Σχετικά με το προσφυγικό υπάρχουν διάφορες απόψεις. Αλλά υπάρχει και η πραγματικότητα που γίνεται ολοένα και πιο αδυσώπητη.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Υπάρχει εκείνη του Αντώνη Λιάκου που λέει πως μεθοδικά και συντεταγμένα –λόγω δημογραφικού και άλλων επερχόμενων δεινών– πρέπει τα επόμενα χρόνια να αφομοιώσουμε ως κοινωνία έναν ικανό αριθμό απ΄ όσους κατατρεγμένους φθάνουν στα σύνορά μας. Ανάλογες απόψεις διακινούνται και σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, έστω και μειοψηφικά.
Υπάρχει η άλλη, του Άδωνι Γεωργιάδη, που θεωρεί τις αφίξεις μεταναστών ως επιχείρηση “αλλοίωσης του πληθυσμού” και επισείει το γνωστό δόγμα της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς και του υπερδεξιού λαϊκισμού (έγινε σημαία, άλλωστε, και στο δημοψήφισμα του Brexit) περί ισλαμοφοβίας. Δόγμα που –για να μην κρυβόμαστε πισω από το δάχτυλό μας- βρίσκει σημαντική απήχηση.
Υπάρχει εκείνη του Βελόπουλου, με την οποία συντάχθηκε εσχάτως και ο πρώην υπουργός, αντιπρόεδρος της Βουλής και σημαίνον στέλεχος της Ν.Δ Χαράλαμπου Αθανασίου για την δημιουργία μεταναστευτικών γκέτο στα Τοκμάκια (ανοιχτά της Λέσβου) και άλλες ακατοίκητες βραχονησίδες.
Και υπάρχει και η πιο ψύχραιμη για την ανάγκη αποσυμφόρησης των νησιών και την δημιουργία διάσπαρτων υποδομών στην επικράτεια. Σε συνδυασμό, προφανώς, με την όσο το δυνατόν καλύτερη φύλαξη των συνόρων και την λειτουργία του μηχανισμού γρήγορης απόδοσης ασύλου.
Απέναντι σε όλες αυτές τις απόψεις -και ίσως κάποιες ακόμα- υπάρχουν η κυβέρνηση, η Ευρώπη και ο…Ερντογάν.
Δεν κυβερνούν, φυσικά, ούτε ο Λιάκος, ούτε ο Βελόπουλος. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κυβερνά με τον Μηταράκη, τον Στεφανή, τον Πέτσα, τον Θεοδωρικάκο, τον Χρυσοχοϊδη. Με την πλειονότητα των δημάρχων ανά την Ελλάδα φίλα προσκείμενους στην κυβέρνηση και με έντεκα από τους δέκα τρεις περιφερειάρχες να έχουν εκλεγεί με τη μπλε σημαία. Εξαιρούμε τον Μουτζούρη διότι είναι μια κατηγορία από μόνος του.
Αυτή η κυβέρνηση, λοιπόν, έχει υποστεί πολιτικό φιάσκο στη διαχείριση του μεταναστευτικού (όπως το αποκαλεί). Η καλοκαιρινή “αυταπάτη” κατέληξε στον “πόλεμο” της Λέσβου και της Χίου και στην άρον άρον εμπλοκή του πρωθυπουργού, ο οποίος έκανε ότι μπορούσε μέχρι πρόσφατα να μην μπει στο κάδρο της κρίσης.
Εάν κανείς θέλει να είναι δίκαιος, το πρόβλημα υπερβαίνει και τον Κυριάκο Μητσοτάκη, και την κυβέρνησή του, και την ίδια τη χώρα. Ακόμα κι αν χρειάστηκαν οκτώ μήνες για να το καταλάβουν οι κυβερνώντες, σήμερα βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη και ιδιαίτερα επικίνδυνη στροφή. Εδώ υπεισέρχονται οι άλλες δύο παράμετροι: η Ευρώπη και ο Ερντογάν.
Ο δεύτερος “πνίγεται” από το αίμα των Τούρκων στρατιωτών στο Ιντλίμπ, τις ήττες στο Συριακό μέτωπο, την κατάρρευση της τουρκικής οικονομίας και την καταβαράθρωσή του στις δημοσκοπήσεις, και επιχειρεί τον ύστατο εκβιασμό στέλνοντας εκατοντάδες, μπορεί και χιλιάδες πρόσφυγες (οι πληροφορίες λένε πως πρόκειται για Αφγανούς, Αλγερινούς κ.ά) προς τα ελληνικά σύνορα.
Απειλεί την Ελλάδα για να “συνομιλήσει” με την Ευρώπη. Η τελευταία δηλώνει πως ανησυχεί αλλά, προσώρας, οχυρώνεται πίσω από την ίδια υποκρισία που αντιμετώπισε και η προηγούμενη κυβέρνηση.
Λύσεις εύκολες δεν υπάρχουν. Και δεν θα τις δώσει ούτε ο Στεφανής που εσπευσμένα πήγε στον Έβρο, ούτε το Λιμενικό, ούτε η αδιάφορη Frontex, ούτε ο Μουτζούρης, ούτε η περιοδεία κατευνασμού των νησιωτών που ξεκινά ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη Σάμο και την Κω –όχι, ακόμα, στις διακεκαυμένες ζώνες της Λέσβου και της Χίου.
Η ηγετικότητα και η επιχειρησιακή ετοιμότητα του πρωθυπουργού και της “επιτελικής” ομάδας του θα κριθούν τώρα. Και θα κρίνουν όσα συμβούν τα επόμενα χρόνια για ένα πρόβλημα που θα κινείται μεταξύ του κινδύνου μιας ανθρωπιστικής καταστροφής –όπως περιγράφουν τα γερμανικά ΜΜΕ και ο Ζεεχόφερ– που περιλαμβάνει και τους νησιώτες αλλά και τους πρόσφυγες, και ενός διχαστικού, σχεδόν “εμφυλιοπολεμικού” μοτίβου που θα συγκλονίσει την ελληνική κοινωνία.
Η διακυβέρνηση, όμως, δεν είναι απόλαυση, δεν είναι έπαρση, δεν είναι “ηγεμονία”. Είναι πρωτίστως αντιμετώπιση των προβλημάτων. Και όσο μεγαλύτερο είναι το πρόβλημα, τόσο μεγαλύτερο απόθεμα ηγετικότητας, σύνεση και οξυδέρκεια απαιτεί.
Η κυβέρνηση χρειάζεται συναίνεση. Όχι ως αποτέλεσμα εκβιασμού των πολιτικών δυνάμεων και επιβολή της με εξωφρενικά μέτρα αστυνομικής βίας και “παρέλασης” των ΜΑΤ στα νησιά, αλλά ως προϊόν συνεννόησης, αυτοκριτικής και συνδιαλλαγής. Δεν ζητά κανείς από τον πρωθυπουργό να εκχωρήσει εξουσίες που κέρδισε στις εκλογές αλλά να κατανοήσει πως οι στιγμές υπερβαίνουν τον ίδιο και τις εκλογικές νίκες.
Το εγχειρίδιο αντιμετώπισης όλων αυτών είναι λίγο έως πολύ γνωστό.
Δεν είναι ένδειξη αδυναμίας, για παράδειγμα, η εκ βαθέων συνεννόηση με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης (που έχει δώσει έως τώρα δείγματα ήπιας αντιπαράθεσης), ή ακόμα και η σύγκλιση Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών.
Αλλιώς απευθύνεται ο Χρυσοχοϊδης, ή ο Μηταράκης στους νησιώτες, ή τους δημάρχους που δεν θέλουν να φιλοξενήσουν δομές προσφύγων και μεταναστών, κι αλλιώς θα απευθυνθούν ο πρωθυπουργός μαζί με τους πολιτικούς αρχηγούς. Τα δράματα δεν αντιμετωπίζονται επικοινωνιακά αλλά στους τόνους που πρέπει. Ας κάνει, επιτέλους, το πρώτο “διάγγελμά” του ο πρωθυπουργός.
Με εξουσιοδότηση ενός Συμβουλίου Αρχηγών ο πρωθυπουργός πρέπει να ζητήσει άμεσα την σύγκληση έκτακτης Συνόδου Κορυφής.
Να θέσει με ‘αμεσο τρόπο το πρόβλημα και να απαιτήσει εδώ και τώρα ευρωπαϊκή λύση. Την κατ’ εξαίρεση παράκαμψη των δυσλειτουργιών του “Δουβλίνου” και την μετακίνηση προσφύγων στις ευρωπαϊκές χώρες. Και, φυσικά, την παρέμβαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στον Ταγίπ Ερντογάν. Τις λεπτομέρειες τις γνωρίζουν οι ιθύνοντες σε Βρυξέλλες, Βερολίνο, Παρίσι και αλλού…