ο οποίος μετονομάζεται σε Ηλεκτρονικό Εθνικό Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης, τους φορείς απονομής εφάπαξ και επικουρικού» δήλωσε ο αρμόδιος υπουργός, προσθέτοντας ότι στόχος είναι, την 1η Ιουνίου 2020, να εκδοθούν οι πρώτες ψηφιακές συντάξεις στην Ελλάδα.
Οι “γκρίζες ζώνες”
Το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο αφορά περίπου 1 εκατομμύριο μισθωτούς, 1,4 εκ. μη μισθωτούς, 1 εκατομμύριο συνταξιούχους με περισσότερα από 33 χρόνια ασφάλισης και περίπου 250.000 δικαιούχους επικουρικών συντάξεων που είχαν µειώσεις το 2016.
1. Αυξήσεις πολλών ταχυτήτων: Στο νομοσχέδιο θεσπίζονται ούτε λίγο ούτε πολύ πέντε κατηγορίες συνταξιούχων από τις οποίες μόνο οι δύο είναι σίγουρο ότι θα δουν αυξήσεις στα ποσά που πιστώνονται στους λογαριασμούς τους ενώ οι άλλες τρεις θα δούν λογιστικές αυξήσεις που θα συμψηφίζονται με την μείωση της προσωπικής διαφοράς.
Συγκεκριμένα “όσοι νέοι συνταξιούχοι αποχώρησαν μετά την 13η Μαΐου του 2016 δηλαδή μετά την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου και δεν έχουν προσωπική διαφορά θα πρέπει να περιμένουν αυξήσεις αν είχαν ασφάλιση πάνω από 33 χρόνια. Οσοι αποχώρησαν μετά την 13η Μαϊου έως 31/12/2018 και διατηρούν τµήµα προσωπικής διαφοράς (25% έως 50%) επειδή η σύνταξή τους -όπως υπολογίστηκε µε τον νόμο Κατρούγκαλου- ήταν μειωμένη κατά τουλάχιστον 20% σε σχέση µε τη σύνταξη που θα έπαιρναν µε το παλαιό καθεστώς θα πρέπει να περιμένουν μόνο ένα λογιστικό συμψηφισμό με την αύξηση να συμψηφίζεται από την απαλοιφή της προσωπικής διαφοράς.
Στις συνέχεια θα πρέπει να περιμένουν πραγματικές αυξήσεις από το 2023 καθώς οι συντάξεις θα μείνουν παγωμένες για άλλα τρία χρόνια. Οι περισσότεροι θα έχουν λογιστικούς συµψηφισµούς και θα δουν τις προσωπικές τους διαφορές να ψαλιδίζονται υπέρ της αύξησης της ανταποδοτικής τους σύνταξης, ενώ κάποιοι άλλοι θα δουν αυξήσεις στην τσέπη.
Τα εκκαθαριστικά για την περίοδο από τον Οκτώβριο 2019 και μετά θα δημοσιευθούν αφού ψηφιστεί ο νόμος και ολοκληρωθεί ο επανυπολογισμός µε τα νέα δεδομένα. Με βάση τα πιο αισιόδοξα δεδομένα αυτό αναμένεται να γίνει το Ιούνιο.
Παλαιοί συνταξιούχοι που έχουν θετική προσωπική διαφορά ύψους άνω των 50 ή 100 ευρώ θα δουν αύξηση της ανταποδοτικής σύνταξης και αντίστοιχη μείωση της προσωπικής διαφοράς. Στην τσέπη δεν προκύπτει διαφορά, αλλά ο συνταξιούχος µπορεί να ελπίζει νωρίτερα σε μηδενισμό της προσωπικής διαφοράς και αύξηση από το 2023 και μετά, όταν θα ενεργοποιηθεί η ρήτρα για γενικές αυξήσεις µε βάση το ΑΕΠ και τον ∆είκτη Τιµών Καταναλωτή.
Αντίθετα, παλαιοί συνταξιούχοι που έχουν αρνητική προσωπική διαφορά, δηλαδή έχουν λάβει αύξηση από 1/1/2019, θα πρέπει να λάβουν αύξηση στην τσέπη. Εφόσον είχαν αποχωρήσει µε πάνω από 33 χρόνια, η προσωπική διαφορά θα αυξηθεί και µαζί της θα αυξηθεί από την 1η Οκτωβρίου 2019 το 1/5 αυτής που λαµβάνουν.
Επίσης, παλαιοί συνταξιούχοι µε πολύ μικρή θετική προσωπική διαφορά (π.χ. κάτω από 50 ευρώ) αντιµετωπίζουν το ενδεχόμενο να «μηδενίσουν το κοντέρ» της προσωπικής διαφοράς ή να περάσουν σε αρνητική προσωπική διαφορά, δηλαδή σε αύξηση. Μαζί θα πρέπει να αναμένουν αύξηση και όσοι είχαν μειώσεις στις επικουρικές τους το 2016.
2. Μη κοστολογημένες αυξήσεις: Όλες αυτές οι λογιστικές ή αυξήσεις δεν έχουν κοστολογηθεί επίσημα Στην έκθεση του ΓΛΚ, πάντως, δεν υπάρχει αναφορά για το δημοσιονομικό κόστος των αυξήσεων στις κύριες συντάξεις λόγω της προβλεπόμενης αύξησης των ποσοστών αναπλήρωσης, αλλά και της επαναφοράς των επικουρικών συντάξεων στο επίπεδο του Μαΐου 2016.
3. Αυξήσεις στα όρια του πληθωρισμού: Ως προοπτική το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο δίνει για τα χρόνια μετά το 2023 αυξήσεις που δεν θα ξεπερνούν το μέσο ετήσιο πληθωρισμό για τον οποίον οι προβλέψεις είναι ότι θα παραμείνει πέριξ του 1% Παράλληλα βέβαια η αύξηση δεν θα είναι ουσιαστική αλλά θα καλύπτει απλώς την απώλεια εισοδήματος ενώ οι συντάξεις θα παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα.
4. Μεγαλύτερες συντάξεις για λίγους: Η αύξηση στα ποσοστά αναπλήρωσης κοντά στο 50% αφορά όσους έχουν 40 έτη ασφάλισης. Κάτι τέτοιο όσο και αν ακούγεται εφικτό είναι μάλλον δύσκολο καθώς τα 40 χρόνια συνεχούς ασφάλισης μετά τα δέκα χρόνια της κρίσης με τις περικοπές σε μισθούς και δικαιώματα που υπέστησαν κυρίως οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα μπορεί να συμπληρώνονται στην ηλικία των 70 ή και των 75 ετών. Σε τέτοιες ηλικίες όμως σπάνια οι εργοδότες διατηρούν υπαλλήλους και σπανιότερα κολλούν και ένσημα.
5. Κίνητρα εργασίας για συνταξιούχους αντικίνητρα για νέους: Ένα αμφιλεγόμενο ακόμη μέτρο του νέου ασφαλιστικού είναι τα πριμ που δίνονται εφεξής για τους συνταξιούχους που συνεχίζουν την εργασία τους. Με το νόμο Κατρούγκαλου σε περιπτώσεις συνταξιούχων που εργάζονταν καταβάλλονταν το 40% της σύνταξης. Με το νόμο που κατατέθηκε στην Βουλή το ποσοστό της σύνταξης που θα καταβάλλεται αν ο ασφαλισμένος συνεχίζει την εργασίας του θα φτάνει το 70% .
Λόγω της πληθυσμιακής γήρανσης τα κίνητρα για την παράταση του εργασιακού βίου είναι μια λύση που δίνεται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στην Ελλάδα όμως που το ποσοστό ανεργίας παραμένει μακράν το υψηλότερο εντός της ΕΕ (φτάνει ακόμη το 17%) η διατήρηση σε θέσεις εργασίας συνταξιούχων είναι μάλλον αντικίνητρο για την πρόσληψη νεώτερων εργαζομένων για τους οποίους οι εργοδότες θα πρέπει να καταβάλλουν και εργοδοτικές εισφορές.
6. Μη αναλογικότητα για τις εισφορές μη μισθωτών: Οι νέες εισφορές για επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους δύναται να είναι οι ίδιες για εκείνον που βγάζει 8.000 ευρώ και για εκείνον που βγάζει 80.000 ευρώ. Από την πλήρη αναλογικότητα του νόμου Κατρούγκαλου ο νέος νόμος αφήνει στην επιλογή των ασφαλισμένων ποιο κλιμάκιο εισφορών θα αποφασίσουν να καταβάλλουν.
7. Υψηλότερες εισφορές για το 85% των μη μισθωτών. Με βάση τα δεδομένα του νόμου Κατρούγκαλου, το 85% όσων είχαν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα είχαν υποχρέωση καταβολής της ελάχιστης ασφαλιστικής εισφοράς των 185 ευρώ . Οι ίδιοι ασφαλισμένοι με το νέο νόμο χωρίς να έχουν αυξήσει τα εισοδήματα τους θα πρέπει να πληρώσουν 210 ευρώ. Όταν η εισφορά για το 85% των υπόχρεων ήταν 185 ευρώ, περίπου το 50% αδυνατούσε να καταβάλλει εισφορές. Ποιος και γιατί περιμένει ότι με την νέα εισφορά των 210 ευρώ η εισπραξιμότητα θα αυξηθεί;
8. Το βάρος στους μισθωτούς πλήρους απασχόλησης: Με την πλήρη απαλοιφή κάθε έννοιας αναλογικότητας για τις εισφορές των μη μισθωτών, το πρόσθετο κόστος διατήρησης της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού αφού δεν προκύπτουν από το νόμο νέα έσοδα στο σύστημα θα επωμιστούν οι μισθωτοί πλήρους απασχόλησης. Ακόμη και μετά τις σχεδιαζόμενες μειώσεις εισφορών οι καταβολές των μισθωτών θα είναι αναλογικές ενώ των μη μισθωτών θα είναι κατ επιλογήν .
9. Κυμαινόμενη η 13η σύνταξη: Η 13η σύνταξη που ήταν δέσμευση (αν και είχε δοθεί μια μόνο φορά από την προηγούμενη Κυβέρνηση) γίνεται με το νέο νομοσχέδιο ένα ποσό κυμαινόμενο. Πιο συγκεκριμένα ορίζεται ότι ένα ποσό που θα φτάνει στο 0,5% του ΑΕΠ κάθε χρονιάς θα καλύπτει και τις οποίες ανάγκες για αναδρομικά αλλά και την ανάγκη για τη στήριξη των χαμηλοσυνταξιούχων. Συνεπώς ανάλογα με τις ανάγκες για αναδρομικά θα ορίζεται και το επιπλέον βοήθημα για τις χαμηλότερες συντάξεις.
10. Μικτά εισοδήματα: Πιθανή είναι και η αύξηση των εισφορών για όσους έχουν μικτά εισοδήματα, δηλαδή όσοι έχουν έσοδα από μισθωτή υπηρεσία και παροχή υπηρεσιών. Τούτο αν ο εργαζόμενος έχει αναγκαστεί να δουλεύει με το βασικό μισθό των 650 ευρώ θα πρέπει να πληρώσει επιπλέον για να καλύψει τις ασφαλιστικές εισφορές μέχρι και τα 252 ευρώ του δευτέρου κλιμακίου που θα πρέπει να καταβάλουν κατ’ ελάχιστο οι εργαζόμενοι με μικτά εισοδήματα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ, news247.gr