Θα αναγνωρίζαμε τη χροιά της ανάμεσα σε χιλιάδες. Ειδικότερα όσοι έχουν ηλικία από 40 ετών και πάνω. Πώς θα μπορούσαμε άλλωστε να ξεχάσουμε τη φωνή που ακούγαμε επί 40 ολόκληρα χρόνια καλώντας το 141 του ΟΤΕ για να μάθουμε την ώρα;
Η Καλλιόπη Παΐσιου –για τους φίλους Πιπίτσα- υπήρξε η εμβληματικότερη φωνή της ΕΡΤ, της οποίας ήταν εκφωνήτρια και κατάφερε να κάνει τη φωνή της την πλέον αναγνωρίσιμη της Ελλάδας. Παρόλα αυτά, ελάχιστοι γνωρίζουν το όνομά της και ακόμα λιγότεροι τη μορφή της. Αυτό που όλοι αξίζει να ξέρουν, όμως, είναι το τέλος της λαμπρής ιστορίας της που σφραγίστηκε με έναν φόνο που συγκλόνισε τα Βριλήσσια: τον δικό της. Και μάλιστα δια χειρός του λατρεμένου της συζύγου.
Όπως αναφέρει το mens House η Πιπίτσα πέρασε 67 ολόκληρα χρόνια στο πλευρό του συζύγου της, Τάκη Παΐσιου, μουσικού και μετέπειτα λογιστή, με τον κύκλο τους να κάνει λόγο για ένα από τα πιο αριστοκρατικά και αγαπημένα ζευγάρια της Αθήνας. Στην ουσία, οι δυο τους μεγάλωσαν μαζί και «έχτισαν» τις επαγγελματικές τους επιτυχίες, καθώς όταν γνωρίστηκαν εκείνη ήταν μόλις 19 ετών κι αυτός 23. Αυτό για το οποίο, όμως, υπήρξαν και οι δύο πραγματικά περήφανοι και ευγνώμονες, ήταν η γέννηση της κόρης τους, η οποία τους χάρισε ένα ακόμα μεγαλύτερο δώρο: το εγγονάκι τους.
Από την ΕΡΤ στην εξυπηρέτηση συνδρομητών του ΟΤΕ
Έχοντας εργαστεί επί 32 ολόκληρα χρόνια ως εκφωνήτρια του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας και της ΕΡΤ, κατάφερε να κερδίσει τον πιο τιμητικό χαρακτηρισμό για μια επαγγελματία και λάτρη του ραδιοφώνου. Ποιος ήταν αυτός; Η «βελούδινη φωνή του ραδιοφώνου». Το 1960, αποδείχθηκε η χρονιά της.
Η ίδια επιλέχθηκε ανάμεσα σε 10 υποψήφιες εκφωνήτριες για να «χαρίσει» τη φωνή της στο αυτοματοποιημένο τηλεφωνικό σύστημα εκφώνησης της ώρας, το οποίο εγκατέστησε ο ΟΤΕ ως υπηρεσία εξυπηρέτησης συνδρομητών, στον τηλεφωνικό αριθμό 141. Η αισθαντική φωνή της σημάδεψε δύο γενιές και μέχρι σήμερα πολλοί αναρωτιούνται για την ταυτότητα της γυναίκας αυτής.
Η Πιπίτσα Παΐσιου έζησε τη ζωή της ακριβώς όπως την ήθελε. Αν μπορούσε να διαλέξει, όμως, θα επέλεγε το τέλος που αποφάσισε για εκείνη ο σύζυγός της; «Η απελπισία, η θλίψη και η αγάπη για τη γυναίκα μου με οδήγησε στην πράξη αυτή», εξομολογήθηκε στο γράμμα που άφησε ο Παΐσιος έχοντας σκοτώσει την Πιπίτσα και αυτοκτονήσει με φρικτό τρόπο.
Το χρονικό του εγκλήματος
Ήταν 19 Μαρτίου του 2010, όταν ο Τάκης αποφάσισε να δώσει ένα τέλος στη μαρτυρική ζωή της γυναίκας του. Η ίδια, είχε υποστεί λίγες μέρες νωρίτερα ένα εγκεφαλικό επεισόδιο που προκάλεσε τεράστια ζημιά στη λειτουργία του εγκεφάλου της, με αποτέλεσμα η κατάστασή της να χαρακτηριστεί από τους γιατρούς «μη αναστρέψιμη».
Ήταν η πέμπτη μέρα μετά την επιστροφή της στο σπίτι, αφού βγήκε από το νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν. Όσοι γνώριζαν τον Τάκη δεν τον αναγνώριζαν. Στεναχωρημένος, απογοητευμένος και φανερά εξαντλημένος από τις ευθύνες που είχαν πέσει επάνω του, προσπαθούσε να προλάβει τα πάντα: να φροντίσει την κατάκοιτη γυναίκα του, να επικοινωνήσει με τους γιατρούς, να κανονίσει τα πάντα για το σπίτι του και να φροντίσει το εγγόνι του, το οποίο έμενε μαζί τους, όπως και η μητέρα του.
Η απόφαση είχε παρθεί. Θα λύτρωνε την Πιπίτσα και στη συνέχεια θα την ακολουθούσε στο θάνατο. Η αυλαία έπεσε στο ίδιο σπίτι που οι δυο τους έζησαν τα περισσότερα χρόνια του έγγαμου βίου τους, στην οδό Κύπρου 26-Α στα Βριλήσσια.
Ο Παΐσιος περιμένει την κόρη και το εγγόνι του να φύγουν για το σχολείο, ανοίγει την εξώπορτα του σπιτιού τους και σκοτώνει τη «βελούδινη φωνή» στον ύπνο της, έχοντας την στη αγκαλιά του και κρατώντας σφιχτά στο πρόσωπό της ένα μαξιλάρι. Η 86χρονη τότε γυναίκα, πεθαίνει από ασφυξία, με τον ίδιο να στερεώνει ένα μαχαίρι σε όρθια στάση στο πάτωμα και να πέφτει με φόρα επάνω του. Ήταν και οι δύο νεκροί.
Οι γείτονες έκαναν λόγο για «οικογενειακή τραγωδία», ο Τάκης, όμως, δεν θέλησε να αφήσει κανέναν με ερωτηματικά, φροντίζοντας να αφήσει ένα γράμμα στο οποίο εξηγούσε τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να «φύγει» με τη σύζυγό του. Απέδωσε το έγκλημά του στη μεγάλη αγάπη που της είχε και στο γεγονός πως δεν άντεχε να τη βλέπει σε αυτήν την κατάσταση.
Μέχρι σήμερα, κανείς δεν τον κατηγόρησε για όσα έπραξε. Αντιθέτως, η πράξη του έμεινε στο μυαλό όσων τους γνώριζαν ως απόλυτη ένδειξη βαθιάς, ανιδιοτελούς αγάπης…