Στις 14 Ιουνίου του 1928, γεννήθηκε στο Ροσάριο της Αργεντινής ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Ο Τσε Γκεβάρα ήταν Αργεντινός κομμουνιστής Μαρξιστής – Λενινιστής επαναστάτης, ένας από τους αρχηγούς των ανταρτών στην Κούβα, πολιτικός, ενώ συμμετείχε και στο κίνημα της 26ης Ιουλίου που πέτυχε την ανατροπή του δικτατορικού καθεστώτος του Φουλχένσιο Μπατίστα στην Κούβα, αρχικά προσφέροντας τις ιατρικές του γνώσεις και έπειτα ως διοικητής των ανταρτών.
Ο Γκεβάρα ήταν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά μιας μεσοαστικής οικογένειας αριστερών πεποιθήσεων. Από μικρός ο Τσε έγινε γνωστός για τις ριζοσπαστικές του απόψεις και στην υπεράσπιση των φτωχών και των αδυνάτων. Ακόμη, από πολύ μικρή ηλικία διακρίθηκε για τις αθλητικές του επιδόσεις. Έπαιζε ράγκμπι, ποδόσφαιρο, έκανε σκοποβολή και ποδήλατο. Σπούδασε Ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες και αποφοίτησε τον Μάρτιο του 1953.
Τα καλοκαίρια του συνήθιζε να τα περνά ταξιδεύοντας σε χώρες της Λατινικής Αμερικής. Οι παρατηρήσεις του πάνω στα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα των χωρών της Λατινικής Αμερικής τον έπεισαν ότι μοναδική λύση αποτελεί η επανάσταση. Οι αναμνήσεις του από τα ταξίδια αυτά κυκλοφόρησαν το 1992 σε βιβλίο με τίτλο «Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας» και το 2004 μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη από τον βραζιλιάνο σκηνοθέτη Βάλτερ Σάλες.
Μετά την αποφοίτησή του πήγε στη Γουατεμάλα, όπου ο συνταγματάρχης Χακόμπο Άρμπενς ηγείτο ενός προοδευτικού καθεστώτος, το οποίο μέσα από την αναδιανομή της γης, απέβλεπε στην πραγματοποίηση επανάστασης. Η ανατροπή του καθεστώτος Άρμπενς το 1954 με πραξικόπημα, έπεισε τον Γκεβάρα ότι οι ΗΠΑ θα πολεμούσαν πάντα τις αριστερές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής και των αναπτυσσόμενων χωρών ανά τον κόσμο. Η πεποίθηση αυτή αποτέλεσε τη βασική ιδέα των σχεδίων του για την επικράτηση του σοσιαλισμού μέσα από την παγκόσμια επανάσταση.
Το Σεπτέμβριο του 1954, ο Γκεβάρα ταξίδεψε στο Μεξικό, που αποτελούσε τον προορισμό των εξόριστων Λατινοαμερικανών. Στην πόλη του Μεξικού, συνάντησε τον Κουβανό εξόριστο Νίκο Λόπες, ενώ επανασυνδέθηκε και με την Ίλδα Γκαδέα. Εκεί εργάστηκε ως γιατρός και φωτογράφος. Μέσω της Ίλδα ο Γκεβάρα θα συνδεθεί με πολλούς κουβανούς εξόριστους και θα έρθει σε επαφή με νέα επαναστατικά ρεύματα της Λατινικής Αμερικής.
Το καλοκαίρι του 1955, ήρθε σε επαφή με τον Ραούλ Κάστρο, από τον οποίο πληροφορήθηκε για την επικείμενη την άφιξη του Φιντέλ Κάστρο στο Μεξικό. Στις αρχές Ιουλίου του ίδιου έτους ο Τσε πρωτοσυνάντησε τον Φιντέλ, o οποίος ήταν ηγέτης της αποτυχημένης ένοπλης επίθεσης στο στρατόπεδο της Μονκάδα το 1953, και είχε καταφύγει στο Μεξικό μετά την αποφυλάκισή του. Κατά την ίδια χρονική περίοδο, η Γκαδέα ήταν έγκυος και ο Γκεβάρα της ζήτησε να παντρευτούν. Ο γάμος τους τελέστηκε στις 18 Αυγούστου 1955, στο χωριό Τεποτσοτλάν.
Λίγους μήνες αργότερα θα γεννηθεί η κόρη τους Ιλντίτα-Μπεατρίς. Χώρισαν το Μάη του 1959 και ο Τσε παντρεύτηκε την Αλεϊδα Μαρτς. Η Γκαντέα έμεινε στην Κούβα και πέθανε στην Αβάνα το 1974. Πριν πεθάνει είχε ολοκληρώσει τα απομνημονεύματά της με τίτλο “Η ζωή μου με τον Τσε”.
Ο Γκεβάρα συμμετείχε στο κίνημα της 26ης Ιουλίου, με στόχο την ανατροπή του κουβανικού καθεστώτος. Παρόλο που συμφώνησε να συμμετάσχει με την ιδιότητα του γιατρού, τελικά έλαβε μέρος στην στρατιωτική εκπαίδευση των ανταρτών, το 1956, υπό τις οδηγίες του Μεξικανού παλαιστή Αρσάνιο Βαγένας, καθώς και του πρώην συνταγματάρχη του Ισπανικού Δημοκρατικού Στρατού, Αλπέρτο Μπάγιο.
Στις 25 Νοεμβρίου του 1956, 82 επαναστάτες, μεταξύ αυτών ο Φιντέλ Καστρο και ο Τσε Γκεβάρα, ξεκίνησαν με το πλοιάριο Γκράνμα από τον ποταμό Τούξπαν του Mεξικoύ και στις 2 Δεκεμβρίου έφτασαν παράνομα στην παραλία Λας Κολοράδας της Κούβας. Τρεις μέρες αργότερα, η ομάδα έπεσε σε ενέδρα του κυβερνητικού στρατού και αποδεκατίστηκε. 22 μαχητές κατάφεραν να γλιτώσουν, μεταξύ των αυτών ο Φιντέλ, ο αδελφός του, Ραούλ, και ο Γκεβάρα. Οι αντάρτες κατάφεραν να ανασυνταχθούν και να καταφύγουν στην οροσειρά της Σιέρρα Μαέστρα, που έγινε το ορμητήριό τους.
Ο ρόλος του Τσε Γκεβάρα στον ανταρτοπόλεμο διαφοροποιήθηκε σταδιακά, λαμβάνοντας όλο και πιο ενεργό μέρος στις ένοπλες δραστηριότητες τον επαναστατών. Οι ικανότητές του σύντομα οδήγησαν στην άνοδό του στην ιεραρχία του αντάρτικου σώματος, κερδίζοντας το σεβασμό των ανταρτών, χωρίς να απουσιάζει και το αίσθημα του φόβου που προκαλούσε ενίοτε η σκληρότητά του, μιας και ήταν υπεύθυνος για εκτελέσεις ανταρτών που λειτουργούσαν ως πληροφοριοδότες του κουβανικού καθεστώτος.
Ο Κάστρο του εμπιστεύτηκε την ηγεσία της Δεύτερης Φάλαγγας του αντάρτικου στρατού, έχοντας μόνο τον Κομαντάντε εν Σέφε Φιντέλ Κάστρο ως ανώτερό του στην ιεραρχία.
Αυτή την περίοδο έγινε η αποφασιστική μεταμόρφωση του ρομαντικού διανοούμενου Ερνέστο Γκεβάρα σε χαρισματικό “Κομαντάντε Τσε”. Η μεγαλύτερη ίσως στρατιωτική επιτυχία του Γκεβάρα ήταν η κατάκτηση της Σάντα Κλάρα το Δεκέμβριο του 1958. Είχαν προηγηθεί δύο χρόνια ανταρτοπολέμου στην Σιέρρα Μαέστρα εναντίον του στρατού του Μπατίστα, o οποίος δεχόταν και την υποστήριξη των ΗΠΑ. Την μάχη στη Σάντα Κλάρα ακολούθησαν και άλλες σημαντικές πολεμικές συγκρούσεις, πριν την τελική επικράτηση των ανταρτών.
Στις 11 Δεκεμβρίου του 1964 ο Γκεβάρα εκπροσώπησε την Κούβα στη Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ. Στην ομιλία του ξεχωρίζει η διαμαρτυρία του απέναντι στην πολιτική των ΗΠΑ και το ειρηνευτικό σχέδιο που προτείνει για την Καραϊβική.
Στις 24 Φεβρουαρίου συμμετείχε στη διάσκεψη του δεύτερου Οικονομικού Σεμιναρίου Αφροασιατικής Αλληλεγγύης, πραγματοποιώντας την τελευταία δημόσια παρουσία στο διεθνές προσκήνιο. Η ομιλία του προκάλεσε αντιδράσεις στο σοβιετικό μπλοκ, εκφράζοντας την άποψη πως οι σοσιαλιστικές χώρες έπρεπε να επωμιστούν το κόστος των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων.
Λίγες ημέρες αργότερα, επέστρεψε από την Αφρική στην Κούβα και μετά από μία εβδομάδα τα ίχνη του χάθηκαν για αρκετούς μήνες. Η εξαφάνιση του Γκεβάρα προκάλεσε πολλές θεωρίες. Πολλοί θεώρησαν πως ήρθε σε σύγκρουση με τον Κάστρο στο ζήτημα της εκβιομηχάνισης της χώρας. Άλλοι θεώρησαν ότι η σύγκρουση οφειλόταν στο γεγονός πως ο Γκεβάρα ήθελε πιο ενεργητική υποστήριξη των επαναστατικών κινημάτων της Λατινικής Αμερικής.
Ο Κάστρο επιχείρησε να βάλει τέλος στις φήμες, δηλώνοντας πως ο Γκεβάρα βρισκόταν εκεί όπου ήταν χρήσιμος για την επανάσταση, προσθέτοντας πως ανήκε στους κορυφαίους ηγέτες της Κούβας.
Στις 3 Οκτωβρίου 1965, ο Κάστρο διάβασε σε δημόσια συγκέντρωση, μπροστά στη γυναίκα και τα παιδιά του Γκεβάρα, ιδιόχειρη επιστολή, με την οποία παραιτείται από όλα τα κρατικά και κομματικά αξιώματα. Στην επιστολή αναφέρονταν μεταξύ άλλων τα εξής: “Παραιτούμαι επίσημα από τα καθήκοντά μου στην ηγεσία του κόμματος, από τη θέση του υπουργού, από το βαθμό του κομαντάτε, από την κουβανική υπηκοότητα. Καμιά νομική σχέση δεν με συνδέει με την Κούβα, μόνο δεσμοί άλλου είδους που δεν μπορούν να σπάσουν, όπως οι διορισμοί σε κάποιες θέσεις. Κοιτάζοντας τη ζωή μου μέχρι σήμερα, πιστεύω πως έχω δουλέψει με τιμιότητα και αφοσίωση για την εδραίωση της επανάστασης. Άλλες χώρες του κόσμου ζητάνε τη συμβολή των ταπεινών μου προσπαθειών. Εγώ μπορώ να κάνω αυτό που εσένα δεν σου επιτρέπεται, λόγω των ευθυνών σου απέναντι στην Κούβα, και έφτασε η ώρα να αποχαιρετιστούμε”.
Σύλληψη και θάνατος
Ήταν η νύχτα της 7ης Οκτωβρίου 1967,όταν ένας αγρότης στη Βολιβία είδε τις φιγούρες μιας ομάδας ανταρτών και έτρεξε να ειδοποιήσει τον τοπικό στρατιωτικό διοικητή. Ο Γκεβάρα ήταν περικυκλωμένος. Η ομάδα του, αποτελούμενη από επτά μόλις αντάρτες προτίμησε να οπισθοχωρήσει. Το όπλο του δε λειτουργούσε και έφερε τραύμα στο πόδι. Τελικά έπεσε στα χέρια των στρατιωτών του Πάρδο.
Μετά από ανακρίσεις, ο αιχμάλωτος Γκεβάρα δολοφονήθηκε, στις 9 Οκτωβρίου 1967, από τον υπαξιωματικό του βολιβιανού στρατού Μάριο Τεράν. Τα τελευταία λόγια του Γκεβάρα ήταν τα εξής: “Ήρθατε να με σκοτώσετε. Ρίξε, δειλέ, έναν άντρα θα σκοτώσεις”.
Στα 39 του μόλις χρόνια, πλήρωσε με τη ζωή του το σχέδιο οργάνωσης αντάρτικου στη Βολιβία. Το καθεστώς δεν θέλησε να ρισκάρει, πραγματοποιώντας δημόσια ταφή. Το πτώμα του Γκεβάρα μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο όπου πραγματοποιήθηκε νεκροψία. Ο θάνατός του προκλήθηκε από αιμορραγία.
Το πτώμα του έπρεπε να χαθεί δίχως κανένα ίχνος, για αυτό θάφτηκε κρυφά κοντά στο αεροδρόμιο, 30 χλμ. από την Λα Ιγκέρα. Προηγουμένως, στο νοσοκομείο, είχαν κοπεί τα χέρια του Τσε, προκειμένου να γίνει αργότερα η οριστική αναγνώρισή του. Το πτώμα του έμεινε σε μυστικό τάφο, στο Βαγιεγκράντε της Βολιβίας, μέχρι που ανακαλύφθηκε στις 12 Ιουλίου 1997. Αφού μεταφέρθηκε στην Κούβα, κηδεύτηκε στη Σάντα Κλάρα, την πόλη που ο Γκεβάρα είχε κατακτήσει το 1958, ανοίγοντας το δρόμο για την τελική νίκη των ανταρτών και του Κάστρο.