To 2016, μέσα στην καταιγίδα της υπερπροβολής που γνώριζε ο Ντόναλντ Τραμπ από τα αμερικανικά δίκτυα, ο διευθύνων σύμβουλος του CBS είχε πει για το επικοινωνιακό αυτό φαινόμενο: «Μπορεί να μην είναι καλό για την Αμερική, αλλά είναι πολύ καλό για την CBS». Απόλυτος και επιθετικός κυνισμός.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Την ίδια περίοδο, το The Tyndall Report, που παρακολουθεί και καταγράφει τις τάσεις στα αμερικανικά δίκτυα το επιβεβαίωνε: «Ο Τραμπ ήταν μακράν η πιο αξιόλογη ιστορία (story) της καμπάνιας (σ.σ προεδρικές εκλογές) του 2016, αντιπροσωπεύοντας μόνη της περισσότερο από το ένα τέταρτο της κάλυψης σε NBC, CBS και ABC’s“. Απλή στατιστική.
Η εταιρεία “mediaQuant” είχε, μάλιστα, μετρήσει πως ο Ντόναλντ Τραμπ είχε “κερδίσει” προβολή αξίας δύο δισεκατομμυρίων δολαρίων (!) και είχε δαπανήσει περίπου 10 εκατομμύρια δολάρια σε πληρωμένη διαφήμιση. Απλά μαθηματικά.
Όλα αυτά επισημαίνονται σε άρθρο του Charles M. Blow στους New York Times, υπό τον τίτλο “Σταματήστε να προβάλλετε τα “μπρίφινγκ” του Ντόναλντ Τραμπ”. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Οι ενημερώσεις του Αμερικανού προέδρου στον Λευκό Οίκο είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον (…) ενημερωτικό σώου που μπορεί να έχει -και μάλιστα δωρεάν- η αμερικανική τηλεόραση. Και ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ το γνωρίζει πολύ καλά αυτό, ώστε να φροντίζει κάθε φορά να προσφέρει την κατάλληλη ατραξιόν.
Αυτή είναι μια συζήτηση που δεν έγινε συστηματικά ποτέ στην Ελλάδα. Σε άλλες χώρες -Βρετανία, Γαλλία, κ.α- λιγότερο, αλλά στην Ελλάδα ποτέ. Και πιθανότατα δεν θα γίνει. Είναι μάλλον απίθανο να βρεθεί κάποια εταιρεία (μέτρησης τηλεθέασης) που θα αξιολογήσει το “κόστος” και το εύρος της προβολής που κατακτούν στα καθ΄ ημάς πολιτικές δυνάμεις και πολιτικά πρόσωπα. Πολύ συχνά, πριν ακόμα κατορθώσουν να καταγράψουν έργο στα βιογραφικά τους.
Από τη μια οι “αγιογραφίες” και οι αποσιωπήσεις, από την άλλη η ενοχοποίηση και οι αποκλεισμοί των διαφορετικών προσεγγίσεων. Οι New York Times, για παράδειγμα, δεν είναι “αθώοι του αίματος”. Είναι ένα σκληρά συστημικό media group με συγκεκριμένο ρόλο στην διαδρομή της σύγχρονης αμερικανικής πολιτικής ιστορίας. Όμως, επιδεκνύει συχνά τα κατάλληλα αντανακλαστικά για να επισημάνει τις στρεβλώσεις της μιντιακής και πολιτικής αρχιτεκτονικής των Ηνωμένων Πολιτειών. Όπως και κάποιες ακόμα εφημερίδες και μέσα ενημέρωσης.
Στην εγχώρια μιντιακή και πολιτική πραγματικότητα τέτοιες “φωνές” λιγοστεύουν ολοένα και περισσότερο. Όχι πως δεν υπάρχουν, αλλά πολτοποιούνται μέσα σε μια γενικευμένη μη-έκφραση και στην καλλιέργεια “χαρακτήρων” και “φαινομένων”.
Εάν ανατρέξει κανείς μόνο στην πρόσφατη ιστορία, από την ανοχή ή ακόμα και την υπεράσπιση των μνημονίων, τη Συμφωνία των Πρεσπών, τα επεισόδια στον Έβρο με τον μεταναστευτικό εκβιασμό του Ερντογάν, έως, τώρα, την υπόθεση της πανδημίας, μπορεί να διαπιστώσει πως -σε μεγάλο βαθμό μονομερώς- καλλιεργήθηκαν πολιτικά προφίλ, “πραγματικότητες”, και συσχετισμοί δυνάμεων.
Στην ταινία “The Post” του Στίβεν Σπίλμπεργκ, ο διευθυντής της Washington Post (τον ρόλο παίζει ο εξαιρετικός Τομ Χανκς) αναλαμβάνει το κόστος να δημοσιεύσει απόρρητα έγγραφα που αποκαλύπτουν τα ψεύδη των αμερικανικών κυβερνήσεων για τον πόλεμο του Βιετνάμ. Και η εκδότρια της εφημερίδας (στην ταινία τον ρόλο παίζει η Μέρυλ Στριπ) -αν και αμφιταλαντευόμενη και πιεζόμενη- τον στηρίζει.
Washington Post και New York Times εναντιώθηκαν, τότε, στις απαγορεύσεις και τα ασφαλιστικά μέτρα της κυβέρνησης Νίξον και έδωσαν την μάχη της ελευθεροτυπίας. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ (με πλειοψηφία 6-3) κατεγράφη ως ένα ιστορικό γεγονός στον αμερικανικό Τύπο: “τα μέσα ενημέρωσης υπηρετούν τα συμφέροντα των κυβερνωμένων και όχι των κυβερνώντων”.
Αυτά, τα ολίγον ρομαντικά και πικρά, για όσα συμβαίνουν εδώ…
φωτό από τον Λευκό Οίκο: Anne Moneymaker / The New York Times