Η αστυνομία έκανε εκτεταμένη χρήση δακρυγόνων το βράδυ της Κυριακής (τοπική ώρα· το πρωί της Δευτέρας ώρα Ελλάδας) για να διαλύσει τους συμμετέχοντες σε διαδήλωση εναντίον της αστυνομικής βίας και του ρατσισμού μπροστά στον Λευκό Οίκο, καθώς ξέσπασαν επεισόδια σε διάφορες περιοχές της Ουάσινγκτον.
Πλήθος διαδηλωτών συγκεντρώθηκε μπροστά στην επίσημη κατοικία του Ρεπουμπλικάνου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, φωνάζοντας συνθήματα, κρατώντας πλακάτ και βάζοντας φωτιές, όπως μεταδίδει το Γαλλικό Πρακτορείο και αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Στην Ουάσιγκτον επιβλήθηκε απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά τις νέες διαδηλώσεις κοντά στον Λευκό Οίκο, ανακοίνωσε η δήμαρχος της πρωτεύουσας των ΗΠΑ. Η απαγόρευση θα ισχύσει από τις «23:00 της Κυριακής ως τις 06:00 της Δευτέρας», διευκρίνισε η Μπάουζερ μέσω Twitter, προσθέτοντας ότι έδωσε εντολή να αναπτυχθεί η Εθνοφρουρά στην πόλη για να ενισχύσει την αστυνομία.
Σε καταφύγιο ο Τραμπ
Όπως αποκαλύπτουν CNN και New York Times, αξιωματούχος του Λευκού Οίκου και αστυνομικές πηγές επιβεβαίωσαν πως τόσο ο Ντόναλντ Τραμπ όσο και η σύζυγός του Μελάνια και ο γιος τους, μεταφέρθηκαν σε υπόγειο καταφύγιο της προεδρικής κατοικίας, όπου και έμειναν για μία ώρα, προτού ανέβουν ξανά στον επάνω όροφο.
Μία από τις πηγές δήλωσε ότι, βάσει πρωτοκόλλου, όταν οι αρχές μετακινούν τον πρόεδρο Τραμπ σε καταφύγιο, μετακινούν και όλους τους συγγενείς του στο Λευκό Οίκο.
Πολλές αμερικανικές πόλεις συγκλονίζονται από κύμα διαδηλώσεων και ταραχών μετά τον θάνατο του 46χρονου Αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ κατά τη διάρκεια της βίαιης προσαγωγής του από λευκούς αστυνομικούς τη Δευτέρα, γεγονός το οποίο μετατράπηκε σε σύμβολο του βαθιά εδραιωμένου ρατσισμού σε βάρος των μελών των φυλετικών μειονοτήτων.
Χιλιάδες αστυνομικοί και στρατιώτες περιπολούν στις μεγάλες αμερικανικές πόλεις, την επομένη μίας ακόμη νύκτας διαδηλώσεων κατά του ρατσισμού που εκτράπηκαν σε βίαιες ταραχές, ενώ ο Ντόναλντ Τραμπ και η κυβέρνησή του επιρρίπτουν την ευθύνη σε οργανώσεις της άκρας αριστεράς.
Παρά την ανάπτυξη αστυνομικών δυνάμεων και σε ορισμένες περιπτώσεις την επιβολή απαγόρευσης της κυκλοφορίας, η βία εξαπλώθηκε σε πολλές άλλες πόλεις, την Νέα Υόρκη, την Φιλαδέλφεια το Ντάλας το Λας Βέγκας, το Σιάτλ, το Ντε Μόιν, το Μέμφις, την Ατλάντα, το Λος Αντζελες, το Μαϊάμι, το Πόρτλαντ, το Σικάγο, την Ουάσινγκτον.
Δρόμοι αποκλείσθηκαν, αυτοκίνητα και καταστήματα πυρπολήθηκαν και οι δυνάμεις ασφαλείας, ανεπτυγμένες σε μεγάλους αριθμούς, απάντησαν με δακρυγόνα και σε ορισμένες περιπώτσεις με σφαίρες από καουτσούκ.
Οι διαδηλωτές φώναζαν «”Black Lives Matter» και «I Can’t Breath» (τις τελευταίες λέξεις του George Floyd πριν ξεψυχήσει κάτω από το γόνατο του αστυνομικού Ντέρεκ Σόβιν). «Κανείς δεν ενδιαφέρεται για μας όσο δεν είμαστε νεκροί. Και διαδηλώνουμε και τίποτε δεν γίνεται. Αυτό θέλουμε ν΄αλλάξει», έλεγε μία διαδηλώτρια στο Μαϊάμι.
Περί τους 5.000 στρατιώτες της Εθνοφρουράς αναπτύχθηκαν σε 15 πόλεις, ανάμεσά τους και η Ουάσινγκτον, και 2.000 βρίσκονται σε ετοιμότητα για να επέμβουν εάν είναι αναγκαίο, ανακοίνωσε σήμερα η Εθνοφρουρά.
Στην Νέα Υόρκη, ο δήμαρχος Μπιλ ντε Μπλάζιο παραδέχθηκε ότι ένα βίντεο που δείχνει περιπολικό να ανοίγει δρόμο μέσα από το πλήθος είναι «ενοχλητικό», αλλά δικαιολόγησε την συμπεριφορά των αστυνομικών, που βρέθηκαν αντιμέτωποι με μία «εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση».
Το βράδυ της Κυριακής 31/5, βόμβα μολότοφ ρίχθηκε στο εσωτερικό περιπολικού χωρίς να υπάρξουν θύματα. Αλλά, ο ντε Μπλάζιο αρνήθηκε να επιβάλει απαγόρευση της κυκλοφορίας και να καλέσει «εξωτερικές» δυνάμεις ασφαλείας.
Στο Λος Αντζελες, στρατιώτες της Εθνοφρουράς με πολεμική εξάρτυση και οπλισμένοι με τουφέκια άρχισαν να περιπολούν στο κέντρο της πόλης το πρωί. Δημοσιογράφοι δέχθηκαν σε πολλές πόλεις επίθεση, τόσο από αστυνομικούς όσο και από διαδηλωτές.
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν έχασε την ευκαιρία να επιτεθεί στα μέσα ενημέρωσης σήμερα, κατηγορώντας τα ότι «κάνουν τα πάντα για να τροφοδοτήσουν το μίσος και την αναρχία». Ο πρόεδρος, αντιμέτωπος με τις μεγαλύτερες ταραχές της θητείας του, την ώρα που η χώρα βρίσκεται στο έλεος της επιδημίας Covid-19, δεσμεύθηκε να σταματήσει την «συλλογική βία» και κατήγγειλε ενέργειες «ριζοσπαστικών ακροαριστερών» στοιχείων και κυρίως του κινήματος “antifa” , το οποίο θέλει να εντάξει στην αμερικανική λίστα των τρομοκρατικών οργανώσεων.
Η δήμαρχος της Ατλάντα Κίσα Λανς Μπότομς παρέβαλε την κατάσταση με τις ταραχές στο Σάρλοτσβιλ, όπου οι συγκρούσεις ανάμεσα σε υποστηρικτές της κυριαρχίας των λευκών και αντιφασιστών προκάλεσαν τον θάνατο ενός ανθρώπου και τον τραυματισμό δεκάδων τον Αύγουστο 2017. Ο Τραμπ είχε τότε δηλώσει ότι υπάρχουν «πολύ εντάξει άνθρωποι και στις δύο πλευρές».
«Ο πρόεδρος Τραμπ επιβαρύνει την κατάσταση», δήλωσε στο δίκτυο CBS. «Εχουμε ξεπεράσει το σημείο καμπής. Η ρητορική του το μόνο που κάνει είναι να πυροδοτεί την κατάσταση και πρέπει να σιωπήσει». «Θα έπρεπε να ενώσει την χώρα και όχι να συνδαυλίζει τις φλόγες», δήλωσε σήμερα η δημοκρατική πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι στο ABC.
Όπως αναφέρει το ΑΠΕ – ΜΠΕ, ο υποψήφιος των δημοκρατικών τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου Τζο Μπάιντεν καταδίκασε τις βιαιότητες. «Οι διαδηλώσεις απέναντι σε τέτοια (αστυνομική) αγριότητα αποτελούν δικαίωμα και ανάγκη…Ο εμπρησμός πόλεων και οι καταστροφές δεν είναι», είπε.