Οι δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτικές σχετικά με τον αιφνιδιασμό της ελληνικής διπλωματίας ως προς την απόφαση Ερντογάν να μετατρέψει την Αγία Σοφία σε τζαμί σε πείσμα των περί του αντιθέτου παροτρύνσεων της διεθνούς κοινότητας.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Μόλις πριν μερικές ημέρες ο κ. Βαρβιτσιώτης δήλωνε σε συνέντευξή του πως δεν πιστεύει πως ο Τούρκος πρόεδρος θα προχωρούσε σε μια τέτοια κίνηση. Το δήλωνε με βεβαιότητα. Και, μετά την μεγάλη πρόκληση, εμφανίστηκε απολογούμενος πως δεν περίμενε κάτι τέτοιο.
Ο κ. Βαρβιτσιώτης, ωστόσο, δεν είναι ένας οποιοσδήποτε υπουργός. Είναι το no2 στο υπουργείο Εξωτερικών και, αν μη τι άλλο, διαθέτει πρόσβαση στις αναλύσεις των αρμοδίων υπηρεσιών και στα τηλεγραφήματα της πρεσβείας μας στην Άγκυρα. Εφόσον τον διακατείχε τέτοια βεβαιότητα, και επειδή μετά από τόσα χρόνια στην πολιτική και σε υπουργικούς θώκους δεν δικαιούται να είναι αφελής, μπορεί κάποιος να πιθανολογήσει πως αυτή την ενημέρωση είχε.
Κάτι τέτοιο, ωστόσο, εφόσον συμβαίνει, είναι πραγματικά τραγικό. Όταν πολλοί αναλυτές περιέγραφαν ως σφοδρή μια τέτοια πιθανότητα, για μια σειρά λόγους, εάν η ελληνική διπλωματία συμβούλευε τον αναπληρωτή υπουργό, άρα και τον ίδιο τον υπουργό Εξωτερικών, κάτι τέτοιο, τότε μάλλον δεν λειτουργούν καλά οι υπηρεσίες και η τεκμηρίωση στην “βιτρίνα” της εξωτερικής μας πολιτικής. Πρόκειται, αναμφίβολα, για μια ομολογία αποτυχίας (στην πρόβλεψη) και, πιθανώς, ανικανότητας (στην πρόληψη).
Δεν είναι, όμως, μόνο το σχετικό “ναυάγιο” που δημοσιοποιήθηκε από τις δηλώσεις Βαρβιτσιώτη. Είναι και η ίδια η απουσία συγκροτημένης και ενιαίας άποψης στην ίδια την κυβέρνηση.
Ορθώς και εξ’ αρχής, ο Νίκος Δένδιας έκανε λόγο για μία τουρκική πρόκληση που συνιστά διεθνές και ευρωτουρκικό θέμα. Η Αγία Σοφία δεν ήταν χώρος ορθόδοξης χριστιανικής λατρείας, ήταν/είναι ένα μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς προστατευμένο από την Unesco και τον ΟΗΕ.
Ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης, ωστόσο, και άτυπο no2 στην κυβερνώσα παράταξη, έσπευσε να ισχυριστεί πως πρόκειται (και) για ελληνοτουρκικό (διμερές) θέμα.
Εάν, όμως, όντως συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε “αιτιολογείται” η παρέμβαση του έτερου της σκληρής δεξιάς πτέρυγας της κυβέρνησης, του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης Μάκη Βορίδη που πρότεινε…αντίποινα. Συγκεκριμένα, βρήκε …έξοχη την ιδέα να κλείσει το Ελληνικό Κράτος το μουσείο του Κεμάλ Ατατούρκ στην Θεσσαλονίκη, το οποίο συστεγάζεται με το τουρκικό προξενείο. Μη γνωρίζοντας –μάλλον απίθανο-, ή αδιαφορώντας πως το μουσείο του Κεμάλ αποτελεί ιδιοκτησία του Τουρκικού Κράτους, παραχωρηθέν από το1934.
Η αφελής εξίσωση διμερές(ελληνοτουρκικό) θέμα/ η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί= αντίποινα/ με το κλείσιμο του μουσείου του Κεμάλ, δεν λαμβάνει, φυσικά, υπόψη της αυτό που γνωρίζουν ακόμα και πρωτοετείς της διπλωματικής ακαδημίας.
Πως ο Ταγίπ Ερντογάν θα έτριβε με άφατη ικανοποίηση τα χέρια του βλέποντας την Ελλάδα να κλείνει το “έμβλημα” του Κεμαλισμού, τον οποίο ο ίδιος επιχειρεί να αποκαθηλώσει και να εγκαταστήσει το δικό του ισλαμιστικό imperium. Ακόμα και οι κεμαλιστές που αντιτίθενται στα μεγαλεπήβολα σχέδιά του θα εξοργίζονταν με την Ελλάδα, εκείνοι δε (της αντιπολίτευσης) που φλερτάρουν μαζί του θα έσπευδαν να τον στηρίξουν ακόμα περισσότερο έναντι μιας τέτοιας ελληνικής ενέργειας.
Η κυβέρνηση έδειξε να αιφνιδιάζεται και ο πρωθυπουργός, ευρισκόμενος σε περιοδεία στην Κέρκυρα, αρκέστηκε σε μια δήλωση μέσω Μεγάρου Μαξίμου σύμφωνα με την οποία θα ξεκινήσει γύρο διεθνών επαφών. Αλλά, κάτι τέτοιο θα έπρεπε να είχε προηγηθεί ως μέτρο πρόληψης ώστε απέναντι σε ένα συμπαγές διεθνές μέτωπο να αναγκαστεί ο Τούρκος πρόεδρος να μην το πράξει.
Οι δε αντιδράσεις που ακολούθησαν ήταν επιεικώς χλιαρές, οι περισσότερες, μάλιστα, καλύφθηκαν πίσω από την “κουτοπονηριά” του Ερντογάν ότι θα συνεχίσει να επιτρέπει την προσβασιμότητα επισκεπτών στην Αγία Σοφία. Το πρωί και το βράδυ τζαμί, το μεσημέρι χώρος ξενάγησης, δηλαδή. Για να μην χαθούν και τα έσοδα των εισιτηρίων των τουριστών…
Είναι σαφές πως το παιχνίδι έχει χαθεί πριν καλά καλά αρχίσει. Ο Ερντογάν δεν θα μπορούσε ποτέ να αναιρέσει μια τέτοια απόφαση. Και εάν ακόμα το έκανε, θα το είχε βάλει κι αυτό ως θέμα σε μια θηριώδη ατζέντα διεκδικήσεων έναντι της Ελλάδας, στο τραπέζι ενός απευθείας διαλόγου, όπως αυτός που προωθεί υποκριτικά το Βερολίνο με “πιόνι” τον Ζοζέπ Μπορέλ, και θα ζητούσε τεράστια ανταλλάγματα.
Η αμηχανία, ωστόσο, συνεχίζεται. Ο Νίκος Δένδιας προανήγγειλε αίτημα για κυρώσεις κατά της Τουρκίας στο Συμβούλιο ΥΠΕΞ της ΕΕ, πριν καλά καλά φτάσει στις Βρυξέλλες. Κυρώσεις, όμως, όπως διευκρίνισε, όχι για την Αγία Σοφία, καθώς κάτι τέτοιο δεν θα ήταν προσήκον αφ΄ης στιγμής δεν δεχόμαστε πως είναι διμερές θέμα. Κυρώσεις για την παραβατικότητα της Τουρκίας ως προς τις θαλάσσιες ζώνες είπε πως θα ζητήσει. Μόνο που αυτές εκκρεμούν προς εξειδίκευση και υλοποίηση από τον Ιούνιο του 2019, όταν τις είχε διεκδικήσει ο Αλέξης Τσίπρας στην τελευταία παρουσία του ως προωθυπουργός σε Σύνοδο Κορυφής.
Επί ένα χρόνο, η κυβέρνηση δεν απαίτησε την ενεργοποίηση εκείνης της απόφασης και την εφαρμογή των κυρώσεων. Ούτε μετά το τουρκολιβυκό μνημόνιο, ούτε όταν το Oruc Reis εισέβαλε σε ελληνικά χωρικά ύδατα, ούτε λόγω των απειλών και των αποφάσεων (TAP) για γεωτρήσεις νοτίως της Κρήτης και της Καρπάθου, ούτε μετά την ευθεία αμφισβήτηση για το Καστελόριζο, ούτε μετά την “εισβολή” στον Έβρο.
Και δεν το έπραξε, όπως γνωρίζουν οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ (Βρυξελλών και Αθηνών), επειδή το ζήτησε η Άνγκελα Μέρκελ, έχουσα άλλο σχεδιασμό για την Τουρκία και με ορθάνοικτους τους διαύλους συνεργασίας με τον Τούρκο πρόεδρο και για την Συρία και για την Λιβύη.
Γι αυτό, άλλωστε, η απάντηση στον κ. Δένδια ήταν ηχηρά αρνητική. Καμία συζήτηση περί κυρώσεων δεν θέλουν οι Ευρωπαίοι, υποβαθμίζοντας, μάλιστα, τα ευρωτουρκικά στην ατζέντα του Συμβουλίου ΥΠΕΞ.
Δυστυχώς, όλα τα παραπάνω είναι γεγονότα. Και συνιστούν μια αλλοπρόσαλλη και αμήχανη εξωτερική πολιτική έναντι της Τουρκίας. Και ήδη οι αναλυτές δεν αποκλείουν περαιτέρω κλιμάκωση, ακόμα και πρόκληση θερμού επεισοδίου για την διαμόρφωση μειονεκτικών συνθηκών για την Ελλάδα, ώστε να συρθεί σε μια απευθείας διαπραγμάτευση πέραν του μοναδικού θέματος που παγίως δέχονται για συζήτηση όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις.
Η κατάσταση δεν εξελίσσεται ευνοϊκά για εμάς. Και απαιτεί αφύπνιση και εκπόνησης νέας στρατηγικής. Απαιτεί εθνικό μέτωπο. Και απαιτεί χειριστές της εξωτερικής πολιτικής που να μπορούν να προβλέψουν, να προλάβουν και μετά να αντιδράσουν. Και όχι να περιφέρονται ως μάντεις κακών και σχολιαστές γεγονότων που τους υπερβαίνουν.
Το θέμα δεν είναι ΓΙΑΤΙ ο Ερντογάν μετέτρεψε την Αγία Σοφία σε τζαμί (επ΄ αυτού αναπτύσσονται οι γνωστές θεωρίες περί εσωτερικών προβλημάτων κλπ). Το θέμα είναι ΓΙΑΤΙ ΜΠΟΡΕΣΕ να το κάνει.
Και είναι προφανές πως ΜΠΟΡΕΣΕ γιατί εμείς δεν προβλέψαμε και δεν αντιδράσαμε εγκαίρως. Για ακόμα μια φορά οι συμμαχίες μας (ΕΕ, ΗΠΑ) πρόταξαν τα συμφέροντά τους που εν προκειμένω ταυτίζονται με εκείνα του Ερντογάν και όχι τους δεσμούς τους και την εταιρική τους σχέση με την Ελλάδα. Θα έπρεπε πολλαπλώς να μας προβληματίσει αυτό…