Το πέμπτο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, στο πλαίσιο της συστηματικής παρακολούθησης και ανάλυσης της τρέχουσας κατάστασης και των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας, με τίτλο «COVID-19: Οι διεθνείς εξελίξεις και οι περιορισμοί για την ελληνική οικονομία», έδωσε στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΓΣΕΕ).
Όπως αναφέρεται, «οι επιπτώσεις από τη γενικευμένη οικονομική και κοινωνική διαταραχή, που έχει προκαλέσει η πανδημία COVID-19 σε ολόκληρο τον πλανήτη, είναι άνευ προηγουμένου και κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τι θα συμβεί το επόμενο χρονικό διάστημα. Τα νέα δεδομένα που διαφοροποιούν τη νέα κρίση από όλες τις προηγούμενες, σε βάθος και ένταση, είναι τα εξής: η τρέχουσα κρίση (α) ξεκίνησε από την πραγματική οικονομία και, ειδικότερα, τους κλάδους των υπηρεσιών, ως συνέπεια της πολιτικής επιλογής του lockdown και όχι από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως, για παράδειγμα, η κρίση του 2007-2008, με συνέπεια να προκληθεί ένα διττό σοκ προσφοράς και ζήτησης, (β) απλώνεται οριζόντια σε όλες τις οικονομίες, αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες, αλλά με ασύμμετρες επιπτώσεις, (γ) επιταχύνει ήδη συσσωρευμένες δυσλειτουργίες και ανισορροπίες της παγκόσμιας οικονομίας, που αποτυπώνονταν στην προ πανδημίας τάση επιβράδυνσης των ρυθμών μεγέθυνσής της και (δ) συμπλέκεται με τα mega-trends της κλιματικής αλλαγής, της ψηφιακής επανάστασης, της δημογραφικής προοπτικής, της μεταναστευτικής κρίσης και της γεωπολιτικής αβεβαιότητας, δημιουργώντας μία νέα, πολύπλοκη και ασταθή παγκόσμια πολιτική οικονομία».
Σύμφωνα με το πέμπτο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του ΙΝΕ της ΓΣΕΕ, «όλες οι επίσημες εκτιμήσεις τείνουν στη διαπίστωση ότι η οικονομική κρίση που πυροδότησε η πανδημία COVID-19, θα είναι χειρότερη από εκείνη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Οι δυσοίωνες αυτές προβλέψεις αιτιολογούνται από το γεγονός ότι οι επιπτώσεις της πανδημίας έπληξαν μία ήδη επιβραδυνόμενη παγκόσμια οικονομία».
COVID-19 και αγορά εργασίας: Ανεργία, ανισότητα και επισφάλεια
Όπως σημειώνει, μεταξύ άλλων, το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, «η αγορά εργασίας φαίνεται ότι θα αποτελέσει το βασικό μηχανισμό προσαρμογής των εθνικών οικονομιών για την αντιμετώπιση της κρίσης. Υπάρχει μεγάλη ανησυχία για τις επιπτώσεις στην ανεργία, στην οικονομική ανισότητα και στη διεύρυνση των επισφαλών μορφών εργασίας. Αποκαλυπτικές είναι οι παρεμβάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ). Η τελευταία σημειώνει ότι παρατηρείται μία απότομη μείωση των ωρών εργασίας, παγκοσμίως, λόγω της επιδημίας COVID-19, που αποτελεί και μία από τις βασικές αιτίες της διττής κρίσης προσφοράς και ζήτησης. Η ΔΟΕ προειδοποιεί επίσης ότι περίπου 1,6 δισεκατομμύρια εργαζόμενοι στην άτυπη οικονομία ‒σχεδόν το ήμισυ του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού‒ κινδυνεύουν άμεσα να βιώσουν κατάρρευση του βιοτικού επιπέδου τους.
Συγκεκριμένα, η ΔΟΕ εκτιμά ότι η μείωση των ωρών εργασίας το β’ τρίμηνο του 2020, σε σύγκριση με τα επίπεδα, πριν από την κρίση (δ’ τρίμηνο του 2019), αναμένεται να φτάσει το 10,5%, απώλεια που ισοδυναμεί με 305 εκατομμύρια θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης. Η αντίστοιχη κάμψη σε ώρες εργασίας για την Ευρώπη υπολογίζεται στο 11,8%, με το ποσοστό της ανεργίας να ανέρχεται στο 7,4% τον Μάρτιο έναντι 7,3% τον Φεβρουάριο. Η πιο εντυπωσιακή αύξηση της ανεργίας, λόγω COVID-19, έχει σημειωθεί στις ΗΠΑ, όπου από 4,4% τον Φεβρουάριο εκτοξεύθηκε στο 14,7% τον Μάρτιο.
Η ΔΟΕ σημειώνει ότι οι μισθοί των εργαζομένων της ανεπίσημης οικονομίας σε όλο τον κόσμο έχουν μειωθεί κατά μέσο όρο 60% τον πρώτο μήνα που ξεδιπλώθηκε η κρίση. Οι εργαζόμενοι με άτυπες μορφές εργασίας είναι οι πλέον ευπαθείς από τους 3,3 δισεκατομμύρια ανθρώπους που απαρτίζουν το παγκόσμιο εργατικό δυναμικό, καθώς δεν έχουν προστασία σε επίπεδο πρόνοιας, πρόσβαση σε επαρκή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ή τα μέσα να εργαστούν από το σπίτι.
Στο μεταξύ, υπάρχει παγκόσμια ανησυχία- η οποία καταγράφεται και από το Eurofound -ότι οι ευέλικτες μορφές εργασίας, η εργασιακή ανασφάλεια και η τηλεργασία, θα διαμορφώσουν τη νέα εργασιακή κανονικότητα. Η μείωση των εισοδημάτων, που θα ακολουθήσει, θα επιδεινώσει περαιτέρω το ήδη εκρηκτικό πρόβλημα της οικονομικής ανισότητας. Ακόμη και το ΔΝΤ φαίνεται να ανησυχεί για τις συνέπειες της πανδημίας στα φτωχότερα και πιο εύθραυστα στρώματα της κοινωνίας, κυρίως επειδή πλήττει τους εργαζόμενους με χαμηλή ειδίκευση» συμπληρώνει το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ.
Παράλληλα, το Ινστιτούτο Εργασίας της Συνομοσπονδίας επισημαίνει ότι το πιο ανησυχητικό γεγονός είναι οι πιθανές συνέπειες της πανδημίας στην αύξηση των ανισοτήτων, παγκοσμίως, εξαιτίας της έλλειψης τροφίμων. «Λόγω της διάρρηξης των αλυσίδων παραγωγής και διανομής, η παγκοσμιοποίηση της πανδημίας ενισχύει τον κίνδυνο μίας αύξησης των τιμών των τροφίμων, η οποία θα προκαλούσε διατροφικές κρίσεις σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες. Ενδείξεις ότι οι τιμές των τροφίμων, παγκοσμίως, ήταν σε αυξητική τροχιά, κυρίως ως συνέπεια των ακραίων καιρικών φαινομένων που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή, υπήρχαν και πριν από την πανδημία. Ωστόσο, με το ξέσπασμα της πανδημίας, σημαντικές χώρες παραγωγής τροφίμων έχουν ήδη επιβάλει απαγορεύσεις εξαγωγής ή ποσοστώσεις, όπως η Ρωσία και το Καζακστάν για τα σιτηρά και η Ινδία και το Βιετνάμ για το ρύζι. Εν τω μεταξύ, άλλες χώρες αποθηκεύουν τρόφιμα, μέσω επιταχυνόμενων εισαγωγών, όπως ισχύει για τις Φιλιππίνες (ρύζι) και την Αίγυπτο (σιτάρι). Ένας τέτοιος προστατευτισμός και ανταγωνισμός τροφίμων μπορεί να οδηγήσει σε μία παγκόσμια αύξηση των τιμών των τροφίμων, όπως συνέβη το 2010-2011. Η αύξηση της τιμής των τροφίμων χρήζει συστηματικής παρακολούθησης και αξιολόγησης, γιατί, αν συνδυαστεί με τις αρνητικές εξελίξεις στην αγορά εργασίας, τότε η πραγματική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος μπορεί να οδηγήσει πολλά νοικοκυριά στη φτωχοποίηση» υποστηρίζει το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ.