Η απόσυρση των ΗΠΑ από τη διεθνή πολιτική σκηνή, σημαίνει ότι ο «παραδοσιακός παίκτης» στην περιοχή «απουσιάζει». Το ΗΒ ασχολούμενο με το Brexit και την υγειονομική κρίση συμβαδίζει προς μια ιδιόμορφη προσωρινή απομόνωση. Η ανερχόμενη μεγάλη δύναμη, η Λ.Δ. της Κίνας, δεν έχει προς το παρόν ισχυρά συμφέροντα στην περιοχή. Και πλην του πεδίου της Οικονομίας δεν προβλέπω να αποκτά την επόμενη δεκαετία. Η ΕΕ είναι παράλυτη από την ανικανότητα και ανεπάρκειά της να διαχειριστεί παραγωγικά τις πολλαπλές κρίσεις της. Τέλος η Ρωσία έχει ως κύρια επιδίωξη να αποσπάσει την Τουρκία από το ΝΑΤΟ, χωρίς, όμως, να μπορεί να αποκτήσει μια ουσιαστική φιλία μαζί της.
του ΝΙΚΟΥ ΚΟΤΖΙΑ
Η σύντομη σκιαγράφηση της στάσης των σημαντικότερων παικτών παγκοσμίως, οδηγεί στο απλό συμπέρασμα ότι στη διεθνή σκηνή και στην περιοχή μας υπάρχουν κενά ηγεμονίας και ηγεσίας. Κενά που προσπαθούν να καλύψουν και να αξιοποιήσουν περιφερειακές δυνάμεις, όπως είναι η Τουρκία.
Στις μεταβατικές εποχές που προκύπτουν από τέτοια «κενά», ενισχύεται ο ρόλος της γεωπολιτικής. Σημειώνω ότι σήμερα η γεωπολιτική δεν αναφέρεται μόνο σε ζητήματα όπως το έδαφος, οι πρώτες ύλες, ο έλεγχος τρίτων. Αναφέρεται και ως προς τις ροές, ιδιαίτερα των νέων τεχνολογιών, κύρια της ψηφιακής, όπως πλατφόρμες και δίκτυα. Ακόμα και οι πόλεμοι ακολουθούν «νέους κανόνες» με σημαντικότερο εκείνον που διεξάγεται στον κυβερνοχώρο.
Από τα πιο πάνω, εξάγω δύο συμπεράσματα για την Ελλάδα: πρώτον, η αναβάθμιση της γεωπολιτικής σήμερα, γίνεται με διαφορετικό περιεχόμενο και τρόπο από ότι στο παρελθόν. Δεύτερο, όποιος μένει κολλημένος σε ορθά σχήματα της δεκαετίας του ενενήντα, αδυνατεί να αντιληφθεί τη σημασία της τροποποιημένης γεωπολιτικής και δεν μπορεί να κατανοήσει επιθετικούς παίκτες, όπως την Τουρκία, που επιδιώκουν την γεωπολιτική τους αναβάθμιση.
Προκειμένου η Τουρκία να πετύχει τους στόχους της, αναλύει προσεκτικά τις αδυναμίες των κυρίαρχων ελίτ της χώρας μας. Την ανικανότητα και τους ερασιτεχνισμούς της κυβέρνησης της ΝΔ. Παρατηρεί με ενδιαφέρον την προκλητική αποστασιοποίησή της από τα «κυπριακά προβλήματα».
Η ΝΔ θυμίζει σήμερα την ΕΡΕ της δεκαετίας του πενήντα, όπως την περιγράφει ο Σεφέρης σε κείμενα αναφοράς του στο Κυπριακό. Η Τουρκία εντυπωσιάζεται από την αδυναμία των σημερινών υπευθύνων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής να κατανοήσουν την μέθοδο και την πολιτική των Τούρκων σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο. Καταγράφει με αυξανόμενη ικανοποίηση την προσπάθεια της Αθήνας να υποβαθμίζει τις προκλήσεις της Τουρκίας, ακόμα και να τις δικαιολογεί.
Η τουρκική πολιτική, αναθεωρητική, νευρική, και επιθετική, έχει ορισμένα γεωπολιτικά χαρακτηριστικά που φαίνεται να αγνοεί η σημερινή κυβέρνηση.
Πρώτον, η Τουρκία ακολουθεί εδώ και δεκαετίες ένα σταθερό σενάριο: αμφισβητεί τα δικαιώματα της Ελλάδας σε συγκεκριμένες περιοχές. Κατόπιν τις γκριζάρει. Αμφισβητεί την ελληνικότητά τους και στη συνέχεια λαμβάνει μέτρα αποτροπής εξάσκησης από την Ελλάδα των διεθνών δικαιωμάτων της που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο. Στη συνέχεια, τρίτον, εμφανίζει τα γκριζαρισμένα «μέρη» ως δικά της. Ταυτόχρονα, φορτώνει την ατζέντα των διμερών σχέσεων με όλο και περισσότερες αμφισβητήσεις και προκλήσεις. Τώρα πρόσθεσε και τον Έβρο.
Εκείνο που ενδιαφέρει την Τουρκία είναι να δημιουργεί τετελεσμένα με την εφαρμογή τριών κανόνων: α) Επίκληση του διεθνούς δικαίου με τρόπο στρεβλό και αποσπασματικό. β) Προώθηση των επιλογών της μόλις διαπιστώσει κενά στη διεθνή πολιτική σκηνή. γ) Επίσπευση υλοποίησης των σχεδίων της όταν αντιμετωπίζει στην Ελλάδα μια φοβισμένη, υποχωρητική και ανίκανη κυβέρνηση όπως αυτή της ΝΔ. Οι αυξανόμενες προκλήσεις της μόνο τυχαίες δεν είναι.
Με βάση τα πιο πάνω πλαίσια κινείται η Τουρκία στον Έβρο. Αμφισβήτησε έμπρακτα τα ελληνικά σύνορα και το ξέρουν όλοι οι εμπλεκόμενοι. Τόσο στον αέρα, όσο και επί εδάφους. Σε αυτές τις παραβιάσεις η Ελλάδα δεν αντιστάθηκε ως όφειλε. Επέτρεψε χασκογελώντας να προστεθεί μια ακόμα αμφισβήτηση, άλλο ένα γκριζάρισμα. Η κυβέρνηση έχει την τάση να ενδίδει και αποδείχτηκε πολύ μπερδεμένη και σε σύγχυση. Έτσι, μετά την Κύπρο και το Αιγαίο αποκτήσαμε προβλήματα και στα ηπειρωτικά εδάφη μας. Στο σχέδιο της Τουρκίας, στη συγκεκριμένη εποχή, η ελληνική κυβέρνηση απάντησε μόνο με επικοινωνιακά τεχνάσματα προκειμένου να μη χαλάσει η εικόνα της, όχι, όμως, με πραγματική πολιτική.
Προσωπικά θα συνιστούσα στην κυβέρνηση να προσπαθήσει, επιτέλους, να κατανοήσει τον τρόπο που σχεδιάζει η Τουρκία την πολιτική της και πώς μεθοδεύει την υλοποίησή της. Να αποκτήσει ένα στρατήγημα για την αντιμετώπιση αυτών των μεθοδεύσεων. Πυρήνας του πρέπει να είναι οι σαφείς κόκκινες γραμμές και η πρόβλεψη αντιμετώπισης τουρκικών παραβιάσεών τους. Να ενημερώσει για αυτές τις «γραμμές» την ίδια την Τουρκία και τη διεθνή κοινότητα. Οι καλές εξηγήσεις ίσως να γίνουν κάποτε φιλίες. Οι υποχωρήσεις γίνονται δουλεία.
Να πάψουν οι αρμόδιοι κυβερνητικοί να μιλούν τόσο πολύ. Να μελετούν και να σκέφτονται περισσότερο καθότι δεν γνωρίζουν το αντικείμενο. Στην εξωτερική πολιτική μιλά κανείς λίγο, προκειμένου να ακούγεται, και να έχει χρόνο να αναστοχάζεται και να προωθεί συγκροτημένα μία στρατηγική.
Να πει η Κυβέρνηση στον ελληνικό λαό με σαφήνεια, α) το περιεχόμενο των δύο διαβημάτων όπως ζήτησα εδώ και δέκα μέρες, β) να γνωστοποιήσει τις συντεταγμένες στον Έβρο όπως τις καθορίζει το διεθνές δίκαιο από το 1926 και να τις υπερασπιστεί. γ) Να κάνει ουσιαστική αυτοκριτική για τις ανευθυνότητές της. δ) Να μεταβεί Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων στο σημείο όπου έγιναν τα επεισόδια και να διατυπώσει τα συμπεράσματά της σε επίσημη έκθεση. Στόχο της να μάθει η ελληνική κοινωνία όλη την αλήθεια. Τότε θα δούμε και ποιος παράγει fake-news.
ΥΓ1 Ουδέποτε η αριστερά θα μπορούσε να κάνει σε κυβέρνηση της ΝΔ ανάλογη κριτική όπως έκανε η δεξιά στις Πρέσπες. Όποιος πιστεύει κάτι τέτοιο και κάνει ανάλογες συγκρίσεις είναι λάθος. Όπως λάθος είναι και η γενικότερη φράση «εμείς δεν κάνουμε κριτική όπως μας κάνατε». Διότι πολλές πλευρές της δεξιάς δεν έκαναν «απλά» κριτική στις «Πρέσπες». Εκαναν πολεμική. Διατυπώσανε απειλές, εκβιασμούς, προσπάθησαν να εξασκήσουν σωματική βία, να κάψουν κατοικίες, έστελναν αίματα, σφαίρες κάθε μεγέθους.
Να προσπαθεί κανείς να συγκρίνει την αριστερά με όλα αυτά, πέρα που δεν γνωρίζει από ήθος της αριστεράς, σημαίνει, ακόμα, ότι δεν πήρε χαμπάρι ή δεν τον ενδιέφεραν το τι πραγματικά γινόταν στην εποχή των «Πρεσπών». Για αυτό επαναλαμβάνω το νέο μοτίβο ορισμένων, ότι το να κάνουμε κριτική στην ασχετοσύνη της ΝΔ και στην ενδοτικότητά της οδηγεί σε ανάλογες συμπεριφορές με όσα έκαναν τμήματα της δεξιάς σε βάρος της εξωτερική πολιτικής μας, μπορούν να ειπωθούν μόνο από εκείνους που και τότε ήταν ενάντια στην εξωτερική πολιτική μας και συμβάδιζαν με τη διαπλοκή.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ στις 30.5.20. Συμπληρώθηκε με ένα υστερόγραφο κριτικής της λάθος σύγκρισης της πολεμικής της δεξιάς στη Συμφωνία των Πρεσπών με την κριτική στη κυβέρνηση της ΝΔ.