Αν και με το άνοιγμα των περιφερειακών αεροδρομίων για διεθνείς πτήσεις από την 1η Ιουλίου υπήρχε η ελπίδα πως η εικόνα των κρατήσεων θα ήταν πιο καθαρή, κάτι τέτοιο μέχρι τώρα δεν έχει συμβεί, όπως αναλύει το Capital.gr. Όσοι γνωρίζουν καλά την αγορά επισημαίνουν πλέον πως η πορεία της φετινής –δύσκολης– τουριστικής σεζόν θα αρχίσει να ξεδιαλύνεται προς τα τέλη του μήνα, χωρίς όμως και αυτό να είναι σίγουρο.
Και αυτό για τρεις λόγους:
Πρώτον, όσο πλησιάζει η μέρα για την πραγματοποίηση του ταξιδιού, παρατηρείται πως πολλοί τουρίστες τελικά υπαναχωρούν, εκμεταλλευόμενοι τις νέες πολιτικές ακυρώσεων σε ξενοδοχεία και τουριστικά πακέτα.
Δεύτερον, όσοι ταξιδεύουν προχωρούν σε κράτηση μόλις λίγα εικοσιτετράωρα πριν από το ταξίδι, προκειμένου να υπάρχει όσο το δυνατό μεγαλύτερη ασφάλεια στον προγραμματισμό.
Τρίτον, τα επιδημιολογικά δεδομένα σε χώρες από τις οποίες έρχονται τουρίστες μεταβάλλουν διαρκώς την κατάσταση. Πρόσφατο παράδειγμα η Σερβία, από την οποία, ενώ αρχικά επιτρεπόταν η είσοδος των τουριστών, αποφασίστηκε η αναστολή της πρόσβασης μέχρι τις 15 Ιουλίου σε πρώτη φάση, εξαιτίας της ραγδαίας αύξησης κρουσμάτων κορονοϊού. Η απόφαση αυτή οδήγησε σε νέες ακυρώσεις, όχι μόνο μέχρι το τέλος του μήνα, αλλά ακόμα και για τον Αύγουστο.
Όλοι οι προορισμοί βρίσκονται ακόμη σε κατάσταση αναμονής, τόσο οι προσβάσιμοι οδικώς όσο και οι νησιωτικοί. Στους δεύτερους, η καθυστέρηση του ανοίγματος της βρετανικής αγοράς και το ταξιδιωτικό εμπάργκο σε ΗΠΑ και Ρωσία έχουν μειώσει κατά πολύ τον αριθμό των αφίξεων. Για τους προορισμούς της Βόρειας Ελλάδας οι απώλειες είναι επίσης σημαντικές από το κλείσιμο των συνόρων μετά τη σημαντική άνοδο των κρουσμάτων που καταγράφεται στις βαλκανικές χώρες.
Ενδεικτικά, η Σερβία στη Β. Ελλάδα αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη “δεξαμενή” τουριστών και αφίξεων. Πέρσι καταγράφηκαν συνολικά περισσότερες από 1 εκατομμύριο αφίξεις. Οι Σέρβοι επισκέπτες άφησαν 356 εκατ. ευρώ και η μέση διάρκεια παραμονής ήταν 8,4 ημέρες, σύμφωνα με στοιχεία της ΤτΕ. Η Σερβία βρίσκεται στη 15η θέση της αγοράς του ελληνικού τουρισμού.
Οι κρατήσεις μέχρι στιγμής, όπως εξηγούν στο Capital.gr ξενοδόχοι, είναι πολύ κάτω των αρχικών εκτιμήσεων. Οι προσδοκίες, σύμφωνα με την εικόνα των πληροτήτων όπως διαμορφώνεται, χαμηλώνουν, καθώς φαίνεται πως, παρά το γεγονός πως η Ελλάδα θεωρείται από τις πιο ασφαλείς επιλογές της Μεσογείου λόγω της καλής υγειονομικής διαχείρισης της πανδημίας και του σχεδιασμού που έχει γίνει με τις δομές υγείας και τα ξενοδοχεία καραντίνας, η φετινή χρονιά δεν ενδείκνυται για ταξίδια.
Τι θα γίνει με τα ξενοδοχεία
Οι αποφάσεις για το άνοιγμα όσων μονάδων έχουν επιλέξει να παραμείνουν κλειστές μέχρι να ανέβει η τουριστική ζήτηση, όπως φαίνεται, θα καθυστερήσουν κι άλλο. Μπροστά στο ρίσκο θεωρείται πως μεγάλες μονάδες συνεχούς λειτουργίας αλλά και εποχικές επιχειρήσεις δεν θα βάλουν τελικά το κλειδί στην πόρτα. Όλα θα εξαρτηθούν από το εάν θα υπάρξουν νέες κρατήσεις μέσα στο επόμενο δεκαήμερο.
Οι πληρότητες επί του παρόντος δεν είναι υψηλές και δεν ξεπερνούν το 15%-20%. Λίγο καλύτερη είναι η εικόνα, όπως λέει το ρεπορτάζ, για τις κρατήσεις τον Αύγουστο, χωρίς όμως οι πληρότητες να είναι υψηλές. Αρχικός στόχος ήταν οι πληρότητες να φτάσουν κοντά στο 60% κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου, κάτι που επίσης δείχνει να είναι δύσκολο.
Στον αντίποδα, θεωρείται πως, εάν όλα εξελιχθούν ομαλά από υγειονομικής άποψης, αυτό θα ενισχύσει και τις πωλήσεις τουριστικών πακέτων προς την Ελλάδα. Εντούτοις, ένα ενδεχόμενο δεύτερο κύμα της πανδημίας από το φθινόπωρο μπορεί να αλλάξει όλα τα δεδομένα και να χτυπήσει ξανά το “καμπανάκι” του συναγερμού.
Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, έχει ανοίξει μικρό ποσοστό ξενοδοχείων, ενώ το ποσοστό που αναμένεται να λειτουργήσει είναι από τις 15 Ιουλίου και μετά και, αν γίνει εφικτό να συγκεντρωθεί ένα 25%, θα είναι ένα καλό αποτέλεσμα υπό τις δεδομένες συνθήκες. Στη Χαλκιδική θεωρείται πως το 40% των ξενοδοχείων δεν θα ανοίξει καθόλου τη φετινή σεζόν. Ίδια είναι η κατάσταση και σε άλλους δημοφιλείς προορισμούς που βασίζονται στον μαζικό τουρισμό και στα πακέτα των tour operators, όπως η Κρήτη, η Ρόδος, η Ζάκυνθος, η Κως, η Κέρκυρα, αλλά και πιο πολυτελείς προορισμοί, όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη.
Ειδικά για την Αθήνα το καλοκαίρι θεωρείται ήδη χαμένο, εξού και δεν έχουν ακόμη ανοίξει μεγάλες μονάδες στο κέντρο, όπως και ξενοδοχεία που είχαν σημαντικό τζίρο από συνέδρια. Όπως σημειώνουν οι ξενοδόχοι, δεν υπάρχουν κρατήσεις, ενώ οι προσδοκίες για τον Σεπτέμβριο δεν είναι πολλές. Η πρωτεύουσα είναι από τους προορισμούς που θα πληγούν περισσότερο, αφού εξαρτάται άμεσα από την κρουαζιέρα, τα συνέδρια, αλλά και από αγορές που ίσως να μην ανοίξουν καθόλου για την Ελλάδα φέτος.
Ανησυχία για τα κρούσματα
Η άνοδος των κρουσμάτων μετά τη χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων και τη σταδιακή επανεκκίνηση της τουριστικής δραστηριότητας ήταν έως έναν βαθμό αναμενόμενη. Ωστόσο, οι εξάρσεις σε χώρες από τις οποίες η Ελλάδα υποδέχεται τουρίστες έχουν προβληματίσει ιδιαίτερα τους επιδημιολόγους. Παράλληλα, ενδέχεται είτε να έχουν υπάρξει ασυμπτωματικοί ασθενείς που εισήλθαν στη χώρα είτε να μην υποβλήθηκαν καν σε έλεγχο, γεγονός που εντείνει την ανησυχία των ειδικών. Την πρώτη εβδομάδα που ξεκίνησαν οι πτήσεις από το εξωτερικό προς τα περιφερειακά αεροδρόμια υπολογίζεται πως ένα στα τρία κρούσματα κορονοϊού ήταν εισαγόμενο.
Τα πρώτα κρούσματα έχουν ήδη διαπιστωθεί σε τουριστικούς προορισμούς, όπως σε Θάσο και Κέρκυρα και Νάξο. Η επιβεβαίωση των κρουσμάτων στο νησί της Θάσου έγινε από δείγματα που ελήφθησαν κατά την είσοδο στη χώρα Σέρβων και Βούλγαρων τουριστών.
Σημειώνεται πως προϋπόθεση για την είσοδο στη χώρα είναι η υποχρεωτική συμπλήρωση ειδικής φόρμας με τα στοιχεία του εισερχόμενου, τη χώρα προέλευσης και τον τόπο στον οποίο θα διαμείνει στην Ελλάδα. Τα τουριστικά καταλύματα καραντίνας όπου θα φιλοξενούνται τουρίστες που βρίσκονται θετικοί έχουν οριστικοποιηθεί από το υπουργείο Τουρισμού. Από την πλευρά του υπουργείου Υγείας έχει τεθεί σε εφαρμογή ενιαίο σχέδιο διαχείρισης και πρωτοκόλλων για τα νησιά. Ήδη είναι δεσμευμένες 446 απλές κλίνες νοσηλείας COVID-19 στα νησιά, που δύνανται να αυξηθούν σε 694 άμεσα αν χρειαστεί.
Ο “γρίφος” των εσόδων
Ο πήχης των εσόδων παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Στην καλύτερη περίπτωση 5 δισεκατομμύρια ευρώ αναμένεται φέτος να μπουν στο τουριστικό ταμείο. Με την εικόνα των κρατήσεων να είναι θολή, οι φετινές εισπράξεις αποτελούν γρίφο και οι εκτιμήσεις γίνονται όλο και πιο δύσκολες.
Τα έσοδα αναμενόταν να ξεπεράσουν τα 20 δισ. ευρώ, περισσότερα κατά 1,5 δισ. τουλάχιστον σε σύγκριση με τις περσινές εισπράξεις. Η θερινή περίοδος συγκεντρώνει παραδοσιακά στη χώρα μας το μεγαλύτερο μέρος των εισπράξεων και των τουριστών από το εξωτερικό. Πέρσι τα 13,3 δισ. ευρώ αφορούσαν το τετράμηνο από τον Ιούνιο μέχρι και τον Σεπτέμβριο.
Οι μεγάλες αγορές που έμειναν εκτός διεύρυναν τις απώλειες για το τουριστικό καλάθι. Από Μεγάλη Βρετανία, ΗΠΑ και Ρωσία μπήκαν στο ταμείο του τουρισμού περίπου 4 δισ. ευρώ, από τα συνολικά 18,2 δισ. που ήταν οι εισπράξεις. Το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά του ελληνικού τουρισμού μετά τη Γερμανία. Τη χρονιά που πέρασε καταγράφηκαν 3,5 εκατ. αφίξεις και 2,5 δισ. έσοδα. Από τις ΗΠΑ, την τρίτη σε σειρά σημαντικότερη αγορά, πέρσι ήρθαν στην Ελλάδα 1,2 εκατ. επισκέπτες, αφήνοντας 1,18 δισ. συνολικά. Οι Ρώσοι τουρίστες (583.000 το 2019), των οποίων τα μεγέθη έχουν συρρικνωθεί τα τελευταία χρόνια, άφησαν πέρσι 433 εκατ. ευρώ.
Στην έκθεσή της για τη “Νομισματική Πολιτική 2019-2020” η Τράπεζα της Ελλάδος κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Όπως αναφέρει, μια μείωση των ταξιδιωτικών εισπράξεων των ξένων επισκεπτών κατά 60% σε σχέση με τις εισπράξεις του 2019 (ήτοι μείωση κατά περίπου 10,8 δισ. ευρώ) θα οδηγούσε σε μια μείωση του ΑΕΠ κατά 5,3% και των εισοδημάτων των εργαζομένων κατά 4,1%, ενώ γενικότερα μια μείωση των ταξιδιωτικών εισπράξεων κατά 1,0 δισ. ευρώ θα οδηγούσε σε μια μείωση του ΑΕΠ κατά 0,49% και των εισοδημάτων κατά 0,35%.
Σύμφωνα με τους επιχειρηματίες του κλάδου, η αποκατάσταση των τουριστικών μεγεθών, όπως και της ταξιδιωτικής εμπιστοσύνης, θα είναι χρονοβόρα. Θεωρείται δε πως ο ελληνικός τουρισμός θα χρειαστεί τουλάχιστον δύο χρόνια για να μπορέσει να ανακάμψει και να αποκτήσει τη δυναμική που είχε το 2019.