Κατά την ανακοίνωση του ανασχηματισμού, ο πρωθυπουργός δια του (κυβερνητικού) εκπροσώπου του εξήγησε πως οι αλλαγές είναι απολύτως περιορισμένες έως ισχνές διότι είναι ικανοποιημένος από τις επιδόσεις του σχήματος υπουργών, αναπληρωτών και υφυπουργών του οποίου ηγείται. Ως εκ τούτου, κατά τον γνωστό ποδοσφαιρικό όρο που έχει υιοθετηθεί και από την πολιτική “ομάδα που κερδίζει δεν την αλλάζεις”.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Τι κι αν ωρύονται ακόμα και ακραιφνείς υπερασπιστές της κυβέρνησης ότι απέτυχαν συγκεκριμένοι υπουργοί, όπως ο της Εργασίας Γιάννης Βρούτσης, ή του Τουρισμού Χάρης Θεοχάρης, το Μέγαρο Μαξίμου διατηρεί διαφορετική εκτίμηση υποβοηθούμενη, αναμφίβολα, και από τις δημοσκοπικές μετρήσεις.
Ο πρωθυπουργός, ωστόσο, κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε αυτή την “δέσμευση”. Ο ανασχηματισμός που έκανε δεν ήταν ούτε καν οι “διορθωτικές κινήσεις” που τόσο ο ίδιος, όσο και ο αντ’ αυτού υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης είχαν υποσχεθεί. Εκτός εάν ως διορθωτική κίνηση πρέπει να εκλάβουμε την αφαίρεση ουσιαστικών αρμοδιοτήτων από το χαρτοφυλάκιο του Άδωνη Γεωργιάδη, που, όμως, κατά τον ίδιο αναπληρώθηκαν από τις αρμοδιότητας του προαχθέντος υφισταμένου του Νίκου Παπαθανάση που τον αντικαθιστά εφεξής στο εμβληματικό πεδίο των επενδύσεων.
Όμως, εφόσον “η ομάδα κερδίζει” πως θα δικαιολογηθούν αλλαγές υπουργών σε έναν ανασχηματισμό σε μερικούς μήνες;
Υπάρχει και μια επιπλέον διάσταση που δεν πρέπει να υποτιμάται. Ως γνωστόν, το κυβερνητικό κράτος είναι πια “επιτελικό”. Αυτό προβλήθηκε, άλλωστε, ως η μεγαλύτερη καινοτομία της κυβέρνησης από την πρώτη στιγμή του σχηματισμού της-τέτοιες ημέρες πριν ένα χρόνο.
Η επιτελικότητα του κράτους, όμως, δεν αφορά μόνο την λειτουργία των τομέων κυβερνητικής δράσης. Αφορά και την κατανομή της ευθύνης. Πως να αξιολογήσει κανείς ως αποτυχόντα τον τάδε ή τον δείνα υπουργό ή υφυπουργό όταν αυτός εκτελεί εντολές του κεντρικού μαξιμικού επιτελείου υπό τον υπερ-συντονιστή Άκη Σκέρτσο και εποπτεύεται και ελέγχεται από το “στρατηγείο” και τον “στρατηγό”¨;
Η παραδοχή αποτυχίας ή έστω μη απόδοσης κάποιων κυβερνητικών στελεχών χτυπά, εν τέλει, πάνω στον τοίχο της επιτελικότητας. Διότι όταν δεν αποδίδει το “επιτελικό” κράτος δεν φταίει μόνο το κράτος αλλά και οι επιτελείς.